Το Μοναστήρι της αγίας Αναστασίας, βρίσκεται 30 περίπου χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Θεσσαλονίκης, αριστερά του δρόμου που οδηγεί προς το Αγιον Όρος, μετά τα Βασιλικά.

Κατά παράδοση, που δεν τεκμηριώνεται από κανένα ιστορικό στοιχείο, ιδρύθηκε στα τέλη του 9ου αιώνα με τη βοήθεια της βασίλισσας Θεοφανώς της πρώτης γυναίκας του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ΄ του Σοφού. Όμως οι πρώτες μαρτυρίες για την ίδρυση Μοναστηριού, στο χώρο αυτό όπου υπήρχαν ερείπια κάποιου μονυδρίου, ανάγονται στο πρώτο μισό του 16ου αιώνα. Το 1522 ο Σιμωνοπετρίτης ιερομόναχος Θεωνάς με συνοδεία και άλλων αδελφών, άγνωστο για ποια αιτία, εγκατέλειψε τη Μετάνοιά του και εγκαταστάθηκε στο τότε «μικρότατον, παλαιότατον και σεσαθρωμένον», σύμφωνα με το βίο του, μονύδριον της Αγίας Αναστασίας.

Ο ηγούμενος Θεωνάς

Έκτοτε το μονύδριο ανακαινίζεται και διευρύνεται για να εγκατασταθούν σ’ αυτό εκατόν πενήντα περίπου μοναχοί με ηγούμενο τον Θεωνά. Επιδίδονται με επιτυχία στην καλλιέργεια της γης και την κτηνοτροφία, ώστε στα μέσα του 16ου αιώνα αγοράζουν στα Κριτσιανά της Επανωμής μετόχιο πλούσιο, στον πύργο του οποίου σώζεται έως σήμερα επιγραφή με χρονολογία Οκτωβρίου 1530. Την ίδια εποχή ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Ιωάσαφ αναθέτει στον ηγούμενο Θεωνά την αναστήλωση του κατεστραμμένου μονυδρίου του κυρ Ιωήλ στην ανατολική Θεσσαλονίκη, δηλαδή τη σημερινή εκκλησία της Υπαπαντής του Χριστού. Το Μετόχι αυτό, στο οποίο διέμεινε συχνά ο ηγούμενος της Αγίας Αναστασίας μετά την αναστήλωσή του, έγινε αιτία να γίνει γνωστός στον ευσεβή χριστιανικό λαό της Θεσσαλονίκης, τον οποίο συχνά εξομολογούσε και καθοδηγούσε πνευματικά. Μετά το θάνατο του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Ιωάσαφ, εκλέγεται στην κενή θέση του ο Θεωνάς, όπου παρέμεινε μέχρι του θανάτου του το 1541. Η Εκκλησία τίμησε το πνευματικό του έργο και τον ενέταξε στο αγιολόγιο της. Το Μοναστήρι τιμά πανηγυρικώς κάθε χρόνο τη μνήμη του και διαφυλάσσει με ιδιαίτερη ευλάβεια το ιερό σκήνωμά του.

Μεγάλο ενδιαφέρον επέδειξαν για το Μοναστήρι οι Οικουμενικοί Πατριάρχες Ιερεμίας Α΄, Διονύσιος και Μητροφάνης Γ΄. Ο τελευταίος το Σεπτέμβριο του 1585 κατόπιν αιτήσεως των μοναχών, προκειμένου να αποφύγουν τις επεμβάσεις του πλησιοχώρου επισκόπου Αρδαμέρεως και Γαλατίσης, με γράμμα του το ανακήρυξε Πατριαρχικό Σταυροττήγιο, αυτοδέσποτο, αδούλωτο και ακαταπάτητο. Ιδιαίτερα το συνέδραμαν ποικιλοτρόπως οι μητροπολίτες και επίσκοποι της Θεσσαλονίκης Ιωάσαφ Αργυρόπουλος, Κίτρους Δα¬μασκηνός, Σερβίων Λεόντιος και ο Μακάριος (1565).

Η ακμή της μονής

Κατά το δεύτερο μισό του 16ου αι. το Μοναστήρι ανέρχεται στη μεγαλύτερη ακμή του, αφού σ’ αυτό και τα πλούσια Μετόχια του μόναζαν περίπου 300 μοναχοί, πολλοί από τους οποίους διακρίθηκαν για τη λογιότητα και τα πνευματικά τους προσόντα. Η μεγάλη ακμή του συνεχίσθηκε και κατά τον επόμενο αιώνα, όπως έγραψε ο επίσκοπος Αρδαμερίου και Γαλατίσσης Μελέτιος σε ένα γράμμα του: «Έχον μοναχούς πεντακόσιους και επέκεινα ένδοθεν και έξωθεν διότι έχει κτήματα πολλά, αγρούς, αμπελώνας και ετέρας μονάς μακράς εις αποδοχήν των μοναχών ζεύγη βοβαλικά και βοΐδια διακόσια πεντήκοντα και επέκεινα· ίππους τε οραιοτάτους και ημιόνους, προβάτων τε και ερηφίων χιλιάδας τεσσάρας και επέκεινα, Ένδοθεν δε το μοναστήριον πάνυ κα¬λώς κατασκευασμένον, ο δε ναός έν¬δοθεν ευτρεπισμένος ωραιώτατα· έ¬χων διάφορον κόσμον εκκλησιαστικόν, βιβλία παλαιά των αγίων Πατέρων, λείψανα αγίων διαφόρων… την κάραν της αγίας Αναστασίας… κακοπαθούσι δε πλείστα υπό των ασεβών αενάως, διότι η αυτών μονή έ¬μπροσθεν αυτών υπάρχει». Την περίοδο αυτή, ο πατριάρχης Κύριλλος (Ιούλιος 1630) με γράμμα του, υπήγαγε στην Αγία Αναστασία ακόμη ένα ναό της Θεσσαλονίκης, την Εκκλησία του Αγίου Υπατίου (σημερινή Παναγία Δεξιά) που ήταν εξάρτημα του παρακείμενου μοναστηρίου του Αγίου Παντελεήμονα με τον ομώνυμο ναό.

Αργότερα τις εκκλησίες του αγίου Υπατίου και της Υπαπαντής θα τις διεκδικήσει η Μητρόπολη Θεσσαλονίκης και τελικά θα περιέλθουν στην κυριότητά της, επειδή ανέκαθεν λειτουργούσαν ως ενοριακές.

Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄

Στα τέλη του 18ου αιώνα το Μοναστήρι κάηκε. Οι πατέρες το ξαναέκτισαν, αλλά περιέπεσαν σε οικονομικές περιπέτειες, διότι τα έξοδα ήσαν πολλά και αναγκάστηκαν να συνάψουν δάνειο, το οποίο αδυνατούσαν να εξοφλήσουν. Ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ αποκατέστησε την διασαλευθείσα τάξη στο Μοναστήρι και με σιγιλλιώδες Γράμμα, που εξέδωσε το Σεπτέμβριο του 1797, επανέφερε στην κυριότητα των μοναχών τους δύο ναούς της μητροπόλεως Θεσσαλονίκης του κυρ Ιωήλ και του Αγίου Υπατίου και καθόρισε καλή λειτουργία του Μοναστηρίου και των τεσσάρων πλουσίων μετοχίων, δηλαδή του Αμπελώνα της Αγίας Τριάδος στους πρόποδες της Αγίας Αναστασίας, τα Κριτσανά στην παραλία του Θερμαϊκού, το Άγιο-Αναστασίτικο στην Παλλήνη της Κασσάνδρας και το παραθαλάσσιο Καρβουνά, κοντά στο χωριό Καρδία. Συνολικά τα Μετόχια υπολογίζονταν σε πολλές χιλιάδες στρέμματα, αφού μόνο της Κασσάνδρας περιελάμβανε είκοσι χιλιάδες, από τα οποίες τα 2.000 ήσαν καλλιεργήσιμη γη. Το Μετόχι του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού στη Βλαχία κατασχέθηκε από τον ηγεμόνα Αλέξανδρο Κούζα το 1862.

Στον αγώνα του 1821 το Μοναστήρι πρόσφερε τις υπηρεσίες του χωρίς φειδώ, γι’ αυτό οι Τούρκοι, αν και πατριαρχικό, το κατέστρεψαν, οι δε μοναχοί διασκορπίστηκαν στα Μετόχια. Μόλις το 1830 μπόρεσαν να επιστρέψουν στο καμένο και λεηλατημένο Μοναστήρι για να ξαναρχίσουν την ανοικοδόμησή του. Το 1835 έγιναν τα εγκαίνια επισήμως από τους μητροπολίτες Θεσσαλονίκης Με¬λέτιο, Κασσανδρείας Ιάκωβο και τον επίσκοπο Αρδαμερίου Δανιήλ.

Νέες περιπέτειες

Σε νέες περιπέτειες περιέπεσαν οι μοναχοί, όταν στις 27 Ιουλίου 1853 το Μοναστήρι και πάλιν καταστράφηκε από πυρκαϊά. Η ανοικοδόμησή του που άρχισε τον ίδιο χρόνο καταχρέωσε τους μοναχούς και τους οδήγησε σε μεγάλη αμηχανία. Παράλληλα οι ενορίτες στη Θεσσαλονίκη αφαίρεσαν οριστικώς από την κυριότητα του Μοναστηρίου τους δυο ναούς και τους εστέρησαν του εισοδήματος των. Η οικονομική δυσπραγία και οι εσωτερικές και εξωτερικές διενέξεις των μοναχών αναμεταξύ τους και με τους ενορίτες της μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, είχαν ως συνέπεια να ελαττωθεί αισθητά ο αριθμός των μοναχών στα τέλη του 19ου αιώνα, απομεινάντων μόνον τριάντα. Το Πατριαρχείο στην προσπάθεια του να βοηθήσει τους μοναχούς καθόρισε επόπτες και διαχειριστές τους μητροπολίτες Θεσσαλονίκης Ιωακείμ Δημητριάδη (1874-1878) και Αθανάσιο, καθώς και τον επίσκοπο Αρσαμερίου Δω¬ρόθεο, πλαισιωμένους από τριμελή επιτροπή λαϊκών. Ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Αλέξανδρος, στον οποίο αργότερα ανατέθηκε η επιστασία και η διοίκηση του Μοναστηριού, δεν κατάφερε να μειώσει το χρέος του Μοναστηρίου γι αυτό το Πατριαρχείο τον αντικατέστησε με τον μητροπολίτη Κασσανδρείας Ειρηναίο. Αυτός πράγματι κατόρθωσε μέσα σε μια δεκαετία και το χρέος να εξοφλήσει, αλλά και να ιδρύσει ιερατική Σχολή στο Μοναστήρι, η οποία άρχισε να λειτουργεί με δική του δαπάνη το Σεπτέμβριο του 1919. Το 1952 το Οικουμενικό Πατριαρχείο και το Ελληνικό Δημόσιο συνεβλήθησαν για την παραχώρηση 7.300 στρεμμάτων του Μοναστηρίου στους ακτήμονες της Χαλκιδικής. Τελευταίως η προσπάθεια και οι αγώνες του πρώην μητροπολίτου Ιερισσού, Αγίου Όρους και Αρδαμερίου, Παύλου να περιέλθει το Μοναστήρι στη δικαιοδοσία του δεν ευωδόθηκαν και τελικά, το 1969, αποκαταστάθηκε οριστικά η κυριαρχία του Οικουμενικού Πατριαρχείου σ’ αυτό.

(Πηγή: Η Καθημερινή. «Επτά ημέρες»- αφιέρωμα: Τα Μοναστήρια της Μακεδονίας, 14 Απριλίου 1996, σ.27-29.)