Στις σύγχρονες παγκοσμιοποιημένες κοινωνίες, οι αλλαγές που λαμβάνουν χώρα τόσο στο εσωτερικό τους, όσο και στις σχέσεις μεταξύ αλληλοεξαρτώμενων κοινωνιών και οικονομιών, δημιουργούν όχι μόνο μία πολιτισμική ποικιλομορφία αλλά και μια διαπολιτισμική κοινωνική αλληλεπίδραση. ( Τσιρώνης 2013) Οι αλλαγές αυτές όχι μόνο δεν αφήνουν ανεπηρέαστη την Ελληνική κοινωνία αλλά μπορεί κανείς σοβαρά να θεωρήσει, πως η πολιτισμική ποικιλομορφία, αποτελεί πλέον ένα γεγονός και στη χώρα μας. (Κωστούλα-Μακράκη 2006). Τα διαδοχικά κύματα μεταναστών τις τελευταίες δύο δεκαετίες που κατευθύνονται κυρίως στα μεγάλα αστικά κέντρα, μεταβάλουν όχι μόνο τη σύνθεση αλλά και διαφοροποιούν την κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα. Μπορούμε πλέον να μιλάμε για μία –σε μεγάλο βαθμό- πολιτισμική ποικιλομορφία με την έννοια της συνύπαρξης διαφορετικών εθνογλωσσικών χαρακτηριστικών, εθίμων, πεποιθήσεων και θρησκείας.
Όσο και αν η διαφορετικότητα, είναι πλέον μέρος της καθημερινότητας μας, η συνάντηση με το άγνωστο πάντα προκαλεί ανησυχία και συχνά η αρχική επαφή, κυριαρχείται από στερεότυπα και γενικεύσεις. Βασίζεται εν πολλοίς, στον διαχωρισμό ανάμεσα σε γνωστά και άγνωστα. Το δικό μας και το ξένο.Ουσιαστικά, έχουμε να κάνουμε με ένα σύνολο προκαθορισμένων αξιών, που από τη μία, μας βοηθάει να καθορίσουμε τη δράση μας και από την άλλη να ερμηνεύσουμε την δράση των άλλων, αποκτώντας έτσι θεμελιώδη πρότυπα προσανατολισμού και αξιολόγησης της πραγματικότητας.Όμως σε αυτές τις περιπτώσεις ελλοχεύει πάντοτε ο κίνδυνος της εύκολης γενίκευσης, της μεγαλοποίησης που οδηγεί αναπότρεπτα στη δημιουργία στερεοτύπων. Στερεοτύπων που μέσα από τη απολυτοποίηση και την απλούστευση οδηγεί πολύ εύκολα, μέσα από μια διαδικασία κοινωνικού αποκλεισμού, στην περιθωριοποίηση. Ότι δεν μοιάζει με το πρότυπο που καθορίζει ο ιστορικός χρόνος και η κοινωνική αποδοχή στιγματίζεται και εν τέλει εξοστρακίζεται.
Η ιστορία μας διδάσκει πως οι μετακινήσεις πληθυσμών αποτελούν ένα διαχρονικό παγκόσμιο φαινόμενο σύμφυτο με την ιστορία των λαών που αναπτύσσεται σε διαφορετική ιστορική συγκυρία. Στην Ελλάδα είναι η δεκαετία του 90 ουσιαστικά η αφετηρία μιας σταθερής και διαρκούς μετανάστευσης προς την χώρα που διαμορφώνει αλλαγές στην ελληνική κοινωνία. (Καβουνίδη 2003).
Στις μέρες μας, οι πρόσφατες εξελίξεις στο προσφυγικό και μεταναστευτικό ζήτημα, δημιουργούν καθημερινά ολοένα και πιο πιεστικό πλαίσιο. Το 2009, δηλαδή στο ξεκίνημα της κρίσης, ζούσαν ήδη στην Ελλάδα 620.000 μετανάστες με νόμιμη άδεια διαμονής, 217.000 ομογενείς, 126.000 πολίτες χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και 48.000 αιτούντες άσυλο.(Τσιούκας 2009). Το σύστημα υγείας μαζί με το εκπαιδευτικό, είναι εκείνα που δέχονται πρώτα αυτό το “κύμα” και τις περισσότερες φορές, απροετοίμαστα να ανταποκριθούν ικανοποιητικά στις απαιτήσεις και στις νέες συνθήκες που δημιουργούνται.
Είναι λάθος να πιστεύουμε πως οι άνθρωποι που προέρχονται από μεταναστευτικές και προσφυγικές ομάδες μπορούν να προσαρμοστούν αυτομάτως στις δεδομένες αντιλήψεις και συνήθειες της χώρας. Συνήθως έχουν ένα κοινωνικό πολιτισμικό υπόβαθρο, πολύ διαφορετικό, το οποίο επηρεάζει σημαντικά τις αντιλήψεις τους για την υγεία, τη ζωή και την ασθένεια. Η φτώχεια και ο αναπόφευκτος κοινωνικός αποκλεισμός, παρεμποδίζουν την πλήρη προσβασή τους στην ιατροφαρμακευτική φροντίδα, εγκαινιάζοντας κατά αυτό τον τρόπο ένα φαύλο κύκλο εξοβελισμού που οδηγεί σε χρόνιες καταστάσεις και οξύτερα συμπτώματα.(Καψάλης 2004) Οι οικογένειες που προέρχονται από διαφορετικές χώρες με συνήθως εξαιρετικά χαμηλό κοινωνικό-οικονομικό υπόβαθρο έχουν υψηλότερα ποσοστά ασθένειας, χαμηλό επίπεδο προληπτικής υγειονομικής φροντίδας, αδυναμία διατήρησης έστω και ενός στοιχειώδους επιπέδου υγείας και περιορισμένη πρόσβαση σε υγειονομικές υπηρεσίες.
Στην εξέλιξη αυτού του σπιράλ κοινωνικής απομόνωσης συμβάλουν επιπρόσθετα από την μια οι διαφορετικές απόψεις και αντιλήψεις που φέρουν για την υγεία και από την άλλη η ευκολία πρόσβασης σε παραδοσιακές πατροπαράδοτες –και πιο εύκολα προσβάσιμες – μορφές θεραπείας, εδραιώνοντας τελικά την πεποίθηση πως η αναζήτηση ιατρικής βοήθειας αφορά –και πάντα υπό προϋποθέσεις- αποκλειστικά την έκτακτη ανάγκη και τα οξέα συμπτώματα. Παράλληλα η έλλειψη γνώσης – λειτουργική ή και καθολική- της γλώσσας, αλλά και οι ανυπέρβλητες δυσκολίες προηγούμενων εμπειριών αυξάνουν ακόμα περισσότερο την ήδη εγκαταστημένη απομόνωση.
Πολύ συχνά, και σε ένα τέτοιο αρνητικό περιβάλλον οι μετανάστες αναζητούν ασφαλές καταφύγιο στην οικογένεια. Που όχι σπάνια λειτουργεί σαν το μόνο υποστηρικτικό δίκτυο τους. Μόνο που η οικογένεια όπως και οι ίδιοι είναι συχνά –σε άμεση αντανάκλαση με το πολιτισμικό τους επίπεδο- φορείς μιας τελείως διαφορετικής υγειονομικής κουλτούρας που διαμορφώθηκε υπό άλλες συνθήκες και που συχνά εμφορείται από προκαταλήψεις. Πρέπει λοιπόν οι υγειονομικοί – πουόχι σπάνια αξιολογούν τους ασθενείς τους και με βάση το οικογενειακό τους περιβάλλον- όπου ως καλό, εννοείται αυτό που ανταποκρίνεται στην θεραπευτική σχέση και συμμορφώνεται με τις οδηγίες, ενώ ως κακό εκείνο που αποτυγχάνει να ανταποκριθεί-να γνωρίζουν τουλάχιστον τα βασικά των πολιτισμικών χαρακτηριστικών αυτών των οικογενειών για να μπορέσουν να προσφέρουν αποτελεσματική φροντίδα. Αυτός ο διαχωρισμός βασίζεται, όχι σπάνια, σε εδραιωμένες προκαταλήψεις με αποτέλεσμα να είναι μεροληπτικός, αγνοώντας τα πραγματικά στοιχεία τόσο ενός διαφορετικού πολιτισμικού υπόβαθρου όσο και μιας άλλης κοινωνικοοικονομικής κατάστασης, εντέλει ενός άλλου πλαισίου.
Γίνεται επομένως εύκολα αντιληπτό ότι, οι επαγγελματίες υγείας καλούνται να αντιμετωπίσουν μια νέα κοινωνική πραγματικότητα, γεγονός που επιβάλλει να είναι ενήμεροι για το πώς οι ιστορικοί πολιτισμικοί, κοινωνικοί και οικονομικοί παράγοντες καθορίζουν τη ζωή των ασθενών τους.
Αναφορικά με την υγεία, θα συναντήσει κανείς μια αφθονία της χρήσης του όρου της “πολιτισμικής επάρκειας”. Μιλώντας γενικά, μπορεί κανείς να υποθέσει με ασφάλεια, πως αναφορικά με την υγειονομική περίθαλψη, άνθρωποι που ανήκουν σε εθνοτικές και φυλετικές μειονότητες, βιώνουν συστηματικά και σε μεγάλο βαθμό φτωχότερα αποτελέσματα και μειωμένη πρόσβαση. ( Betancourt et al.2003) Η “πολιτιστική επάρκεια” επομένως, είναι μια ευρεία έννοια που χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια ποικιλία των παρεμβάσεων που αποσκοπούν στη βελτίωση της προσβασιμότητας και αποτελεσματικότητας των υπηρεσιών υγειονομικής περίθαλψης, για άτομα που προέρχονται από φυλετικές ή εθνοτικές μειονότητες.Αναπτύχθηκε σε μεγάλο βαθμό, ως θεωρητική απάντηση στην τεκμηριωμένη πλέον αναγνώριση, ότι η ύπαρξη πολιτισμικών και γλωσσικών εμποδίων μεταξύ των παρόχων υγειονομικής περίθαλψης και των ασθενών, μπορεί να επηρεάσει την ποιότητα της παροχής υγειονομικής περίθαλψης.
Από την εισαγωγή του όρου στη δεκαετία του 1980, το φάσμα των πολιτιστικών πλαισίων επάρκειας έχει διευρυνθεί, και πολλά διαφορετικά μοντέλα έχουν περιγραφεί. Όλα όμως επικεντρώνονται τόσο στην γνώση (π.χ. κατανόηση της έννοιας του πολιτισμού και τη σημασία της για την παροχή υγειονομικής περίθαλψης) όσο και στη σημασία της στάσης που υιοθετείται (π.χ. που έχουν σχέση με τις διακυμάνσεις στις πολιτιστικές νόρμες) και στην ανάπτυξη των δεξιοτήτων. (π.χ. επεξηγηματικά μοντέλα εκπαίδευσης των ασθενών). (Sahaetal. 2008) Η πολιτισμική επάρκεια αναφέρεται στον συνδυασμό κατανόησης και ανταπόκρισης των διαφορετικών πολιτισμικών μεταβλητών που έρχονται σε αλληλεπίδραση εξαιτίας της σχέσης θεραπευτή/επωφελούμενου.Στον πληθυσμό των επωφελούμενων συναντάται μια ποικιλομορφία, με πολλές διαφορές και ομοιότητες των διαφορετικών πολιτισμικών μεταβλητών. Σύμφωνα με την αρχή της “πολιτισμικής επάρκειας” οι ειδικοί θα λαμβάνουν υπόψη τα ξεχωριστά πολιτισμικά και γλωσσικά χαρακτηριστικά του κάθε επωφελούμενου και ταυτόχρονα θα διαμορφώνουν κοινά αποδεκτά πρωτόκολλα που θα ενοποιούν αυτά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ώστε να εξασφαλίζουν στις υπηρεσίες αξιολόγησης και παρέμβασης τη μέγιστη αποτελεσματικότητα. ( AmericanSpeech-Language-HearingAsociation 2006).Αυτές μπορεί να αφορούν την ικανότητα, την ηλικία, τις πεποιθήσεις, την εθνικότητα, την εμπειρία, το φύλο, τη γλώσσα, την εθνική καταγωγή, τη θρησκεία, τον σεξουαλικό προσανατολισμό και την κοινωνικοοικονομική κατάσταση.Είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι η μοναδική επιρροή του πολιτιστικού και γλωσσικού υπόβαθρου ενός ατόμου μπορεί να αλλάξει με την πάροδο του χρόνου και ανάλογα με την περίπτωση(π.χ οι αλληλεπιδράσεις στο χώρο εργασίας,με πρόσωπα κύρους, μέσα σε ένα κοινωνικό πλαίσο),η οποία απαιτεί προσαρμογές σε κλινικές προσεγγίσεις. Στην ουσία η πολιτισμική επάρκεια αναπτύσσεται – μέσα από μια δυναμική και σύνθετη διαδικασία- με αφετηρία τη δική μας κουλτούρα και μέσα από τη συνεχή επέκταση της πολιτισμικής γνώσης μέσω αλληλοεπιδράσεων με άλλες κουλτούρες και τη συνεχή αυτό-αξιολόγηση. Σε αυτή τη διαδικασία η κατανόηση, η εκπαίδευση και η γνώση εν τέλει παίζουν βασικό ρόλο. Οι διαφορετικές κλινικές προσεγγίσεις (εργαλεία αξιολόγησης, θεραπευτικές τεχνικές, τρόπος συνέντευξης με τον ασθενή) ποικίλουν από άτομο σε άτομο.
Σήμερα η “πολιτισμική επάρκεια” έχει επεκταθεί και βρίσκει εφαρμογή πέρα από την στενή σχέση ιατρού-ασθενή, στα ίδια τα συστήματα παροχής υγείας, όπου πλέον γίνεται λόγος, για οργανωτική και συστηματική πολιτισμική επάρκεια. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η ανάδειξη της “πολιτιστικής επάρκειας” στο πλαίσιο των πολιτικών υγείας, αποτυπώνεται πλέον σε μεγάλο βαθμό τόσο σε ομοσπονδιακούς όσο και πολιτειακούς θεσμούς.(DepartmentofHealthandHumanservices2001) Στην βιβλιογραφία, συναντά κανείς πλήθος εργασιών που εξετάζουν την “πολιτισμική επάρκεια” μέσα από το πρίσμα διαφορετικών ιατρικών παρεμβάσεων κάτι που δείχνει το τεράστιο εύρος και τη μεγάλη σημασία που της αποδίδεται και που σήμερα έχει. Συνοπτικά μπορεί να αναφερθεί κανείς, στις ρυθμίσεις της υγειονομικής περίθαλψης, όπως η νοσηλευτική (Pearson et al. 2007) και η ψυχική υγεία (Bhui et al. 2007), άλλες που αφορούν το πλαίσιο των συστημάτων υγειονομικής περίθαλψης, ενώ άλλες έχουν επικεντρωθεί στον πάροχο, ή τον ασθενή/επωφελούμενο. Άλλες επίσης, έχουν επικεντρωθεί σε χρόνιες ασθένειες όπως ο διαβήτης.Εξετάζοντάς την, από λειτουργικής άποψη, η “πολιτισμική επάρκεια” είναι η ενσωμάτωση και η μετατροπή των γνώσεων σχετικά με τα άτομα και τις ομάδες ανθρώπων σε συγκεκριμένες προδιαγραφές, πολιτικές, πρακτικές και συμπεριφορές που χρησιμοποιούνται σε κατάλληλες πολιτιστικές ρυθμίσεις, για την αύξηση της ποιότητας των υπηρεσιών, δημιουργώντας έτσι καλύτερα αποτελέσματα. (Davis & Donald 1997)
Σε οργανωτικό επίπεδο, υπάρχουν πέντε βασικά στοιχεία που συμβάλλουν σε ένα “πολιτισμικά επαρκές” σύστημα.
1. Ποικιλομορφία
2. Ικανότητα πολιτιστικής αυτο-αξιολόγησης
3. Επίγνωση της δυναμικής που αναπτύσσεται όταν αλληλεπιδρούν οι πολιτισμοί
4. Συστηματική ενσωμάτωση των πολιτισμικών γνώσεων
5. Δυνατότητα ανάπτυξης προγραμμάτων και υπηρεσιών που αντικατοπτρίζουν την κατανόηση της διαφορετικότητας μεταξύ και εντός των πολιτισμών.
Αυτά τα πέντε στοιχεία πρέπει να εκδηλώνονται, σε κάθε επίπεδο του συστήματος παροχής υπηρεσιών. Θα πρέπει να αντικατοπτρίζονται στις στάσεις, τις δομές, τις πολιτικές και τις υπηρεσίες.
Το συμπέρασμα λοιπόν που προκύπτει, είναι πως η “πολιτισμική επάρκεια” στην υγειονομική φροντίδα, πρέπει αφενός να μπορεί να ανταποκρίνεται στις δημογραφικές αλλαγές, αφετέρου να συμβάλλει στην άμβλυνση αν όχι, στην εξάλειψη ανισοτήτων στις υπηρεσίες υγείας σε άτομα που προκύπτουν από διαφορετικά υπόβαθρα. (φυλετικό, εθνοτικό, πολιτιστικό). Επιπρόσθετα να σημειωθεί, μία οικονομοτεχνική προσέγγιση, πως η “πολιτισμική επάρκεια” μπορεί να γίνει εργαλείο ανάπτυξης που αφενός θα δώσει ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σε μία νέα αγορά υγείας, και αφετέρου θα μειώσει τις απαιτήσεις αστικής ευθύνης.(Pires & Stanton 2000)

γράφει η Κωνσταντίνα Κυριάκου Msc “Διεθνής Ιατρική και Διαχείριση Κρίσεων Υγείας” Φαρμακοποιός με στοιχεία από…

Ελληνική βιβλιογραφία:

Καβουνίδη,Τ. (2003) Έρευνα για την Οικονομική και Κοινωνική Ένταξη των μεταναστών. Αθήνα, Παρατηρητήριο Απασχόλησης Ερευνητική – Πληροφορική Α.Ε
Καψάλης, Α. (2004) Μετανάστες-υγεία και κοινωνικός αποκλεισμός. Ενημέρωση Ινστιτούτο Εργασίας ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, τχ. 112, σελ. 14-69.
Κωστούλα – Μακράκη, Ν. & Μακράκης, ΓΒ. (2006) Διαπολιτισμικότητα και Εκπαίδευση για ένα Βιώσιμο Μέλλον. Eκδόσεις: E-Media: Ψηφιακό Κέντρο Εκπαιδευτικών Μέσων Πανεπιστημίου Κρήτης.
Τσιούκας ,Γ. (2009) Αλλοδαποί πληθυσμοί στην Ελλάδα: κατηγορίες και αριθμητικά δεδομένα. Σύγχρονα Θέματα, τχ. 107, σελ. 51.
Τσιρώνης, Χ. (2013) Ανθρωπιστικές Επιστήμες: Σταυροδρόμια και λαβύρινθοι. Πρόλογος στην ελληνική έκδοση του βιβλίου: Nussbaum, Μ. Όχι για το Κέρδος. Οι Ανθρωπιστικές Επιστήμες προάγουν τη δημοκρατία. Αθήνα, Κριτική, σελ. 9-23.
Ξενόγλωσσηβιβλιογραφία:

American Speech-Language-Hearing Association. (2006). Preferred practice patterns for the profession of audiology. Available from :http://www.asha.org/uploadedFiles/PP2006-00274.pdf. [Accessed 06/03/17]
Betancourt, JR., Green, AR., Carrillo, JE.,Ananeh – Firempong, O. (2003) Defining cultural competence: a practical framework for addressing racial/ethnic disparities in health and health care. Public Health Rep., 118(4), pp. 293-302.
Bhui, K.,Warfa, N., Edonya, P., McKenzie, K., Bhugra, D. (2007) Cultural competence in mental health care: a review of model evaluations. BMC Health Serv Res., 7, pp.15
Davis, P., & Donald, B. (1997) Multicultural counseling competencies: Assessment, evaluation,education and training, and supervision. Thousand Oaks, CA, Sage Publications.
Department of Health and Human services. (2001) National Standards for Culturally and Linguistically Appropriate Services in Health Care Final Report.Washington, OPHS. Available from: https://minorityhealth.hhs.gov/assets/pdf/checked/finalreport.pdf. [Accessed 06/03/17]
Pearson, A., Srivastava, R., Craig, D., Tucker, D., Grinspun, D., Bajnok, I., Griffin, P., Long. L., Porritt, K., Han, T.,Gi, AA.(2007) Systematic review on embracing cultural diversity for developing and sustaining a healthy work environment in healthcare. Int J Evid Based Healthc., 5 (1), pp. 54-91
Pires, G. & Stanton, J., (2000). Marketing services to ethnic consumers in culturally diverse markets: issues and implications. Journal of Services Marketing, 14 (7), pp. 607 – 618.
Saha, S., Beach, MC.,& Cooper, LA. (2008) Patient Centeredness, Cultural Competence and Healthcare Quality., J Natl Med Assoc., 100(11), pp.1275–1285