Τα χρυσά στεφάνια -αποκαλούμενα “στέμμα”, “στέφανος” κ.ά.- ήταν πολύ διαδεδομένα στη Μακεδονία του Φιλίππου του Β’ και του Μεγάλου Αλεξάνδρου, αλλά αργότερα και στην Ελληνιστική περίοδο. Τα περισσότερα από τα Μακεδονικά στεφάνια χρονολογούνται από τον 4ο έως τον 2ο π.Χ. αιώνα.

Τα χρυσά στεφάνια – αν και εντοπίζονται κυρίως σε τάφους -, δεν είναι ταφικά αντικείμενα. Χρησιμοποιούνταν και στην πραγματική ζωή, σε τελετές – μυστήρια – πολιτικού, διοικητικού ή θρησκευτικού τύπου – ιδιωτικού ή δημόσιου χαρακτήρα.

Τα στεφάνια αυτά κοσμούσαν κεφάλια ανδρών, γυναικών, ακόμα και παιδιών, σε σημαντικές στιγμές της ζωής τους, όπως ο γάμος, σε διάφορες θρησκευτικές τελετές δημόσιου ή ιδιωτικού χαρακτήρα, επετειακά ή αθλητικά γεγονότα ή συμπόσια, και συνόδευαν, μετά θάνατον, τους κατόχους τους στην τελευταία τους κατοικία. Τα πολύτιμα μέταλλα από τα οποία κατασκευάζονταν μαρτυρούσαν την κοινωνική τάξη και την ευμάρεια, πιθανώς και κάποια αξιώματα.

Ανάλογη σημασία είχε και το είδος του φυτού που απεικονιζόταν, όπως, λόγου χάρη, τα φύλλα και οι καρποί της βαλανιδιάς, που βρίσκονταν σε άμεση σχέση με τον Δία, που με τη σειρά του υπαινισσόταν συνήθως βασιλική εξουσία.

Τα φύλλα και οι καρποί του κισσού συσχετίζονταν με τη λατρεία του Διονύσου και τα εξαιρετικά λεπταίσθητα στεφάνια μυρτιάς τα φορούσαν κυρίως νεότερες αλλά και γηραιότερες γυναίκες της μακεδονικής αριστοκρατίας.

Τα στεφάνια από ελιά, και σπανιότερα τα δάφνινα, αποτελούσαν συνήθως έπαθλο σε αγώνες, ενώ τα επιχρυσωμένα χάλκινα στεφάνια ανήκαν σε λιγότερο εύπορους πολίτες.

Τα είδη

Το χαρακτηριστικό όλων σχεδόν των στεφανιών αυτών ήταν ότι αναπαριστούσαν φυτά. Μάλιστα το κυριότερο από αυτά θεωρείται η Quercus trojana subsp. trojana (Q. macedonica), η μακεδονική δρυς, γιατί το στεφάνι του Φιλίππου Β, του πατέρα του Μεγάλου Αλέξενδρου αναπαριστούσε αυτή τη δρυ. Άλλα είδη ήταν ο κισσός (Hedera helix), άλλα είδη δρυός (Quercus sp.), μυρτιές (Myrtus communis) κλπ. Η μυρτιά συνδέεται περισσότερο με τους γυναικείους τάφους, ενώ οι δρυς με τους αντρικούς τάφους.

Το ακριβό υλικό της κατασκευής τους αποτελούσε ένδειξη ευμάρειας, κοινωνικής τάξης και αξιωμάτων. Με την αφθονία των πολύτιμων μετάλλων της Μακεδονίας, οι καλλιτέχνες δημιούργησαν κατά τον 4ο αι. π.Χ. εξαιρετικές συνθέσεις σε χρυσό, επιχρυσωμένο χαλκό και σπανιότερα σε άργυρο.

Πληροφορίες από τα στεφάνια

Πολλά από αυτά τα στεφάνια μας δίνουν διάφορες πληροφορίες. Η ποδισκοφόρα δρυ (Quercus robur subsp. pedunculiflora), σήμερα είναι είδος με πολύ περιορισμένη εξάπλωση, αλλά η ύπαρξη στεφανιών που αναπαριστούν το είδος πιθανότατα υποδεικνύουν τη μεγαλύτερη εξάπλωση που είχε στο παρελθόν το είδος! Αυτή η δρυς εξαπλώνεται σε πεδινές περιοχές με αυξημένη εδαφική υγρασία, οι περισσότερες από τις οποίες σήμερα έχουν αποξηρανθεί και έχουν μετατραπεί σε καλλιεργούμενες εκτάσεις.

Τα στεφάνια τα βρίσκουμε στο Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης, το Μουσείο διαθέτει μια από τις μεγαλύτερες συλλογές χρυσών στεφανιών παγκοσμίως, καθώς μετά και τις ανασκαφές των τελευταίων χρόνων στην ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας, ο αριθμός τους ξεπερνά τα 25.

Πηγές – Άρθρα – Πληροφορίες

amth.gr

lifo.gr

academia.edu/

 

 

 

 

naftemporiki.gr