Εχουν περάσει εννιά μήνες και κανένας δεν γνωρίζει τι απέγινε η Λατίφα μπιν Μοχάμεντ αλ- Μακτούμ, όπως αναφέρει εκτενές ρεπορτάζ του Guardian.
Είναι πριγκίπισσα των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, κόρη του πρωθυπουργού Μοχάμεντ μπιν Ρασίντ αλ- Μακτούμ, ο οποίος είναι και κυβερνήτης του Ντουμπάι. Η 32χρονη, σχεδίαζε για επτά χρόνια την απόδρασή της από αυτή τη «χρυσή φυλακή», σύμφωνα με τους φίλους της. Ομως, στις αρχές Μαρτίου, ένοπλοι την άρπαξαν από γιοτ, 30 μίλια ανοιχτά της Ινδίας, αναφέρουν μάρτυρες.
Για πρώτη φορά, το BBC αποκάλυψε πώς σχεδιάστηκε αυτή η αποτυχημένη απόδραση, μιλώντας με έναν Γάλλο πρώην κατάσκοπο και μια Φινλανδή δασκάλα της καποέιρα, οι οποίοι λένε ότι τη βοήθησαν να καταστρώσει τα πλάνα, όπως και με το πλήρωμα των Φιλιππινέζων που ήταν μαζί της στο γιοτ.
Η Λατίφα είναι η δεύτερη κόρη του σεΐχη που προσπάθησε να αποδράσει και στη συνέχεια εξαφανίστηκε, έπειτα από αναφορές ότι την έπιασαν. Η μεγαλύτερη αδελφή της, Σάμσα, συνελήφθη στο Κέμπριτζ, μετά την απόδρασή της από ακίνητο της οικογένειας στο Σάρεϊ, το 2000.
Η ίδια η Λατίφα είχε γυρίσει ένα βίντεο πριν αποπειραθεί να αποδράσει. Σε αυτό, έλεγε ότι είχε προσπαθήσει ξανά να το σκάσει από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, στα 16 της, αλλά την έπιασαν στα σύνορα, την φυλάκισαν για τρία χρόνια, την χτύπησαν και τη βασάνισαν.
Στο βίντεο, που γυρίστηκε με το σκεπτικό ότι θα δημοσιοποιούνταν μόνο αν αποτύγχανε η απόπειρα απόδρασης, η Λατίφα έλεγε ότι σε περίπτωση που την πιάσουν θα την περίμενε σκληρή τιμωρία. «Αν βλέπετε αυτό το βίντεο, δεν είναι καλό. Είτε είμαι νεκρή, είτε βρίσκομαι σε πολύ, πολύ, πολύ κακή κατάσταση», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Το σχέδιο της απόδρασης
Επειτα από την οδυνηρή πρώτη εμπειρία, τη δεύτερη φορά η 32χρονη κατέστρωσε με μεγαλύτερη προσοχή τα πλάνα της. Το 2011, ήρθε σε επαφή με τον Ερβέ Ζουμπέρ, επειδή είχε διαβάσει στο διαδίκτυο πως και εκείνος λίγα χρόνια νωρίτερα το είχε σκάσει από το Ντουμπάι, όταν αντιμετώπισε πρόβλημα με τις αρχές. Τότε, ο Γάλλος επιχειρηματίας και πρώην αξιωματικός του ναυτικού είχε φτάσει με καταδυτικό εξοπλισμό μέχρι ένα σκάφος και με αυτό πήγε στην Ινδία.
Οταν πήρε το πρώτο email της Λατίφα, ο Γάλλος φοβήθηκε ότι ήταν παγίδα. «Της είπα “Μου λες ότι είσαι κόρη του κυβερνήτη του Ντουμπάι, ίσως είναι παγίδα και πρέπει να ελέγξω ότι λες αλήθεια», διηγήθηκε στο BBC. Τελικά, πείστηκε για την ταυτότητά της και για αρκετό καιρό αντάλλασσαν μηνύματα κάθε 2-3 ημέρες, παρότι δεν είχαν συναντηθεί έως το 2018.
Μερικές φορές, λέει ο Γάλλος, η αλληλογραφία τους αφορούσε την οργάνωση της απόδρασης- όπως για παράδειγμα όταν η Λατίφα του είπε ότι είχε συγκεντρώσει 400.000 δολάρια για τη υλοποίηση του σχεδίου- ενώ άλλες φορές γενικά σχολίαζαν το πόσο παράξενη είναι η ζωή μιας γαλαζοαίματης σε «κλουβί».
«Βιώνω την κακομεταχείριση και την καταπίεση όλη μου τη ζωή», έγραψε μια μέρα, σύμφωνα με email που έδειξε ο Γάλλος. «Οι γυναίκες αντιμετωπίζονται σαν υπάνθρωποι. Ο πατέρας μου… δεν μπορεί να συνεχίσει να κάνει ό,τι κάνει σε όλους μας», έγραφε.
Το 2014, η πριγκίπισσα γνώρισε την Τίινα Γιαουχιάινεν, όταν πήγε να διδάξει την βραζιλιάνικη πολεμική τέχνη καποέιρα σε μια κατοικία της βασιλικής οικογένειας. Εκείνη περιέγραψε στο BBC ότι έγινε μία από τις πιο στενές φίλες της Λατίφα, έκαναν μαζί καταδύσεις και εξελίχθηκε σε πρόσωπο κλειδί στον σχεδιασμό της απόδρασης, αφού έφευγε τακτικά από τη χώρα για να συναντήσει τον Ζουμπέρ, ώστε να τακτοποιήσουν τις λεπτομέρειες.
Πώς το έσκασε
Η απόπειρά της να το σκάσει ξεκίνησε όταν οι δυο τους συναντήθηκαν νωρίς μια μέρα για πρωινό, κάτι που είχαν κάνει πολλές φορές νωρίτερα, προκειμένου να μην κινήσουν τις υποψίες των σωματοφυλάκων της.
Η Λατίφα άλλαξε τα ρούχα και τα γυαλιά ηλίου της και με την Γιαουχιάινεν πέρασαν οδικώς τα σύνορα με το Ομάν και κατευθύνθηκαν προς τη θάλασσα. Ακολούθησε ένα δύσκολο ταξίδι 26 μιλίων με φουσκωτή βάρκα και τζετ σκι, στα διεθνή χωρικά ύδατα, όπου ο Ζουμπέρ περίμενε με ένα γιοτ. Το σκάφος είχε αμερικανική σημαία, καθώς ήλπιζαν ότι η όποια προσπάθεια να τους σταματήσουν θα εξελισσόταν σε περιστατικό με διεθνές ενδιαφέρον, ενώ σχεδίαζαν να πάνε στην Γκόα της Ινδίας.
«Τα κύματα ήταν περίπου 1,5 μέτρο και ο άνεμος ήταν αντίθετος, οπότε χρειαστήκαμε αρκετές ώρες για να φτάσουμε στο γιοτ», περιέγραψε η Γιαουχιάινεν στο BBC.
Η αρπαγή
Οταν έφτασαν στο σκάφος, η Λατίφα επικοινώνησε με την οργάνωση «Detained in Dubai», αλλά και δημοσιογράφους, ελπίζοντας ότι η δημοσιοποίηση του θέματος θα αποτελούσε μέτρο προστασίας. Ομως, δεν βρήκε ανταπόκριση. «Εστελνε email σε δημοσιογράφους και κανείς δεν της απαντούσε. Κανένας δεν φαινόταν να την πιστεύει, οπότε ήταν απελπισμένη, αναρωτιόταν ποιος θα την βοηθήσει γιατί ήξερε ότι ανά πάσα στιγμή θα την κυνηγούσαν», περιέγραψε η Γιαουχιάινεν.
Σύμφωνα με το ντοκιμαντέρ του BBC, λίγες ημέρες αργότερα έγινε έφοδος στο γιοτ και άρπαξαν την Λατίφα. Από τότε, δεν έχει εμφανιστεί δημόσια. Οι φίλοι της λένε ότι δεν έχουν μάθει νέα της, ενώ έκλεισαν τον λογαριασμό της στο Instagram.
«Ελεγε ότι προτιμούσε να την σκοτώσουν στο σκάφος, παρά να γυρίσει στο Ντουμπάι. Δεν έχω ιδέα πού βρίσκεται. Ανησυχώ πολύ σοβαρά», δήλωσε ο Ζουμπέρ.
Ο σεΐχης και η κυβέρνηση του Ντουμπάι αρνήθηκαν να σχολιάσουν στον Guardian τις αποκαλύψεις του BBC. Πηγή που πρόσκειται στην κυβέρνηση του Ντουμπάι είπε στη βρετανική εφημερίδα ότι η Λατίφα «είναι με την οικογένειά της» και πως «είναι εξαιρετικά».
Η απόδραση της αδελφής της
Η Λατίφα ήξερε πολύ καλά την περίμενε αν το σχέδιο δεν είχε αποτέλεσμα. Είχε δει τι έπαθε η μεγαλύτερη αδελφή της, Σάμσα, όταν το είχε σκάσει για πάνω από ένα μήνα, ενώ βρισκόταν στην Αγγλία, το 2000. Σύμφωνα με μήνυμα που είχε στείλει σε δικηγόρο εκεί, την έβγαλαν κρυφά από τη χώρα, με εντολή του πατέρα της, αφού την άρπαξαν στο Κέμπριτζ.
Η καταγγελία αυτή έφτασε στα χέρια του Ντέιβιντ Μπεκ, τότε επικεφαλής αστυνομικός επιθεωρητής, ο οποίος όμως γρήγορα διαπίστωσε ότι τα χέρια του ήταν δεμένα. Για να προχωρήσει, έπρεπε να μιλήσει με τη Σάμσα. Αλλά απορρίφθηκε η αίτησή του να επισκεφθεί το Ντουμπάι, δίχως να του εξηγήσουν τον λόγο.
Στο βίντεο που άφησε πίσω της, η Λατίφα ανέφερε ότι η αδελφή της ζούσε σε κάποιου είδους «ιατρική» φυλακή, όπου την παρακολουθούσαν διαρκώς νοσοκόμες.