Εως και 40.000 άνθρωποι διασχίζουν καθημερινά τη γέφυρα που ενώνει τη Βενεζουέλα με την Κολομβία, πολλοί για να αγοράσουν τα απαραίτητα για την επιβίωσή τους και άλλοι για να εγκαταλείψουν για πάντα την πατρίδα τους.

Έξω από το εστιατόριο Mundipollo της πόλης Κούκουτα στην Κολομβία, δίπλα στα σύνορα με τη Βενεζουέλα, η ουρά αρχίζει να σχηματίζεται από τις πρώτες πρωινές ώρες. Αυτοί που περιμένουν, όμως, δεν είναι πελάτες αλλά απελπισμένοι άνθρωποι στους οποίους προσφέρονται τα αποφάγια της προηγούμενης βραδιάς, μισοφαγωμένες τηγανητές φτερούγες κοτόπουλου.

Στην πλατεία Σιμόν Μπολίβαρ, ο έφιππος ελευθερωτής της Νότιας Αμερικής κοιτάει τους σύγχρονους Βενεζουελάνους να καταρρέουν από την πείνα, χάρη σε μια επανάσταση που έγινε στο όνομά του. Στο Παρκ Σανταντέρ, μια άλλη πλατεία της Κούκουτα, ο κύριος Αριστείδης στέκεται όρθιος έχοντας κρεμασμένη στον λαιμό του μια πινακίδα πάνω στην οποία είναι γραμμένη η φράση «Αγοράζονται μαλλιά». Γυναικών, κατά κύριο λόγο, με τις ενδιαφερόμενες να κατευθύνονται, μετά από την απαραίτητη συνεννόηση, σε ένα παράνομο κομμωτήριο στον δεύτερο όροφο ενός εμπορικού κέντρου. Εξέρχονται δακρυσμένες – σημειώνει ο ανταποκριτής της Corriere della Sera Ρόκο Κοτρονέο – έχοντας βάλει στην τσέπη τους είκοσι, τριάντα, το πολύ, ευρώ. Πράγμα που σημαίνει ότι δεν θα αναγκαστούν να εκπορνευτούν.

Βενεζουελάνοι αφήνουν πίσω την πατρίδα τους και φτάνουν στην Κολομβία

Πριν από μερικά χρόνια η Κούκουτα ήταν γνωστή μόνο για τους σεισμούς και την εντυπωσιακή τροπική βλάστησή της. Σήμερα, όμως, έχει μετατραπεί σε ένα κέντρο διερχομένων. Τουλάχιστον ένα εκατομμύριο, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, είναι οι πολίτες της Βενεζουέλας που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους με προορισμό την όμορη Κολομβία, πληρώνοντας το βαρύ τίμημα του τσαβισμού, όπως τον ερμηνεύει και τον εφαρμόζει ο Νικολάς Μαδούρο, τρία εκατομμύρια οι ξενιτεμένοι, στο σύνολό τους, ανά την υφήλιο. Στη χώρα με τα μεγαλύτερα αποθέματα πετρελαίου στον κόσμο εκτυλίσσεται εδώ και χρόνια, πλέον, η πιο σοβαρή ανθρωπιστική κρίση που έχει ξεσπάσει τις τελευταίες δεκαετίες στη Δύση.

Έως και 40 χιλιάδες άνθρωποι διασχίζουν καθημερινά τη γέφυρα που ενώνει τις δύο χώρες, πολλοί για να αγοράσουν τα απαραίτητα για την επιβίωσή τους και κάποιοι για να εγκαταλείψουν για πάντα την πατρίδα τους. Τις τελευταίες ημέρες, όμως, ο αριθμός αυτός αυξήθηκε και επειδή η Κυριακή 20 Μαΐου στη Βενεζουέλα είναι ημέρα εκλογών, προεδρικών μάλιστα, έπειτα από σχετική εντολή του Καράκας το πέρασμα προς την Κολομβία έκλεισε το πρωί της Παρασκευής και αναμένεται να ανοίξει ξανά μετά την ολοκλήρωση της εκλογικής παρωδίας. Παρωδίας γιατί τα κύρια κόμματα της αντιπολίτευσης κάλεσαν τους ψηφοφόρους τους να μποϊκοτάρουν την αναμέτρηση, χαρακτηρίζοντας «ανδρείκελο» τον Χένρι Φαλκόν, τον κύριο, κατ’επίφαση, αντίπαλο του Νικολάς Μαδούρο.

Ελεγχος διαβατηρίων στα σύνορα

Από την άλλη πλευρά των συνόρων, αυτοί που υποδέχονται τους πρόσφυγες είναι πρωτίστως εκείνοι που επωφελούνται από τη δυστυχία τους, προσφερόμενοι, έναντι υψηλού αντιτίμου, φυσικά, να τους μεταφέρουν προς τις πόλεις της Κολομβίας, αλλά και πιο μακριά, στο Περού, το Εκουαδόρ έως το Μπουένος Άιρες και το Σαντιάγκο, να αγοράσουν όσο όσο τα χρήματά τους, να τους προσλάβουν ώστε να τους εκμεταλλευτούν.

Ταυτόχρονα, όμως, υπάρχουν και κάποιοι που δείχνουν ένα στοιχειώδες ενδιαφέρον για τους συνανθρώπους τους, όπως οι εργαζόμενοι και οι εθελοντές που απασχολούνται στα κέντρα υποδοχής που έστησε η κολομβιανή κυβέρνηση με την αρωγή του ΟΗΕ και θρησκευτικών οργανώσεων. «Η Κολομβία δεν υπήρξε ποτέ χώρα μεταναστών, δεν ήμασταν έτοιμοι για αυτό, αλλά τώρα η κατάσταση έχει βελτιωθεί σημαντικά», παραδέχτηκε, μιλώντας στον δημοσιογράφο της ιταλικής εφημερίδας, ανώτερος κολομβιανός αξιωματούχος.

Σε μια τρίτη πλατεία του κέντρου της Κούκουτα, η ουρά των Βενεζουελάνων που στέκονται όρθιοι κάτω από τον ήλιο, εκτείνεται σε περισσότερα από τρία οικοδομικά τετράγωνα. Αυτοί δεν περιμένουν να φάνε αλλά να πάρουν τα όσα χρήματα κατάφεραν να τους στείλουν από το εξωτερικό συγγενείς και φίλοι. Η κυρία που μοιράζει τα νούμερα στους συγκεντρωμένους φοράει μια χειρουργική μάσκα. Καλού κακού. Γιατί κανείς δεν γνωρίζει εάν όλα όσα λέγονται για τη μετάδοση ασθενειών από τους Βενεζουελάνους είναι μόνο φήμες. Πάντως τόσο οι Κολομβιανοί όσο και οι Βραζιλιάνοι δείχνουν να ανησυχούν και παίρνουν τα μέτρα τους καθώς στη Βενεζουέλα καταρρέει και το σύστημα υγείας.

Για να σχηματίσει κάποιος μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα για την κατάσταση που επικρατεί στη Βενεζουέλα, θα πρέπει να ακολουθήσει πορεία αντίθετη από εκείνη της λαοθάλασσας που συρρέει καθημερινά στην Κολομβία, να διασχίσει με τα πόδια (υποχρεωτικά τα τελευταία χρόνια) τη γέφυρα που ενώνει τις δύο χώρες και μετά να πάρει ένα ταξί και να φτάσει, έπειτα από περίπου μια ώρα, στο κεντρικό νοσοκομείο του Σαν Κριστόμπαλ, μία από τις πρώτες πόλεις όπου εξεγέρθηκαν οι φοιτητές τον Φεβρουάριο του 2014. Το τίμημα, όμως, ήταν αιματηρό με δεκάδες νεκρούς και τον δήμαρχο Ντάνιελ Θεβάγιος να βρίσκεται σήμερα, έπειτα από τέσσερα χρόνια που τελούσε υπό κράτηση, σε κάποιο από τα κελιά των μυστικών υπηρεσιών του Μαδούρο στο Καράκας.

Μια γιατρός του νοσοκομείου επισήμανε ότι το 70% των νοσοκόμων και των γιατρών εξαφανίστηκαν μέσα σε διάστημα έξι μηνών και πως η δημόσια υγεία στο Σαν Κριστόμπαλ δεν υπάρχει πια. Με τον πληθωρισμό να περιορίζει τους μισθούς στο αντίστοιχο ελαχίστων δολαρίων τον μήνα πολλοί ήταν εκείνοι που αναγκάστηκαν είτε να φύγουν είτε να ενταχθούν στην αλυσίδα της παραοικονομίας, ώστε να μπορέσουν να επιβιώσουν. Πάντως η γιατρός πρόσθεσε πως «ακόμα και εάν επέστρεφαν όλοι, τα μισά από τα μηχανήματα έχουν εξαφανιστεί». Όσον αφορά τις εκλογές της Κυριακής, «ακόμα και ο Ιησούς Χριστός να ήταν υποψήφιος, ο Μαδούρο θα νικούσε ξανά», υποστήριξε στον βρετανικό Guardian ο Κάρλος Γκονζάλες, επικεφαλής μιας επιχειρηματικής ένωσης και πολέμιος της κυβέρνησης.

πηγή: protagon.gr