Η Καλάνδρα είναι ένας παραδοσιακός οικισμός στο Δήμο Κασσάνδρας της Χαλκιδικής, χτισμένος σε ελαιόφυτη και πευκόφυτη περιοχή, στα νοτιοδυτικά της χερσονήσου της Κασσάνδρας.

Η εδραίωση του οικισμού της στο σημερινό χώρο, πρέπει να έγινε στα τελευταία Βυζαντινά ή τα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας.

Για την ίδρυση της Καλάνδρας λέγεται ότι…την πρώτη γραπτή μαρτυρία που έχουμε γύρω απ’ τ’ όνομά της είναι το 1318 σε έγγραφο της Μονής Χιλανδαρίου, όπου αναφέρονται σαν κτήματά της αμπέλια του «Καλανδρέου». Εικάζεται ότι το όνομα ανήκε σε Βυζαντινό κτηματία.


Σε άλλο έγγραφο του 1259 αναφέρεται ότι κάποιος απ’ το χωριό Πλασταρά είχε χερσάμπελο στο Ποσείδι. Υπήρχε λοιπόν και άλλο χωριό σύγχρονο με του «Καλανδρέου» και δεν είναι σύμπτωση ότι και στη μία και στην άλλη γραφή αναφέρονται αμπέλια.


Αν πάρουμε σαν σημεία αναφοράς τις δύο πηγές που υδροδοτούσαν τους δύο οικισμούς, τη βρύση της Καλάνδρας απ’ τη μία και το Πηγάδι της Παναγίας απ’ την άλλη, η απόσταση είναι γύρω στο χιλιόμετρο και ανάμεσά τους ο εύφορος κάμπος, πηγή ζωής και για τους δύο οικισμούς.

Το κοντινότερο χωριό πρέπει να ήταν η Σίβηρη που το βρίσκουμε ν’ αναφέρεται σε έγγραφο της Μονής Βατοπεδίου της ίδιας εποχής. Το σύστημα εκμετάλλευσης της γης τότε ήταν σίγουρα μεγαλο-ιδιοκτησιακό. Αναφέρθηκε παραπάνω για την Καλάνδρα ο υποτιθέμενος κτηματίας. Για το Πλασταρά έχουμε μια μεταγενέστερη πληροφορία πάνω σ’ αυτό. Οι Οθωμανοί κατέλαβαν την Κασσάνδρα κοντά στο 1440 απ’ τους Βενετούς που διαδέχτηκαν εδώ τους Βυζαντινούς.

Οι Βενετοί κράτησαν την Κασσάνδρα σαν ναυτική βάση και μετά την πτώση της Θεσσαλονίκης. Μετά την κατάληψη λοιπόν η γη τυπικά περιήλθε στην ιδιοκτησία του Σουλτάνου, που κατά τα έθιμα είχε το δικαίωμα να τη διαθέτει σε αξιωματούχους του κράτους. Έτσι τη γη της Κασσάνδρας την κατέγραφαν σαν Χάσι του εκάστοτε αρχηγού των «λευκών» ευνούχων του Σουλτάνου. Στα τέλη του 16ου αιώνα τη θέση αυτή την κατείχε κάποιος Γκατζαφέρ-Αγάς, ο οποίος αφού ιδιοποιήθηκε την έκτασή της, τα έσοδα τα αφιέρωσε στους άπορους της Μέκκας και της Μεδίνας. Έτσι λοιπόν η Κασσάνδρα έγινε Βακούφι.

Οι κάτοικοι των χωριών σαν ελεύθεροι καλλιεργητές είχαν ελάχιστη έκταση απόλυτα ιδιόκτητη. Το σπίτι τους, ένα αβούλι(μικρό χωράφι-κήπος), ένα αμπέλι κι αυτά κοντά στο χωριό τους. Τις μεγάλες εκτάσεις τις αγόραζαν για χρήση κάποιοι οικονομικά κρατημένοι ή και μοναστήρια απ’ τον Αγά της περιοχής. Το 1598 αναφέρεται σε έγγραφο της Μονής Χιλανδαρίου ότι «Πέθανε άκληρος ο Γεώργιος κρεοπώλης απ’ το χωριό Πλασταρά της Κασσάνδρας και τα κτήματά του ο Γκατζαφέρ- Αγάς τα πουλά στη Μονή Χιλανδαρίου».

Έτσι λοιπόν το Χιλαντάρι έρχεται και σ’ αυτή την περιοχή. Αν και η έδρα του μετοχιού ήταν αλλού, ο οικισμός του Πλασταρά τώρα φαίνεται ότι συνέχισε να υπάρχει.

Σήμερα γέροντες θυμούνται ότι ερείπια υπήρχαν στην τοποθεσία Ξτος τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας. Ξτος στο τοπικό ιδίωμα λέγεται ο Χριστός και το όνομα Χριστόδουλος προφέρεται Ξτόδουλος ή Ξτουδουλής. Στο συγκεκριμένο σημείο σώζεται σήμερα ένα εικονοστάσι μέσα στα βάτα με μια εικόνα της Σταύρωσης.

Μοναδικό απομεινάρι ατόφιο αυτού του οικισμού είναι η Εκκλησία της Παναγίας, που όπως φαίνεται ήταν και ο ενοριακός τους ναός Σήμερα είναι η μοναδική εκκλησία στη Χαλκιδική που έμεινε ανέπαφη απ’ την επανάσταση του 1821 και διασώζει ολόκληρο τον εσωτερικό της διάκοσμο (τοιχογραφίες) που χρονολογείται απ’ το 1619.


Δεν έχουμε μαρτυρία πότε εγκαταλείφτηκε το χωριό του Πλασταρά. Πολύ πιθανό μετά το “Χαλασμό”. Τα δύο μετόχια, των Ιβήρων και του Χιλανδαρίου, αποτελούσαν τους μεγάλους γαιοκτήμονες της περιοχής. Σ’ αυτά δούλευαν πολλοί Καλανδρινοί. Το 1860 περίπου ο παπάς της Καλάνδρας ήταν Χιλανδαρινός, τον έλεγαν παπα-Χρίστο και τον έφερε το Μετόχι. Έμενε ο παπα-Χρίστος στο σπίτι του Γερο-Μαύρου, δίπλα στο σημερινό καφενείο του Μπρίκου.

Το κτίσμα αυτό ήταν Χιλανδαρινό, «μακρυναρίκι» με κρικέλες στους τοίχους. Έδειχνε ότι ήταν στάβλος. Βγαίνει λοιπόν το συμπέρασμα, ότι το Χιλαντάρι είχε καλλιέργειες κοντά στο χωριό και τα χωράφια του σίγουρα ήταν αυτά που αγόρασε απ’ το Γκατζαφέρ-Αγά το 1598.

Είχε επίσης και ένα δίχωρο σπίτι δίπλα στην Παναγία, που πιθανότατα εξυπηρετούσε τους Χιλανταρινούς όταν βρίσκονταν σ’ αυτή τη περιοχή.

Μετά το χαλασμό στην περιοχή έγιναν σημαντικές εκχερσώσεις, έφτιαξαν καινούρια χωράφια οι Καλανδρινοί και πολλά απ’ αυτά ήταν κοντά στο Μετόχι. Για ευκολία λοιπόν των Καλανδρινών αλλά και του Μετοχιού τα αντάλλαξαν τα χωράφια αυτά με Χιλανταρινά, που ήταν κοντά στο χωριό (Χιλανταρινή). Έτσι έφυγε το Μετόχι απ’ του Πλασταρά.

Μετά τον χαλασμό της Κασσάνδρας, όταν γύρισαν οι Καλανδρινοί, ήταν άνοιξη προχωρημένη. Τα ντουβάρια απ’ τα χωματόκτιστα σπίτια τα κάλυπταν οι τσουκνίδες. Ένα πράγμα βρήκαν όρθιο και σταυροκοπιούνταν, ήταν η Παναγία του Πλασταρά.

Όλες κι όλες οι οικογένειες που γύρισαν ήταν καμιά εικοσαριά. Αρκετοί δεν γύρισαν. Χάθηκαν ή τράβηξαν μαζί με άλλους Μακεδόνες κατά την Αταλάντη, όπου το Ελληνικό κράτος γύρω στο 1835 τους παραχώρησε τον τουρκομαχαλά. Εκεί δημιούργησαν τον οικισμό της Νέας Πέλλας με τη συνδρομή του ιδρύματος Βέλιου.

Τον Οκτώβριο του 1830 δημοσιεύθηκε ένα φιρμάνι, που υπαγόρευε την άμεση απελευθέρωση όλων των δούλων, που κρατούσαν οι Μπέηδες και οι τσορμπατζήδες της εποχής.

Ήρθαν όμως Χριστούγεννα και ο Χατζη-Αχμέτ Πασάς της Θεσσαλονίκης αντιμετωπίζοντας τις πιέσεις των Μπέηδων της περιοχής το φιρμάνι αυτό δεν το φανέρωνε. Χρειάστηκαν οι ενέργειες των προξένων να το κάνει γνωστό.

Τις μέρες εκείνες στα χωριά της Κασσάνδρας φάνηκαν κάποιοι δουλέμποροι που έφεραν να πουλήσουν ταλαιπωρημένες υπάρξεις, αυτούς που πήραν τη μέρα της σφαγής. Μέσα σ’ αυτούς ήταν και η παπαδιά της Καλάνδρας.

Ο ανεψιός της ο Νικολής, αυτός που εκείνη τη μέρα της σφαγής έπαιζε έξω απ’ την Εκκλησία, είχε εγκατασταθεί στο χωριό ορφανός από γονείς. Οι δικοί του “χάθηκαν” στα νησιά.

Έφηβος τότε δεν πολυμετρούσε τα πράγματα. Τον πλησίασε ο παππούς του Μητράκου του Δεληγιάννη και τον συμβούλεψε να αγοράσει τη θεία του. Μάλιστα του είπε «παρ’ την. Κρίμα είναι. Έχει και κάνα δύο χωραφάκια». Επειδή όμως δεν του έφταναν τα λεφτά για να την αγοράσει, του έταξε να του δώσει δανεικά και να τα ξεπληρώσει με δουλειά.
Η πληθυσμιακή αυτή πυκνότητα κράτησε μέχρι τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και η μεγάλη αιμορραγία της Αυστραλίας την αποτελείωσε.


αφήγηση του Νίκου Νικολή – Καλανδρινός το 1995 …
τα όμορφα του χωριού…
Ένα χιλ. δυτικά του χωριού, σε μια πανέμορφη τοποθεσία έχοντας θέα όλο τον κάμπο, βρίσκεται η εκκλησία της Παναγίας, που κτίστηκε το 1619. Η εν λόγω εκκλησία παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, διότι στο εσωτερικό της σώζονται τοιχογραφίες που απεικονίζουν τη ζωή και τη σταύρωση του Χριστού.

Η μεγάλη εκκλησία της Καλάνδρας, η “Κοίμηση της Θεοτόκου”, κτίστηκε το 1900 και παρουσιάζει ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον. Είναι βασιλικού ρυθμού και γιορτάζει στις 15 Αυγούστου. Μεγάλη πανήγυρη προς τιμήν της Παναγίας γίνεται στις 23 Αυγούστου.
Προϊόντα της περιοχής είναι το λάδι, το μέλι, τα δημητριακά, το βαμβάκι, το καλαμπόκι.
με τον Φακό της Ζωής Γανίτη…
επιμέλεια κειμένου Μαίρη Στεργίου

Πηγή:kassandra-halkidiki.gr