Η διαχείριση των αποβλήτων εμφανίζεται το μεγαλύτερο αγκάθι της περιβαλλοντικής πολιτικής στην Ελλάδα, την ώρα που οι δείκτες της ατμοσφαιρικής ρύπανσης και των αερίων του θερμοκηπίου, στέλνουν θετικό μήνυμα, καταγράφοντας μείωση ή σταθεροποίηση.

Σύμφωνα με την έκθεση για το Περιβάλλον που έδωσε χθες στην δημοσιότητα το ΥΠΕΝ και εκπονήθηκε για λογαριασμό του Εθνικού Κέντρου Περιβάλλοντος και Αειφόρου Ανάπτυξης, η διαχείριση αποβλήτων αποτελεί τον πιο προβληματικό τομέα για δύο κυρίους λόγους.

Ο πρώτος είναι ότι η χώρα εξακολουθεί να οδηγεί σε ταφή το 80% των αποβλήτων της με την ανακύκλωση να παραμένει καθηλωμένη στο 14%. Σήμερα, παραμένει σε εκκρεμότητα η αποκατάσταση 50 χωματερών κυρίως στην Πελοπόννησο και τα νησιά, με ορίζοντα ολοκλήρωσης το 2019.

Ο δεύτερος λόγος είναι ότι παρά την μεγάλη μεταρρύθμιση που έφερε η εκπόνηση του Εθνικού Σχεδίου Διαχείρισης Αποβλήτων (με έμφαση στην ανακύκλωση, την κομποστοποίηση και τη χωριστή συλλογή πολλαπλών ρευμάτων), «ο οραματικός χαρακτήρας, δεν φαίνεται να έχει επιτύχει την μετάβαση σε ένα πιο σύγχρονο μοντέλο διαχείρισης αστικών αποβλήτων», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η έκθεση.

Η κατάσταση επιτείνεται από το γεγονός ότι κρίσιμες υποδομές εμφανίζουν τεράστιες καθυστερήσεις στην υλοποίησή τους, με τις πλέον χαρακτηριστικές την περίπτωση της Πελοποννήσου αλλά και την μεγάλη αδράνεια στην υλοποίηση του σχεδιασμού που παρατηρείται στην περιφέρεια Αττικής.

Πρόσθετο αρνητικό στοιχείο είναι ότι παρά την κρίση και την μείωση του ΑΕΠ κατά 25% την τελευταία επταετία, η ποσότητα των παραγόμενων αστικών αποβλήτων παραμένει σταθερή.

Την δεύτερη χειρότερη επίδοση, καταγράφει ο τομέας των λυμάτων λόγω της μεγάλης καθυστέρησης στην εφαρμογή των υποχρεώσεων που απορρέουν από την ευρωπαϊκή νομοθεσία, που είναι και ο κυριότερος λόγος για τα πρόστιμα που έχουν επιβληθεί στην χώρα μας.

Οι μεγαλύτερες προκλήσεις για τα επόμενα χρόνια, σύμφωνα με την έκθεση, είναι η ολοκλήρωση των μονάδων επεξεργασίας λυμάτων στους οικισμούς γ’ προτεραιότητας, στο Θριάσιο Πεδίο (εκκρεμεί η σύνδεση των κατοίκων της περιοχής με το ήδη κατασκευασμένο δίκτυο) και στην Ανατολική Αττική, η διασφάλιση της καλής λειτουργίας των πολλών μικρών βιολογικών καθαρισμών που είναι διάσπαρτοι σε μικρούς δήμους της χώρας (προβλήματα λόγω εποχιακής διακύμανσης της παροχής, υπερδιαστασιολόγησης και κακού σχεδιασμού). Επίσης η εφαρμογή της νέας ΚΥΑ για την κοστολόγηση και τιμολόγηση των υπηρεσιών ύδατος, η καταγραφή και έλεγχος των γεωτρήσεων και η αντιμετώπιση της νιτρορύπανσης.

Τα καλά νέα είναι ότι η ποιότητα του αέρα στην Ελλάδα έχει βελτιωθεί τα τελευταία χρόνια. Η μείωση των συνολικών εθνικών εκπομπών
των κυριότερων ρυπαντών (ΝΟx, SO2, PM2,5, ΝΗ3) είναι σημαντική, κυρίως λόγω της καθαρότερης παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (μείωση λιγνιτικών σταθμών στο συνολικό ενεργειακό μίγμα, μείωση των ατμοσφαιρικών εκπομπών τους, εξοικονόμηση ενέργειας, ΑΠΕ), και της χρήσης οχημάτων με νεώτερης τεχνολογίας καθαρότερους κινητήρες κλπ.