Ο Μακεδονικός Αγώνας ήταν μια από τις σημαντικότερες σελίδες της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Έλαβε χώρα στη Μακεδονία, κυρίως από το 1903 ως το 1908. Αιτία του Μακεδονικού Αγώνα ήταν  η άμεση απειλή να χαθεί αυτός ο χώρος για την Ελλάδα και να περιέλθει στη Βουλγαρία, η οποία είχε εξαπολύσει στο μακεδονικό χώρο μια άνευ προηγουμένου πολυμέτωπη επίθεση σε βάρος του ελληνικού στοιχείου. Στην επίθεση αυτή οι Βούλγαροι, με ειρηνικά μέσα αρχικά, αλλά στη συνέχεια με ολοένα αυξανόμενη βία, επιχειρούσαν να τρομοκρατήσουν τους Έλληνες, να εξαλείψουν την ελληνική παιδεία και συνείδηση και να επιβάλουν   στον πληθυσμό συνείδηση βουλγαρική.

Στην πραγματικότητα η αντιπαλότητα και, εν συνεχεία, εχθρότητα, άρχισε από το 1870, όταν ιδρύθηκε η βουλγαρική Εξαρχία και η βουλγαρική εκκλησία αποσπάστηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Χρονικά, η περίοδος αυτή συνέπεσε με την εμφάνιση, τόσο στη Βουλγαρία, όσο και σε ολόκληρη τη Βαλκανική, εθνικιστικών κινημάτων και σύντομα  ταυτίστηκαν οι έννοιες Βούλγαρος και Εξαρχικός. Κατ’ αντιστοιχία, ταυτίστηκαν οι έννοιες Έλληνας και Πατριαρχικός.

Τον βουλγαρικό εθνικισμό ενέτεινε η διαβόητη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, η οποία υπογράφηκε το 1878 μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας, και δημιουργούσε τη Μεγάλη Βουλγαρία, σε βάρος κυρίως των ελληνικών εδαφών της Μακεδονίας και της Θράκης. Και, παρ’ όλον ότι η συνθήκη αυτή καταργήθηκε πριν καν ισχύσει, ωστόσο αποτέλεσε για τους Βουλγάρους εθνικό όραμα για τις επόμενες δεκαετίες.

Όλα αυτά βέβαια συνέβαιναν ενώ και οι δύο λαοί, Έλληνες και Βούλγαροι, βιούσαν υπό τη σκληρή εξουσία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, η οποία ωστόσο διήγε φάση εμφανούς κάμψης και παρακμής και ήταν φανερό ότι, αργά ή γρήγορα, θα αναγκαζόταν να εγκαταλείψει το χώρο των Βαλκανίων.

Έτσι κάθε εθνότητα, ιδιαίτερα η βουλγαρική, επιχειρούσε να καταλάβει το κενό εξουσίας που θα προέκυπτε. Εν όψει αυτού του πολύ πιθανού ενδεχομένου, ο βουλγαρικός εθνικισμός ξεκίνησε, με την είσοδο του 20ού αιώνα, συντονισμένη προσπάθεια να εμφανίσει  τη Μακεδονία ως χώρο όπου κυριαρχούσαν οι Εξαρχικοί – Βούλγαροι. Στην αρχή η προσπάθεια αυτή πήρε τη μορφή ανάπτυξης βουλγαρικών σχολείων και εξαρχικών εκκλησιών, όμως, επειδή υπήρξε αντίδραση του ελληνικού στοιχείου, ιδιαίτερα των δασκάλων, ιερέων και λοιπών Ελλήνων πατριωτών, οι Βούλγαροι, οργανωμένοι σε οργανώσεις (κομιτάτα), άρχισαν καταπιέσεις και διωγμούς, προσπαθώντας με την πειθώ, αλλά κυρίως με τη βία να πετύχουν το σκοπό τους.

Αυτή η αντίδραση των Ελλήνων, σύντομα πήρε τη μορφή ένοπλης αντίστασης κατά της ένοπλης βουλγαρικής βίας. Και αυτοί οι ένοπλοι Έλληνες έμειναν στην ιστορία ως «Μακεδονομάχοι» και ο αγώνας τους ως «Μακεδονικός Αγώνας». Αυτός ο αγώνας στην αρχή στηρίχτηκε στους γηγενείς Μακεδόνες, όμως γρήγορα φάνηκε ότι ήταν αναγκαία η βοήθεια από την ελεύθερη Ελλάδα, όχι μόνο σε οργάνωση και εφόδια, αλλά κυρίως σε εθελοντές μαχητές, εφόσον μάλιστα οι Βούλγαροι είχαν συνεχή ανάλογη στήριξη από το όμορο κράτος της Βουλγαρίας.

Από τους πολλούς εθελοντές Μακεδονομάχους, τους εκτός Μακεδονίας, το μεγαλύτερο μέρος, πάνω από 50%, προέρχονταν από την Κρήτη. Ίσως αυτό να φαίνεται ως ιστορικό παράδοξο, εφόσον η Κρήτη είναι το πλέον απομακρυσμένο από τη Μακεδονία ελληνικό έδαφος. Όμως,  αυτό το φαινόμενο, έχει την εξήγησή του, όχι μόνο από την ιδιαίτερη σχέση της Κρήτης με την Μακεδονία, από τα χρόνια ακόμη του Μ. Αλεξάνδρου, αλλά και από το γεγονός ότι στην Κρήτη, με το τέλος του 19ου αιώνα, με τη δημιουργία της Αυτόνομης Κρητικής Πολιτείας και την οριστική αποχώρηση του τουρκικού στρατού από την Κρήτη, βρίσκονταν πλήθος Κρήτες αγωνιστές των πολλών επαναστάσεων της Κρήτης, σε πολεμική «σχόλη». Πολλοί απ’ αυτούς θεώρησαν πως η Μακεδονία που κινδύνευε από τους Βουλγάρους, ήταν μια μακρινή Κρήτη που ζητούσε βοήθεια. Και έτρεξαν, σε αλλεπάλληλα τμήματα, να αγωνιστούν στη Μακεδονία.

Σχετικά με το θέμα αυτό, ο Μακεδονομάχος και αργότερα υπουργός του Ελ. Βενιζέλου Γ. Μόδης, καταγόμενος από το Μοναστήρι, γράφει: «Πώς βρέθηκαν από τα κρητικά βουνά στην απόμερη αυτή μακεδονική γωνιά, που μόνο ακουστά την είχαν, τόσοι πολλοί Κρητικοί, είναι από τα θαυμαστά της ελληνικής ψυχής. ‘Εμαθαν ότι ζητούσαν παλικάρια πρόθυμα να παίξουν τη ζωή τους σ’ έναν εθνικό σκοπό και έτρεξαν για τη σωτηρία των αδελφών Μακεδόνων, και ολόκληρος η Κρήτη είχε μεταβληθεί σε στρατόπεδο του Μακεδονικού Αγώνα».

Κι ένας άλλος ονομαστός Κρητικός Μακεδονομάχος, ο Παύλος Γύπαρης, δίνει μια άλλη σημαντική εξήγηση, γράφοντας:
«Αχ, όποιος έζησε σκληρά, σ’ αγέρα σκλαβωμένο,
κι έφαγε μ’ αίμα το ψωμί και δάκρυα ζυμωμένο,
όποιος της μαύρης γης σκλαβιάς δοκίμασε τον πόνο,
σκλαβιά και πόνος τι θα πει, εκείνος ξέρει μόνο…»   

Άλλωστε, από το 1902, όταν ο Γερμανός Καραβαγγέλης ζητούσε από τον Π. Μελά να του στείλει ενόπλους, « Στείλε μου πενήντα άντρες. Πενήντα όμως Κρητικούς, να ενωθούν με τους αγέρωχους καπεταναίους Στρεμπενιώτη και Κώττα, για ν’ αντιμετωπίσουν τις βουλγαρικές ορδές», ο Π. Μελάς του έστειλε τους πρώτους 11 αγωνιστές, με επιστολή (Ιούνιος 1903) που έλεγε:

“Οι ένδεκα Κρήτες ους σας στέλλομεν, είναι τέλειοι τύποι πολεμιστών, γενναίοι, ευφυείς, τολμηροί, αποφασιστικοί, φιλόδοξοι και έχοντες ανεπτυγμένον το εθνικόν αίσθημα, είμαι βέβαιος ότι θα ενισχύσωσι καταπληκτικώς τον αγώνα σας”

Αυτή την ομάδα συγκρότησε ο τότε ανθυπολοχαγός του ελληνικού στρατού,  Γ. Τσόντος, ο οποίος αργότερα, διαδέχεται στην αρχηγία του αγώνα τον Π. Μελά, μετά τον θάνατό του στη Στάτιστα, στις 13 Οκτωβρίου 1904. Από την ομάδα αυτή προέκυψε και ο πρώτος, μη Μακεδόνας, νεκρός του Μακ. Αγώνα, ο Γ. Σεϊμένης.

Έκτοτε, πολλοί Κρήτες πρωταγωνίστησαν στον αγώνα αυτό: Οι μετά την Π. Μελά Γεν. Αρχηγοί ήταν ο Γ. Τσόντος (από το Ασκύφου Σφακίων) και ο Γ. Κατεχάκης (από την Πόμπια Ηρακλείου), ενώ από τους 3.000 εθελοντές, μη Μακεδόνες, Μακεδονομάχους, οι μισοί ήταν Κρητικοί, και από τους 2.000 νεκρούς του αγώνα, οι 700 ήταν Κρητικοί!

Τα σημαντικότερα ονόματα των επιφανών Κρητών Μακεδονομάχων, σώζονται στο δημοτικό τραγούδι που, μεταξύ άλλων, λέει:

«Ελάτε σεις, ηρωικοί της Κρήτης πολεμάρχοι,
τσ’ Ηπείρου οι σταυραετοί και Μακεδονομάχοι.
Ρούβα* και Βάρδα* και Κλειδή και ΄Θύμιε Καούδη,
Κατσίγαρη και Πούλακα, Σκουντρή και Νικολούδη
και Καραβίτη και Μακρή, Σκαλίδη, Μαυρογένη,
Μπολάνη και Καλογερή, Γαλάνη, Σεϊμένη…
ψυχές μεγάλες με τιμή, σ’ αγώνες αγιασμένες,
τση Μάνας Κρήτης οι γενιές, οι χιλιοδοξασμένες…»

(*Ρούβας: ψευδώνυμο του Γ. Κατεχάκη -*Βάρδας: ψευδώνυμο του Γ. Τσόντου)
…………………………………………………

Συμπερασματικά, η εθελοντική συμμετοχή των Κρητών Μακεδονομάχων, υπήρξε αποφασιστικής σημασίας για την επιτυχή τελικά έκβαση του Μακεδονικού Αγώνα. Και αργότερα, οι ίδιοι αυτοί εθελοντές αγωνιστές, μαζί με τους λοιπούς Μακεδονομάχους, αποτέλεσαν, με την έναρξη των Βαλκανικών Πολέμων, τα τμήματα των «Προσκόπων», τα οποία βοήθησαν σημαντικά στην επιτυχή, για τα ελληνικά όπλα, έκβαση των απελευθερωτικών πολέμων του 1912 -1913.

(δημοσιεύτηκε σε περιοδικό της Θεσσαλονίκης και σε εφημερίδα της Κρήτης)

…………………………………………………………………………………………………

Θέλω να προσθέσω σήμερα, (10 Οκτωβρίου 2018), μόνο ένα μικρό δημοτικό τραγούδι, καταγραμμένο στην Ορμύλια Χαλκιδικής, από τον δάσκαλο –ποιητή Νίκο Βασιλάκη, και περιλαμβάνεται στη συλλογή του «ΔΗΜΟΤΙΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ», σελ. 101 (εκδόσεις Διαγωνίου), με τίτλο: ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΑΓΩΝΑ.

Από τον Μακεδονικό Αγώνα

«Απορώ, Μακεδονία, πώς βαστάς υπομονή,
για να βλέπεις τα παιδιά σου νύχτα – μέρα στη σφαγή».
«Τι να κάνω, η καημένη, που ’μαι αλυσοδετή
και δεν είμαι ελευθέρα για να σύρω το σπαθί».
«Μπρος, εμπρός, Μακεδονία, όλοι τώρα στο κλαδί,
για να γίνεις ελευθέρα, να φοράς γυμνό σπαθί.
Μη θαρρείς, Μακεδονία, ότι είσαι μοναχή,
τρεις χιλιάδες Κρητικάκια έρχονται για βοηθοί».

———————————————-

Είναι αξιοσημείωτο ότι η λαϊκή μούσα, σ’ ένα χωριό της Μακεδονικής (Χαλκιδικιώτικης) επαρχίας, δημιούργησε και πέρασε στη συλλογική λαϊκή μνήμη την αναφορά ότι «τρεις χιλιάδες Κρητικάκια έρχονται για βοηθοί»! Είναι αυτό η καλύτερη αναγνώριση της σημαντικής βοήθειας της Κρήτης στον σπουδαίο Μακεδονικόν Αγώνα!

Δημοσιοποιείται ως αφιέρωμα για τον μεθαυριανό εορτασμό του Μακεδονικού Αγώνα
Γ. Ι. Ζωγραφάκης, 10 Οκτωβρίου 2018