Τα αποτελέσματα της μελέτης DIETFITS (Diet Intervention Examining the Factors Interacting with Treatment Success – Διατροφική Παρέμβαση για την Εξέταση των Παραγόντων που Αλληλεπιδρούν με την Επιτυχία της Θεραπείας) που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στην επιθεώρηση Harvard Health Publishing, της Ιατρικής Σχολής του Χάρβαρντ, προκάλεσαν πολλή συζήτηση. Το βασικό συμπέρασμα που αναδείχτηκε ήταν πως και οι δύο δίαιτες που μελετήθηκαν -με χαμηλά λιπαρά και με χαμηλούς υδατάνθρακες- είχαν τελικά τα ίδια αποτελέσματα σε όλα τα καταληκτικά σημεία της μελέτης, από την απώλεια βάρους μέχρι τη μείωση του σακχάρου και της χοληστερόλης στο αίμα.

Το πιο ενδιαφέρον όμως είναι πώς οι δύο αυτές δίαιτες είναι τελικά παρόμοιες. Οι συγγραφείς της μελέτης ήθελαν να συγκρίνουν δίαιτες με χαμηλά λιπαρά και με χαμηλούς υδατάνθρακες, ήθελαν όμως επίσης να μελετήσουν το γενετικό και σωματικό υπόβαθρο που θεωρητικά θα μπορούσε να επηρεάζει το πόσο αποτελεσματικός θα ήταν ο κάθε τύπος δίαιτας για τον καθένα. Προηγούμενες μελέτες είχαν δείξει πως μια διαφορά σε μια συγκεκριμένη γενετική ακολουθία θα μπορούσε να σημαίνει πως ορισμένοι άνθρωποι θα έβλεπαν καλύτερα αποτελέσματα με μια δίαιτα χαμηλών λιπαρών. Άλλες μελέτες είχαν δείξει πως η ευαισθησία στην ινσουλίνη θα μπορούσε να σημαίνει πως ορισμένοι άνθρωποι θα τα πήγαιναν καλύτερα με μια δίαιτα χαμηλή σε υδατάνθρακες.

Η αποκάλυψη της DIETFITS για την απώλεια βάρους

Η μελέτη ξεκίνησε με 609 σχετικά υγιείς παχύσαρκους ή υπέρβαρους ανθρώπους στους οποίους στην πορεία της μελέτης ζητήθηκε να περιορίσουν η μία ομάδα τη συνολική πρόσληψη υδατανθράκων και η άλλη ομάδα τη συνολική πρόσληψη λιπαρών στα 20 γραμμάρια τη μέρα, μια πολύ περιοριστική ποσότητα. Πρόκειται για ένα διατροφικό περιορισμό που είναι αδύνατο να εφαρμοστεί μακροπρόθεσμα και, όπως έδειξε η μελέτη, αχρείαστο. Μετά από 8 εβδομάδες, ζητήθηκε από τους συμμετέχοντες να προσθέσουν στη διατροφή τους λιπαρά και υδατάνθρακες σε ποσότητες που θα θεωρούσαν οι ίδιοι ότι θα μπορούσαν να κρατήσουν σε όλη τους τη ζωή. Επιπλέον, και οι δύο ομάδες έλαβαν οδηγία να τρώνε όσο το δυνατό περισσότερα λαχανικά επιλέγουν υψηλής ποιότητας, θρεπτικές φυσικές τροφές και να περιορίσουν οτιδήποτε επεξεργασμένο προετοιμάζουν το φαγητό τους στο σπίτι αποφεύγουν τα trans λιπαρά, τα πρόσθετα σάκχαρα και τους επεξεργασμένους υδατάνθρακες όπως το αλεύρι.

Στους συμμετέχοντες δεν ζητήθηκε να μετράνε θερμίδες. Στην πορεία ενός έτους, και οι δύο ομάδες παρακολούθησαν 22 συνεδρίες που ενίσχυαν και εξηγούσαν τις παραπάνω απλές διατροφικές οδηγίες και όλοι οι συμμετέχοντες είχαν πρόσβαση σε ειδικούς που τους καθοδηγούσαν σε στρατηγικές συμπεριφορική αλλαγής όπως συναισθηματική εγρήγορση, θέσπιση στόχων, ανάπτυξη της δύναμης της θέλησης και χρήση κοινωνικών δικτύων υποστήριξης με στόχο να αποφύγουν να επιστρέψουν ξανά σε ανθυγιεινές διατροφικές συνήθειες. Τέλος, οι ερευνητές ενθάρρυναν τους συμμετέχοντες και στις δύο διατροφικές ομάδες να ακολουθήσουν τις επίσημες συστάσεις φυσικής δραστηριότητας στις ΗΠΑ “150 λεπτά μέτριας έντασης αεροβική φυσική δραστηριότητα την εβδομάδα”.

Δύο διαφορετικές δίαιτες που τελικά δεν είναι τόσο διαφορετικές

Ουσιαστικά, οι διαφορές ανάμεσα στις ομάδες ήταν ελάχιστες. Μειώνοντας οι συμμετέχοντες αντίστοιχα τα λιπαρά και τους υδατάνθρακες, κατέληξαν και οι δύο ομάδες να προσλαμβάνουν τελικά 500-600 θερμίδες λιγότερες τη μέρα και στον ένα χρόνο όλοι έχασαν το ίδιο βάρος (5,4 κιλά). Επιπλέον, το γενετικό και οργανικό τους υπόβαθρο επίσης δεν φαίνεται να έπαιξε κάποιο ρόλο. Η μόνη μέτρηση που ήταν διαφορετική ήταν η LDL (“κακή” χοληστερόλη) που ήταν σημαντικά χαμηλότερη στην ομάδα των χαμηλών λιπαρών και η HDL (“καλή” χοληστερόλη) που ήταν σημαντικά υψηλότερη στην ομάδα των χαμηλών υδατανθράκων.

Το συμπέρασμα

Η μελέτη αυτή θα μπορούσε κάλλιστα να αποκαλείται μελέτη βιώσιμης υγιεινής αλλαγής τρόπου ζωής. Αυτό που φάνηκε είναι πως η καλύτερη δίαιτα είναι αυτή που μπορούμε να διατηρήσουμε για όλη μας τη ζωή και αποτελεί μόνο το ένα κομμάτι του υγιεινού τρόπου ζωής. Εάν καταφέρουμε να υιοθετήσουμε τις βασικές οδηγίες των ερευνητών αναφορικά με τη διατροφή και την άσκηση, θα μπορούσε ο καθένας να έχει ένα πιο υγιές βάρος και καλύτερους δείκτες υγείας χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια και αυστηρούς διατροφικούς περιορισμούς.