«Η θρησκευτική μεγαλοπρέπεια της Μεγάλης Εβδομάδος και της Λαμπρής , αν είναι κάτι που συγκινεί την ψυχή κάθε ορθόδοξου χριστιανού, ήταν όμως κάτι, που συγκλόνιζε βαθειά τον υπόδουλο έλληνα. Γιατί το Πάσχα είναι η Μεγάλη γιορτή της Χριστιανοσύνης αλλά και γιατί η Ανάσταση του Χριστού γέμιζε την ψυχή τους με ωραίες ελπίδες για την Ανάσταση του Γένους.

Έτσι και στα Μουδανιά οι μέρες αυτές μένουν αξέχαστες, σ’ όποιον τις έζησε. Κι είναι, νομίζω, οδυνηρά ευχάριστο – δεν πιστεύω να φανή παράξενη η έκφρασις για τους «ελεύθερους ξεριζωμένους» -ν’ αφήσουμε για λίγο τη φαντασία μας να γυρίσει στες αλησμόνητες εκείνες μέρες», γράφει ο Νοσταλγός στους Αντίλαλους από τα Μουδανιά και τα γύρω εκθέτοντας τις προσωπικές του αναμνήσεις.

Όλη η Μεγάλη Σαρακοστή, προ πάντων δε η Μεγάλη Εβδομάδα, περνούσε με αυστηρή νηστεία και θρησκευτική κατάνυξη.

Τη Μεγάλη Τρίτη γέμιζαν οι εκκλησιές από τους Χριστιανούς που πήγαιναν να ακούσουν το τροπάριο της Κασσιανής, το οποίο τα τελευταία προ της καταστροφής χρόνια, απέδιδε, όπως φαίνεται, πολύ όμορφα ο σεβαστός δάσκαλος και καλλίφωνος ιεροψάλτης Γεώργιος Καραγιαννίδης.

Τη Μεγάλη Πέμπτη το πρωί, άρχιζε κυριολεκτικά ο γενικός συναγερμός των Χριστιανών Μουδανιωτών με το βάψιμο των αυγών. Το βράδυ όλοι γέμιζαν τις εκκλησίες για το άκουσμα των Δώδεκα Ευαγγελίων.
Πολλοί ενώ διάβαζε ο παπάς το πρώτο Ευαγγέλιο συνήθιζαν να γράφουν το «Πιστεύω» που το φύλαγαν για φυλαχτό. Κατόρθωμα θεωρούσαν να γράψουν το Σύμβολο της Πίστεως περισσότερες από μια φορές.

Το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής, Μουδανιωτοπούλες στόλιζαν τον Επιτάφιο με άνθη που έφερναν από τα σπίτια τους, οι καμπάνες χτυπούσαν πένθιμα και οι δρόμοι βούιζαν από πλήθη που γυρνούσαν από εκκλησία σε εκκλησία για το προσκύνημα των Επιταφίων.

Τα μεσάνυχτα πάλι οι καμπάνες καλούσαν τους πιστούς για τον επιτάφιο θρήνο κι ο Χατζής έκρουε τις πόρτες των σπιτιών φωνάζοντας στην ιδιαίτερη προσφορά του «και(ρ)ός της εκκ(λ)ησίας». Οι χορωδίες από καιρό προετοίμαζαν τις φωνές τους για να θρηνήσουν όσο γίνεται πιο μελωδικά στο Μεγάλο Νεκρό της ημέρας. Τρεις και τέσσερις χοροί από μαθητές και μαθήτριες, σε κάθε εκκλησία.

Μετά το τέλος του Επιτάφιου Θρήνου, προς τα χαράματα του Σαββάτου γινόταν η περιφορά του Επιταφίου. Μπρος στις πόρτες όλων των χριστιανικών σπιτιών που θα τον περνούσαν έκαιγαν κεριά και θυμιάματα. Καθένας θεωρούσε «ογούρι» να μπη ο Σταυρός στο σπίτι του ή στο μαγαζί του. Ο Σταυρός έβγαινε σε δημοπρασία και όποιος πλειοδοτούσε αυτός τον κρατούσε στην περιφορά του Επιταφίου.

Μετά την επιστροφή στις εκκλησίες, το πρωί του Σαββάτου, ο κόσμος όλος πήγαινε στο νεκροταφείο για να μνημονέψουν τους πεθαμένους.

Λίγο πριν από τα μεσάνυχτα και πάλι οι καμπάνες καλούσαν τον κόσμο στις Εκκλησίες. Η μεγαλύτερη κοσμοπλημμύρα ήτανε στο ναό του Αγίου Γεωργίου, τη Μητρόπολη. Μετά το «Δεύτε λάβετε φως» οι ψαλτάδες και οι παπάδες έβγαιναν από την εκκλησία και ανέβαιναν πάνω στη μεγάλη δεξαμενή (ντεπόζιτο), που ήταν στην άκρη του κήπου της εκκλησίας, ενώ το πλήθος πλημμύριζε την πλατεία κρατώντας κεριά και λαμπάδες.

Όταν δε, ο παπάς άρχιζε να ψάλλει το «Χριστός Ανέστη», από παντού άρχιζαν να πυροβολούν, οι καμπάνες χτυπούσαν χαρμόσυνα, ο κόσμος τσούγκριζε τ’ αυγά του και ευχόταν ο ένας στον άλλον, πολλοί έψαλαν το «Χριστός Ανέστη» και μόνο οι Τούρκοι αστυνόμοι, μέσα στη γενική χαρά βλοσυροί και άγριοι έπιαναν όσους έβλεπαν να πυροβολούν. Όμως η διαταγή αυτή της Αστυνομίας έβγαινε κάθε χρόνο για να παραβιαστεί πανηγυρικά.

Μεγαλοπρεπέστερη ακόμη ήταν η δεύτερη Ανάσταση. Από νωρίς το πρωί της Κυριακής οι νέοι ντυμένοι με τα πασχαλινά τους, μαζευότανε στον αυλόγυρο της εκκλησίας με τα κάθε συστήματος και κάθε εποχής όπλα τους (καραμπίνες, καριοφίλια, σουλτάτα, πολεμικά όπλα, πιστόλια, ρεβόλβερ κ.λ.π) και άρχιζαν τους πυροβολισμούς, ενώ ύστερα από λίγες ώρες μέσα στην εκκλησία έψαλαν τα Ευαγγέλια σε διάφορες γλώσσες.

Ενώ λοιπόν χαλούσε ο κόσμος από το ντουφεκίδι, από την άλλη γωνιά της πλατείας άκουγες μια οχλαγωγή από αγριοφωνές και ξελαρυγγίσματα. Ήταν οι διάφοροι μικροπωλητές, που διαλαλούσαν το εμπόρευμά τους (μαχουλεπιτζήδες, ζαχαροπλάστες, λεμονατζήδες κ.λ.π). Δεχότανε και κόκκινα αυγά, αντί για χρήματα.

Όταν σε λίγο άρχιζε η περιφορά της Αναστάσεως, οι οπλοφορούντες πήγαιναν πρώτοι-πρώτοι απ’ όλους κι απ’ όλους πρώτος, (τα τελευταία πριν την καταστροφή χρόνια) ο Γιώργης Σούλιος, τύπος σωματώδης και ρωμαλέος με πολύ θάρρος και φανατισμό, ο Θωμάς Βαλασιάδης ή και ο γιατρός και Έλληνας υπήκοος Π.Βερέτας.

Όταν η πομπή έφθανε στο Διοικητήριο, γινόταν η τυπική δέηση για το σουλτάνο, ενώ οι Τούρκοι επίσημοι παρακολουθούσαν από τα παράθυρα του Διοικητηρίου. «Ο δαιμονισμένος κρότος της καραμπίνας του Σωτήρη Κουζίνα τάραζε τα νεύρα των Τούρκων επισήμων, αλλά φοβούμενοι, ότι κατασταλτικά μέτρα στην ώρα εκείνη του ενθουσιασμού θα είναι χειρότερα αποτελέσματα, δεν συνελάμβαναν κανέναν και άφηναν τους «γκιαούρ» να ξεθυμάνουν, με την … επιφύλαξη όπως πάντοτε να ξεσπάσουν την επαύριο σ΄ ένα – δυό προεστούς ή δε 2-3 από τους πυροβολούντας».

Από εκεί, η πομπή από το δρόμο της παραλίας έφθανε στην πλατεία του Αδελφάτου του Άη- Γιάννη, όπου συναντούσε την πομπή της Αγίας Θεοδοσίας και ακολουθούσαν νέοι Αναστάσιμοι ψαλμοί, νέοι πυροβολισμοί και αλλαλαγμοί. Στο τέλος οι δύο πομπές επέστρεφαν με τάξη και ευλάβεια στις εκκλησίες τους για να διαλυθούν.
«… Γιόρτασα από τα αξέχαστα εκείνα χρόνια το Πάσχα σε πολλές πολιτείες της ελεύθερης Πατρίδας και του εξωτερικού. Αλλοίμονο! Την συγκίνηση που δοκίμασα στην αγαπημένη μου Πατρίδα, πουθενά αλλού δεν μπόρεσα να νοιώσω.»

Πηγή: Αντίλαλοι από τα Μουδανιά και τα γύρω, Σύνδεσμος Προσφύγων Μουδανιών, 1931.

Γράφει η Ελένη Πασχαλάκη