Διασφάλιση βιωσιμότητας και υγείας, η οποία θα κρίνεται ανά τρίμηνο από το 2019, εξασφάλισαν οι ελληνικές τράπεζες μετά τη διαδικασία των stress tests.

Το “πιστοποιητικό” επιτυχούς εξέτασης που αναμένεται να λάβουν από την ΕΚΤ τούς δίνει άνετο περιθώριο για τους επόμενους δώδεκα μήνες, ώστε να δείξουν αποτελέσματα στο μέτωπο της μείωσης των “κόκκινων” δανείων, αλλά και να απαντήσουν σε άλλες μείζονες προκλήσεις, με κύρια την αύξηση των εσόδων τους. Ο χρόνος φαίνεται ότι θα αρχίσει να μετρά και πάλι αντίστροφα από το β’ εξάμηνο του 2019, όταν, όπως εκτιμούν οι τραπεζίτες, οι επιδόσεις τους στη μείωση των NPEs θα αποτελούν στην πράξη ένα δύσκολο και αυστηρό “τεστ αντοχής”, το οποίο οι τράπεζες θα περνούν ανά τρίμηνο.

Η κεφαλαιακή επάρκεια

Η αίσια έκβαση των stress tests για τις ελληνικές τράπεζες –γνωστή μέχρι στιγμής από διαρροές– αναμένεται να πιστοποιηθεί από την ΕΚΤ επισήμως και με διαβάθμιση/υποσημειώσεις ανά τράπεζα, εκτός απροόπτου, το ερχόμενο Σάββατο, 5 Μαΐου. Σημειώνεται ότι το stress test για τις ελληνικές τράπεζες επιμελήθηκε η Γενική Διεύθυνση ΙΙΙ (αρμόδια για τις μη συστημικές τράπεζες της Ευρωζώνης) της ΕΚΤ, ενώ το αποτέλεσμά του θα οριστικοποιηθεί με απόφαση του Εποπτικού Συμβουλίου της ΕΚΤ.

Οι ανακοινώσεις της 5ης Μαΐου θα παρουσιάσουν τις επιδόσεις της κάθε τράπεζας στο βασικό και στο δυσμενές σενάριο, στη βάση των παραδοχών που έθεσε για τα stress tests η Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή (EBA). Όπως έχει γράψει το Capital.gr, τα φετινά stress tests δεν όρισαν πήχη επιτυχίας για τις τράπεζες, αφήνοντας στο Εποπτικό Συμβούλιο (Supervisory Board) της Τραπεζικής Εποπτείας της ΕΚΤ να κρίνει κατά περίπτωση την ανάγκη κεφαλαιακής ενίσχυσης. Αυτό ισχύει για όλες τις ευρωπαϊκές τράπεζες που θα περάσουν από το τεστ αντοχής και οι οποίες, εφόσον αναδειχθούν με υστέρηση κεφαλαίων, θα πρέπει να καταρτίσουν σχέδιο κεφαλαιακής αναδιάρθρωσης εντός δύο εβδομάδων και να καλύψουν τις νέες κεφαλαιακές ανάγκες με ιδιωτικά κεφάλαια εντός μερικών μηνών.

Για τις ελληνικές τράπεζες προκύπτει από τις μέχρι στιγμής διαρροές ότι δεν θα αναδειχθούν κεφαλαιακές ανάγκες. Οι πληροφορίες του Capital,gr αναφέρουν ότι, σε περίπτωση που ο SSM κρίνει πως κάποια τράπεζα χρειάζεται να ενισχύσει τον δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας, θα ζητήσει πλάνο κεφαλαιακής ενίσχυσης, δίνοντας περιθώριο 9-12 μηνών για την υλοποίησή του. Το κεφαλαιακό αυτό πλάνο δεν θα συνιστά υποχρέωση για αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, ούτε θα την προβλέπει ως προαιρετική επιλογή μονόδρομο. Αντιθέτως, οι πληροφορίες αναφέρουν ότι τα μέσα κεφαλαιακής ενίσχυσης θα μπορούν να είναι η περαιτέρω μείωση ενεργητικού με πρόσθετες πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων, θυγατρικών και δανειακών χαρτοφυλακίων, καθώς και η έκδοση υβριδικού ομολόγου.

Το γεγονός ότι καμία από τις ελληνικές τράπεζες δεν θα υποχρεωθεί σε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, όπως επίσης το ότι αποφεύγεται ο κίνδυνος νέου dilution για τους μετόχους, αντιμετωπίζεται από τις τράπεζες με βαθιά ανακούφιση, αλλά όχι με εφησυχασμό. Μπορεί ο κατώτατος δείκτης κεφαλαιακής τους επάρκειας στο δυσμενές σενάριο να διαμορφώνεται άνω του 5,50% (ελάχιστο όριο που είχε τεθεί για τον δείκτη στα stress tests του 2015, αλλά που φέτος δεν έχει συγκρίσιμη βάση, αφού το stress test δεν είχε χαρακτήρα “pass or fail”), ωστόσο η ακριβής “στάθμη” κεφαλαιακής επάρκειας αναμένεται να προκύψει προς τα τέλη του τρέχοντος έτους, από τη Διαδικασία Εποπτικής Επανεξέτασης και Αξιολόγησης (έλεγχος SREP).

Στην παρούσα φάση, ο κατώτατος απαιτούμενος δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας για τις ελληνικές τράπεζες κινείται σε περίπου 13% (12,875%), έναντι του γενικά οριζόμενου 8%. Πρόκειται για μια διαφορά επιπλέον αναγκαίων κεφαλαίων που προκύπτει από το μεγάλο πρόβλημα των “κόκκινων” δανείων του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Σημειώνεται ότι ο κατώτατος δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας με το δυσμενές σενάριο του stress test αναμένεται, σύμφωνα με τις πληροφορίες, να κυμανθεί από 5,8% μέχρι 10%.

Σε κάθε περίπτωση, ο “πραγματικός” ελάχιστος απαιτούμενος δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας θα αναδειχθεί στο τέλος του έτους. Αναδεικνύοντας, παράλληλα, την ανάγκη για όλες τις ελληνικές τράπεζες να εξετάσουν και να προχωρήσουν στην ενίσχυση – διαμόρφωση μιας κεφαλαιακής δομής και παθητικού, αντίστοιχη με των άλλων ευρωπαϊκών τραπεζών. Αυτό, ανεξαρτήτως ανάγκης κεφαλαίων από το αποτέλεσμα του stress test, θα οδηγήσει όλες τις τράπεζες σε εκδόσεις ομολόγων, σε συνάρτηση, βεβαίως, με την ευχέρεια δανεισμού από τις αγορές που θα τους παράσχει η πορεία των εκδόσεων και των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων.

Το “βαρόμετρο” των NPLs

Το ισχυρότερο “βαρόμετρο” κεφαλαιακής επάρκειας για τις ελληνικές τράπεζες θα είναι οι επιδόσεις τους στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων.

Μέχρι τα μέσα του επόμενου έτους το θετικό αποτέλεσμα των stress tests τούς δίνει περιθώριο να κινηθούν απερίσπαστες δραστικότερα για τη μείωση των NPEs. Στόχος για το τέλος του 2018 είναι οι δείκτες για τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα και μη εξυπηρετούμενα δάνεια να έχουν μειωθεί στο 43,1% και 27,5%, αντίστοιχα (από 50,6% και 36,1% τον Ιούνιο 2017), ώστε να υποχωρήσουν περαιτέρω στο 35,2% και 21,1% το 2019. Παρά τη θεαματική πτώση που αναμένεται να επιτευχθεί, ο στόχος του μέσου ευρωπαϊκού όρου (4,5% τώρα) θα είναι ακόμα μακρινός και οι ελληνικές τράπεζες θα χρειαστούν τουλάχιστον μία τριετία, υπό τις καλύτερες προϋποθέσεις, για να κατεβάσουν τις επισφάλειές τους στο 5%-6% των συνολικών χορηγήσεων.

Κρίνοντας από τις προηγούμενες διεργασίες που καθόρισαν το πλάνο στοχοθεσίας των ελληνικών τραπεζών για την περίοδο 2017-2019, συνάγεται ότι στις αρχές του επόμενου έτους αυτές θα μπουν σε συζητήσεις με τον SSM για τους στόχους μετά το 2019, ώστε αυτοί να “επισημοποιηθούν” τον Σεπτέμβριο. Με τη λήξη του α’ εξαμήνου 2019 να έχει δείξει το πού πηγαίνουν οι τράπεζες με τα NPLs, ο Σεπτέμβριος του 2019 θα είναι η αφετηρία για stress test ανά τρίμηνο, με άμεσες επιπτώσεις για τις τράπεζες.

πηγή: capital.gr