Ιφτά πασάδις πολιμούν την έρμη την Κασσάνδρα.
Κανένας δεν την πάτισι, κανένας δεν την πήρι.
Λουμπούτ πασάς την πάτησι, Λουμπούτ πασάς την πήρι…

Ημέρα Τιμής και Μνήμης των αγωνιστών και των αθώων που σφαγιάσθηκαν από τους Τούρκους στο Ολοκαύτωμα της Κασσάνδρας, όταν έπεσε και το τελευταίο οχυρό της Χαλκιδικής, οι πόρτες της Κασσάνδρας, στις 14 Νοεμβρίου 1821.

Η επανάσταση του 1821 αποτελεί, χωρίς αμφιβολία, τον μεγαλύτερο σταθμό της ιστορίας του νέου Ελληνισμού, της πρώτης ελεύθερης κρατικής υπόστασης του μετά από τέσσερις αιώνες σκλαβιάς. Παντού κατά την διάρκεια του αγώνα διαδραματίστηκαν εξίσου μεγάλα στην τραγικότητα τους γεγονότα, που για διάφορους λόγους δεν έτυχε να πάρουν την ίδια δημοσιότητα.

 

Στα χρόνια της ελληνικής επανάστασης του 1821 η Μακεδονία έχει να επιδείξει μεγάλα και εξαιρετικής σημασίας γεγονότα όπως η εξέγερση της Χαλκιδικής και ο «ΧΑΛΑΣΜΟΣ της ΚΑΣΣΑΝΔΡΑΣ».

Η λέξη Χαλασμός περιγράφει στην κυριολεξία τα τραγικά γεγονότα που συνέβηκαν τότε στην Κασσάνδρα και για το λόγο αυτό καθιερώθηκε από την παράδοση και δεν αλλοιώθηκε από την ιστορία. Για παρόμοια νεότερα γεγονότα χρησιμοποιήθηκε ο όρος ολοκαύτωμα.

Ο Χαλασμός της Κασσάνδρας (λέγεται και μεγάλος Χαλασμός) σημαίνει την ανελέητη σφαγή των κατοίκων της Κασσάνδρας, την κλοπή και την αρπαγή των περιουσιών τους, τον εξανδραποδισμό μεγάλου αριθμού γυναικών και νεαρών παιδιών, την πυρπόληση εκκλησιών, το κάψιμο των σπιτιών και τη λεηλασία και την καταστροφή όλων των μετοχιών της χερσονήσου.

Η Χαλκιδική, έπαιξε ένα σημαντικό ρόλο στον αγώνα της απελευθέρωσης του ελληνικού έθνους από το τουρκικό ζυγό, λόγω της ευνοϊκής γεωγραφικής θέσης της, του συμπαγούς ελληνικού πληθυσμού της και της γειτνίασής της με την Θεσσαλονίκη.

Όπως είναι γνωστό στους αιώνες της τουρκοκρατίας η χερσόνησος της Χαλκιδικής, με τον ορεινό και δασώδη όγκο του Χολομώντα, αποτέλεσε, όπως και… άλλες παρόμοιες ελληνικές περιοχές, ένα καταφύγιο και άσυλο των καταδιωγμένων πληθυσμών των πεδιάδων.

Όχι μόνο εμποδίστηκε η μετανάστευση και η διαρροή των κατοίκων της αλλά δέχθηκε και πρόσφυγες από αλλού με αποτέλεσμα να αυξηθεί ο πληθυσμός της και να διατηρήσει σχεδόν αμιγή την ελληνικότητα της, τα προνόμια και τις εκκλησίες της.

Σ’ αυτό συντέλεσε η ύπαρξη του Αγίου Όρους, των Μαντεμοχωρίων της γνωστής προνομιακής κοινότητας και της ομοσπονδίας των χωριών της Κασσάνδρας. Στην εξέγερση της Χαλκιδικής άμεση και παλλαϊκή υπήρξε και η συμμετοχή των κατοίκων της χερσονήσου της Κασσάνδρας.

Οι Κασσανδρινοί όπως και οι άλλοι Έλληνες των  διαφόρων περιοχών έπραξαν με απλότητα το χρέος τους προς την υπόδουλη πατρίδα και θυσίασαν τη ζωή τους για την ελευθερία του γένους.

Ο επαναστατικός αγώνας στη Χαλκιδική άρχισε όπως είναι γνωστό, με την άφιξη στο Άγιον Όρος κατά τα τέλη Μαρτίου 1821, του Σερραίου μεγαλέμπορου και Φιλικού Εμμανουήλ Παπά

Ο Εμμ. Παπάς, ακολουθώντας την εντολή του Αλέξανδρου Υψηλάντη να προετοιμάσει το έδαφος και να ξεσηκώσει την Μακεδονία, προμηθεύτηκε στην Κωνσταντινούπολη όπλα και πολεμοφόδια και με το καράβι του Χατζή Βισβίζη από τον Αίνο, αναχώρησε για το Άγιον Όρος, που θεωρούνταν ως το πιο κατάλληλο ορμητήριο, γιατί πολλοί μοναχοί είχαν μυηθεί ήδη στην Φιλική Εταιρεία.

Στις 17 Μαίου άρχισαν οι πρώτες συγκρούσεις στον Πολύγυρο και τα φοβερά αντίποινα των Τούρκων στη Θεσσαλονίκη, τα οποία όμως αντί να τρομοκρατήσουν τους Έλληνες, έφεραν το αντίθετο αποτέλεσμα, τους εξαγρίωσαν και προκάλεσαν τη γενίκευση της επανάστασης στη Χαλκιδική.

Η Κασσάνδρα και το Άγιον Όρος, αποτελούσαν στρατηγικά ερείσματα για την εξάπλωση και διατήρηση της επανάστασης στη Χαλκιδική, γιατί ήταν εύκολο να οχυρωθούν και να κρατηθούν και με σύμπραξη του στόλου να αποτελέσουν θαυμάσια ορμητήρια και άσυλα. Η επανάσταση στη Χαλκιδική προχωρούσε αργά και χωρίς οργάνωση. Οι περισσότεροι ήταν άοπλοι.

 

Τα επαναστατικά σώματα ήταν ασύντακτα και χωρισμένα σε δύο κυρίως τμήματα…
Το ένα αποτελείται από Μαντεμοχωρίτες και μοναχούς με αρχηγό τον Εμμ. Παπά καιτο άλλο από Κασσανδρινούς και Χασικοχωρίτες με αρχηγό τον Χάψα.

Το σώμα του Εμμανουήλ  Παπά, αφού απώθησε μικρή Τουρκική δύναμη από την Ιερισσό, προχώρησε προς τον Σταυρό και έφθασε στο στενό της Ρεντίνας, ενώ το σώμα του Χάψα καταδίωξε τους Τούρκους και έφθασε σε απόσταση τριών ωρών από τη Θεσσαλονίκη.

Στις αρχές του Ιουνίου 1821, πλήθη τρομοκρατημένων Τούρκων χωρικών, που εγκατέλειπαν τα πυρπολημένα χωριά τους έφθαναν και κατασκήνωναν έξω από τα τείχη της Θεσσαλονίκης. Οι Τούρκοι της πόλης αυτής ετοιμάζονται για αντεπίθεση.

Η σύγκρουση γίνεται στην πεδινή περιοχή του Σέδες και οι επαναστάτες μη μπορώντας ν’ αντιμετωπίσουν τις επελάσεις του ιππικού αναγκάζονται να αποσυρθούν στα Βασιλικά. Τότε σκοτώθηκε ο Χάψας, που παρέμεινε στο πεδίο της μάχης με μικρό αριθμό πολεμιστών από τη Συκιά.

Η Τουρκική απειλή και η έλλειψη πολεμοφοδίων αναγκάζουν τους επαναστάτες που ακολουθούνται από χιλιάδες γυναικόπαιδα να καταφύγουν στις χερσονήσους της Κασσάνδρας, της Σιθωνίας και του Αγ. Όρους.

Η επανάσταση της Χαλκιδικής περιορίζεται τώρα στις χερσονήσους του Αγ. Όρους και της Κασσάνδραςπου θα μπορούσαν, αν οχυρώνονταν, να γίνουν απόρθητες, μια και τα ελληνικά καράβια τις προστατεύουν από θαλάσσιες επιδρομές.

Στο Αγιο Όρος οι επαναστάτες οχυρώνονται στον Πρόβλακα, ενώ στην Κασσάνδρα στο πιο στενό μέρος του ισθμού της στις Πόρτες.

Στις 27 Ιουνίου ο Αχμέτ μπέης επιτίθεται εναντίον του Ελληνικού στρατοπέδου, αλλά αποκρούεται. Την επόμενη κατευθύνεται προς την Ορμύλια, όπου συναντά επίσης ισχυρή αντίσταση και υποχωρεί. Οι επιθέσεις συνεχίζονται και τις πρώτες μέρες του Ιουλίου, χωρίς αποτέλεσμα.

Επιστολή του Αλέξανδρου Υψηλάντη προς τον Εμμανουήλ Παπά με ημερομηνία 8 Οκτωβρίου 1820.

Την ίδια περίοδο το ελληνικό στρατόπεδο ενισχύεται με 400 πολεμιστές από τον Όλυμπο και λίγο αργότερα με 200 ακόμη υπό τον Διαμαντή Νικολάου. Λόγω διαφόρων συγκυριών και συνεχών συγκρούσεων με τους Τούρκους η κατάσταση των Ελλήνων οπλοφόρων στο στρατόπεδο της Κασσάνδρας διαρκώς χειροτέρευε και δεν ήταν καθόλου ευχάριστη. Γι’ αυτό κι οι περισσότεροι μαζί με τους αρχηγούς τους εγκατέλειψαν τη χερσόνησο.

Το γεγονός αυτό καθώς και η έλλειψη πολεμοφοδίων, τροφίμων, την απειρία των νέων αρχηγών και τις αρρώστιες, προκάλεσαν μοιραία την πτώση του ηθικού με αποτέλεσμα την αποσύνθεση του ελληνικού στρατοπέδου.

Οι Τούρκοι καθημερινά πλησίαζαν τις ελληνικές γραμμές με αλλεπάλληλα προχώματα.
Διοικητής των στρατευμάτων και Πασάς της Θεσσαλονίκης διορίζεται ο ικανός και δραστήριος βεζίρης Μεχμέτ Εμίν, ο επονομαζόμενος για τη σκληρότητα του, Εμπού Λουμπούτ, στον οποίο η Πύλη αναθέτει να εκστρατεύσει εναντίον του Αγίου Όρους και της Κασσάνδρας.

Κατά τα μέσα Οκτωβρίου με 3.000 περίπου άνδρες κινείται εναντίον της Κασσάνδρας, που την υπεράσπιζαν μόνο 430 Έλληνες. Ταυτόχρονα έρχονται και 20 πλοία για να υποστηρίξουν τις επιχειρήσεις του. Η απόπειρα του στα τέλη Οκτωβρίου να εκβιάσει το στενό με πλευρική απόβαση 600 ανδρών αποτυχαίνει. Ο ισθμός γεμίζει από πτώματα ανδρών και αλόγων, ενώ ένα από τα καράβια του αιχμαλωτίζεται με 28 άνδρες. Παρά την πρώτη αποτυχία ο Μεχμέτ Εμίν δεν αποθαρρύνεται, αλλά ετοιμάζει γενική επίθεση.

Διατάζει να του σταλούν επειγόντως ενισχύσεις και να μετακινηθούν προς το μέτωπο της Κασσάνδρας . Προτού εξαπολύσει την τελική επίθεση, καλεί τους επαναστάτες να υποταχθούν, υποσχόμενος γενική αμνηστία. Του απάντησαν «μολών λαβέ».
Τα ξημερώματα της 14ης Νοεμβρίου 1821 οι Τούρκοι ορμούν με αλαλαγμούς να διαβούν την τάφρο. Για πολλές ώρες αποκρούονται νικηφόρα από τους Κασσανδρινούς μαχητές, οι οποίοι μάχονται ως αληθινοί Μακεδόνες.

Ο Λουμπούτ, βλέποντας ότι με την επίθεση σε όλο το μήκος του μετώπου δεν κατορθώνει τίποτε, αιφνιδιαστικά επιτέθηκε κατά του Δυτικού μόνο άκρου της τάφρου το οποίο είχε δύναμη 100 μόνο ανδρών υπό τον Κασσανδρινό μεγάλο Γιαννιό. Το άκρο της τάφρου ήταν πράγματι περισσότερο ρηχό. Οι Τούρκοι κατόρθωσαν να διαβούν την Τάφρο από το σημείο αυτό, ρίχνοντας όπως λέει η παράδοση μεγάλους σάκους μαλλιών και πάνω από αυτά πέτρες και πλάκες.

Έτσι βρέθηκαν στα μετόπισθεν των μαχητών, οπότε η έκβαση του αγώνα είχε πλέον κριθεί, υπέρ των Τούρκων.

Την φονικότατη μάχη στον ισθμό της Κασσάνδρας αλλά και την αυτοθυσία των αγωνιστών Κασσανδρινοί περιγράφει κυνικότατα ο Λουμπούτ πασάς, με αναφορά του από το Στρατόπεδο της Κασσάνδρας προς τον Βαλή της Θεσσαλονίκης, γράφοντας εκτός των άλλων και τα εξής:
«Πλέον των χιλίων απίστων διεπεράσθησαν δια των ξιφών των νικητών μουσουλμάνων, εξακόσιοι δε περίπου άνδρες και γυναίκες εξανδραποδισθέντες, εδέθησαν με αλύσεις».

Η παράδοση έχει διασώσει την μεγαλειώδη αντοχή των αγωνιστών και την τεράστια δυσκολία που συνάντησε εκεί ο εχθρός με το Δημώδες που λέει:

Ιφτά πασάδις πολιμούν την έρμη την Κασσάνδρα.
Κανένας δεν την πάτισι, κανένας δεν την πήρι.
Λουμπούτ πασάς την πάτησι, Λουμπούτ πασάς την πήρι…

Η μέρα της ήττας εκείνης, η δεκάτη Τετάρτη Νοεμβρίου, δεν είναι αφιερωμένη αποκλειστικά στην πτώση της αντίστασης και την ήττα των ηρωικών αγωνιστών στις Πόρτες, κυρίως είναι αφιερωμένη στο Χαλασμό της Κασσάνδρας που ακολούθησε.

Ο Λουμπουτ πασάς, ύστερα από τη δύσκολη, αγωνιώδη και με μεγάλες απώλειες νίκη του, άφησε ανεξέλεγκτο, όπως το είχε υποσχεθεί, το άγριο ασκέρι του να κλέβει, να λεηλατεί, να σκοτώνει και να καίει τα σπίτια των χριστιανών.

Μεγάλες μάχες και σφαγές έλαβαν χώρα στο χωριό Πίνακας, σε τοποθεσίες γύρω από τη Βάλτα (στην Πάνω χώρα και τα Φλωραίηκα), στα Παζαράκια και στις παραλίες, Σωλήνα, Ποσείδι και Χρούσω, όπου πανικόβλητο είχε τρέξει το πλήθος να προφτάσει να μπει στα ελάχιστα πλοία για να σωθεί. Και η παράδοση λέει…

Τ’ έχεις καημένε κόρακα και σκούζεις και φωνάζεις,
μην εδιψάς για αίματα, μην εδιψάς για λάσια;
Πέρασε απ’ τα Κύψελα κι απ’ την Απάνω Χώρα
και σύρε στο Παλαίκαστρο.
Εκεί ‘ναι τα αίματα, εκεί ‘ναι και τα λάσια.
Και το άλλο:
Κακό μεγάλο έγινε στη Χρούσω της Παλλήνης,
κακό μεγάλο έγινε, καταστροφή μεγάλη,
κλαίγαν μανάδες για παιδιά και τα παιδιά για μάνες.

Ασφαλώς δεν διασώθηκαν μόνο αυτά, αλλά και πολλά άλλα, που δεν χωρούν στον περιορισμένο αυτό χώρο.
Δεκατρία χωριά και δεκαέξι μετόχια λεηλατήθηκαν και στη συνέχεια κάηκαν ολοσχερώς. Ο εχθρός όπου εύρισκε ζωντανούς τους σκότωνε, αν ήταν άρρωστοι και υπερήλικες, αν όμως ήταν νέοι ή νέες τους αιχμαλώτιζε. Δεν σεβάστηκαν ούτε τις εκκλησίες.

Έκαψαν την εκκλησία, της Βάλτας, της Καλάνδρας και του Πολύχρονου μαζί με τους κατοίκους των χωριών, που είχαν μπει στην εκκλησία, ελπίζοντας να σωθούν. Όσοι κάτοικοι σώθηκαν πήγαν στο Άγιο Όρος, στα νησιά των Βόρειων Σποράδων, στην Εύβοια και στην Ηπειρωτική Ελλάδα.

Το ολοκαύτωμα είχε ολοκληρωθεί. Για μήνες καπνοί ανέβαιναν στον ουρανό της από τα καμένα, ως θυμίαμα για τη θυσία των κατοίκων της, και για χρόνια τα μόνα ζωντανά που υπήρχαν εκεί ήταν τα κοράκια, οι σαύρες και τα φίδια. Η όμορφη και εύφορη Κασσάνδρα έμεινε ακαλλιέργητη και έρημη για έξι περίπου χρόνια.

Ο ηρωικός αγώνας όμως δεν πήγε χαμένος.

Αυτός ήταν μέσα σε λίγες γραμμές  ο Μεγάλος Χαλασμός της Κασσάνδρας το 1821.

Η αντίσταση των Κασσανδρινών και γενικά η επανάσταση της Χαλκιδικής, είχε απασχολήσει τον τουρκικό στρατό στη Βόρεια Ελλάδα για έξι μήνες και είχε ως αποτέλεσμα την καθυστέρηση της καθόδου του στην Νότια Ελλάδα, όπου είχε ανάψει για τα καλά η επανάσταση.

Δυστυχώς αυτή η μεγάλη προσφορά των Κασσανδρινών, δεν είχε ανάλογη αναγνώριση από την Ελληνική Ιστορία.

Ακόμη και ιστορικά συγγράμματα που εκδίδονται στις μέρες μας δεν αναφέρονται σ’ αυτή τη μεγάλη θυσία και προσφορά των προγόνων μας, ενώ αναφέρουν και εμείς βέβαια αναγνωρίζουμε, τις θυσίες των Ελλήνων στα Ψαρά, στη Χίο, στην Κάσο, στο Σούλι, στο Μεσολόγγι και σε ολόκληρη την επαναστατημένη Ελλάδα…

Πηγές… χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία από κείμενα και δημοσιεύματα αρχείων ιστοσελίδων, Ιστορικά ΑΠΘ, panchalkidikos.gr,aetos,enromiosini.gr,olympia.gr,el.wikipedia,halkidiki.gov