Η Χρυσούλα Μανάρη με ρόκα και στην τρόκνια ο Θεολόγης Μανάρης, τις μέρες του σεισμού του 1932. [φωτογραφία της Μ. Χρουσάκη, αρχείο Κυττάρου]
Δημοσιεύθηκε στο 17ο τεύχος του πολιτισμικού περιοδικού «Κύτταρο Ιερισσού»
Κείμενο: Χρήστος Μ. Καραστέργιος
Η ελληνική παραδοσιακή ενδυμασία, όπως και κάθε άλλη μορφή ενδυμασίας του παρελθόντος, αποτελεί ένα σημαντικό στοιχείο της πολιτισμικής μας κληρονομιάς. Συνιστά ένα είδος ταυτότητας μιας τοπικής κοινωνίας και η κοινή φορεσιά σήμαινε παλιότερα και κοινή πολιτισμική ταυτότητα. Έχει επίσης καλλιτεχνική αξία και συγχρόνως φανερώνει πολλά για την ιστορία, την κοινωνία και τον πολιτισμό της εποχής της. Στο 13ο τεύχος του περιοδικού μας , ο πολύτιμος συνεργάτης της ομάδας του Κυττάρου Ιωάννης Πλιούκας, περιέγραψε την Ιερισσιώτικη παραδοσιακή γυναικεία ενδυμασία. Στο παρόν θα ερευνήσουμε τις ιστορικές αναφορές και τις μαρτυρίες γύρω από την παραδοσιακή ενδυμασία της Ιερισσού.
1801- Την πρώτη αναφορά την εντοπίζουμε ήδη το 1801 . Στην επιστροφή τους, από επίσκεψή που πραγματοποίησαν στο Άγιο Όρος για τον εντοπισμό σπάνιων χειρογράφων, ο Carlyle και ο Hunt, κάνουν μία στάση στην προεπαναστατική Ιερισσό. Μεταξύ των άλλων αξιόλογων πληροφοριών που μας δίνουν, περιγράφουν και την καθημερινή φορεσιά της Ιερισσού:
«… οι αγροτικές εργασίες γίνονταν αποκλειστικά από γυναίκες. Η ενδυμασία τους έμοιαζε με τη σκωτσέζικη (με της περιοχής Highlands της Σκωτίας, γράφει στο πρωτότυπο). Στο κορφοκέφαλο φορούσαν μια κόκκινη σκούφια σκεπασμένη με πλήθος νομίσματα έτσι που έμοιαζαν σαν λέπια ψαριού. Ήταν ξυπόλυτες με κοντά φουστάνια και χωρίς τούρκικα σαλβάρια. Οι μανάδες δούλευαν στα χωράφια κουβαλώντας τα μωρά στη ράχη θηκαρωμένα σ’ ένα τετράγωνο πανί δεμένο στους ώμους. Βάδιζαν στους δρόμους με το μωρό κουρνιασμένο στην πλάτη τους κι’ ένα ψηλό πιθάρι ή σταμνί στο κεφάλι και την ίδια στιγμή έγνεθαν τη ρόκα τους. Οι βοσκοί και οι γεωργοί, όλοι χωρίς εξαίρεση, είχαν ένα μουσκέτο κρεμασμένο στον ώμο και στο ζουνάρι πιστόλα και γιαταγάνι».
Την περίοδο αυτή τα παράλια της Χαλκιδικής λυμαίνονταν από συχνές πειρατικές επιδρομές . Γι΄ αυτό οι άντρες ήταν αναγκασμένοι για προστασία να οπλοφορούν.
1821-Στην εικόνα που έχουμε για την αντρική ένδυση των επαναστατών της Χαλκιδικής το 1821, κυριαρχεί η φουστανέλα. Το μνημείο πιστεύω του καπετάν Χάψα στο μοναστήρι της Αγίας Αναστασίας, είναι ενδεικτικό.
1839-Στις 13 Ιουνίου του 1839, επισκέπτεται την κωμόπολη της Ιερισσού ο βοτανολόγος και γιατρός Heinrich- August Grisebach .
Να πως περιγράφει την τοπική φορεσιά:
«Ο αγροτικός πληθυσμός συγκεντρωνόταν για να μαζέψει σοδειά από τα χωράφια που ήσαν καλλιεργημένα με σιτηρά (τα περισσότερα με σίκαλη) με πολλή μεγαλύτερη φροντίδα παρά στα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης.
Άντρες και γυναίκες εργάζονταν με κόπο παρά την ασυνήθιστη ζέστη, κάνοντας αεράτες και χαρούμενες κινήσεις. Έτσι και οι ιδιότυπες λαϊκές τους φορεσιές προκαλούσαν μια ευχάριστη εντύπωση. Στα μέρη αυτά φοράνε οι χωριάτες καθαρά, άσπρα ρούχα που σε άνδρες και γυναίκες είναι μια καμιζόλα και μια φουστανέλα που κρέμεται από τη ζώνη και μόνο το κόκκινο κάλυμμα της κεφαλής ξεχωρίζει χτυπητά μέσα στο κάτασπρο σύνολο. Τόσο οι φροντισμένες αυτές φορεσιές όσο και τα κοπάδια με τα πολλά περιποιημένα ζώα ιδιαίτερα τα άλογα που έβοσκαν στα λιβάδια φανέρωναν έναν υψηλότερο βαθμό ευμάρειας και εργατικότητας σε αυτές τις περιοχές».
Η περιγραφή της όμορφης αυτής ενδυμασίας, πρέπει να υποθέσουμε ότι ήταν η καθημερινή του καλοκαιριού.
Οι πληροφορίες που συλλέγουμε για την αντρική φορεσιά στην ευρύτερη περιοχή της Χαλκιδικής, μαρτυρούν ως κυρίαρχο ένδυμα την φουστανέλα.
1854- Ενδεικτικά, κατά την επανάσταση του Τσάμη Καρατάσσου στη Χαλκιδική το 1854 και την σφαγή των Πολυγυρινών προκρίτων από τον τουρκικό στρατό, μας δίνεται η μαρτυρία το 1931 πως «εἷς καὶ μόνος ἐσώθη διὰ τῆς φυγῆς, ὁ γέρω- Σφυρῆς, τοῦ ὁποίου ἡ φουστανέλα, τὸ σύνηθες ἔνδυμα τῶν Πολυγυρινῶν και τῆς λοιπῆς Χαλκιδικῆς, ἔγινε κόσκινο ἀπό τὰς ῥιφθείσας ἐναντίον του Τουρκικὰς σφαίρας » (Φωνή της Χαλκιδικής 1931).
1959, χορευτικό συγκρότημα της Ιερισσού στη Δ.Ε.Θ.. Διακρίνονται οι: Αλέκος Σφυριστού, Χριστόδουλος Σακελλαρίου, Στέλιος Λαγόντζος, Νάσος Γιαννάκης [φωτογραφία της Α. Τσιριγώτη]
1861-Το 1861, ο Άγγλος φιλόλογος και περιηγητής William George Clark, δίνει ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την Ιερισσό και την ευρύτερη περιοχή, όπως παρακολουθήσαμε στο 4ο τεύχος του περιοδικού «Κύτταρο Ιερισσού ». Μεταξύ αυτών μας δίνει και μια ενδιαφέρουσα πληροφορία για την φορεσιά των κατοίκων της:
«Οι γυναίκες της Ιερισσού φοράνε χρωματιστά μαντήλια δεμένα έτσι ώστε να κάνουν ένα είδος τουρμπανιού στο κεφάλι και για φόρεμα το βαρύ μάλλινο σαν κουβέρτα ύφασμα που βλέπεις εξολοκλήρου στην Ελλάδα. Οι άνδρες φοράνε ένα χιτώνα μέχρι το γόνατο με ζωνάρι στη μέση, το οποίο είναι για την αλβανική «φουστανέλα» ό,τι και τα μισοφόρια για τα κρινολίνα της Δυτικής Ευρώπης, τέτοια όπως φορούσαν οι πρόγονοί τους στις μέρες του Ξέρξη, υπολείμματα από κεντημένο ύφασμα, ένα ζωνάρι τυλιγμένο πολλές φορές γύρω από τη μέση, ένα γιλέκο και στο κεφάλι ένα κόκκινο “φες” (φέσι) με ένα μαντήλι σαν κι αυτό των γυναικών».
Ο ίδιος περιηγητής συνεχίζοντας το δρόμο του προς την Θεσσαλονίκη, διανυκτέρευσε στην “Ελερίγκοβα” όπως αναφέρει την Λιαρίγκοβα, δηλ. τη σημερινή Αρναία. Κάνει το παρακάτω σχόλιο για την ενδυμασία του χωριού:
«Παρατήρησα ότι οι γέροντες, …, αν και Έλληνες φορούν την τουρκική φορεσιά, τουρμπάνια και παντελόνια, ενώ οι νέοι φορούν την ελληνική ή αλβανική φουστανέλα » (William George Clark 1861).
Βλέπουμε λοιπόν τη περίοδο αυτή οι γηραιότεροι κάτοικοι της Αρναίας να αρχίζουν να υιοθετούν την τουρκική ενδυμασία.
1878-Σημαντικότερες πληροφορίες μας δίνει το 1878, ο Ηπειρώτης δάσκαλος της Ιερισσού και άλλων χωριών της ΒΑ Χαλκιδικής, Νικόλαος Βουργαρελίδης , στο έργο του «Τα Μαδεμοχωριακά» . Το μεγαλύτερο μέρος του συγγράμματος του είναι ακόμα αδημοσίευτο και βρέθηκε στο Αρχείο της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας στην Αθήνα. Μεταξύ άλλων σημαντικών πληροφοριών για τη περιοχή της ΒΑ Χαλκιδικής αναφέρεται και στην παραδοσιακή φορεσιά των Μαντεμοχωρίων :
« Ἠ μὲν ἐνδυμασία τῶν ἀρρένων εἴναι διάφορος τῆς τῶν ἄλλων τῆς Μακεδονίας μερῶν, ἡ δὲ τῶν θηλέων ἀποτελεῖ κρᾶμα ἐγχωρίου καὶ ξένης. Ἡ τῶν ἀρρένων λοιπόν σύγγειται ἀπὸ τὸ ἐπενδύτου, τοῦ καλούμενον παρὰ τοὺς Μαδεμοχωρίτας κοπαρανίου , τότις ἀφοῦ ὑφανθεῖ ἀποστέλεται εἰς τὴν μηχανὴν τὴν διὰ τοῦ ὕδατος περιστρεφούσα τὰ μάλλινα ὑφάσματα καὶ καθιστώσα ταῦτα πυκνότερα καὶ ἑπομένως χοντρότερα, «Ντρίστα » ἐκ τῶν ἐγχωρίων καλουμένην, ἐν δὲ τὴν Ἠπείρῳ καὶ Θεσσαλία «Νεροτριβιά», καὶ εἶτα βάφεται καὶ οὕτως ῥάπτεται.
Ἡ ἐνδυμασία ἀποτελεῖται καὶ ἐκ τοῦ τουρκικοὺ «βενεβρεκίου », ὅπερ συνήθως εἲναι ποικίλων, πολλάκις δὲ ἔχει φαιὸν χρῶμα καὶ φοροῦσιν οὕτως οἱ προκριτότεροι , ἀποτελεῖτο ἀπὸ ζωστήρως, συνήθως ἐρυθροῦ καὶ μάλλινων περικνημίδων «καλτσών».
Ὡς ἐπικάλλυμα τῆς κεφαλῆς χρησιμεύουσι τὰ παρ΄ ἁπάντων ἐν τῷ κράτη φορούμενα φέσια ἐπικαλούμενα.
Τῶν θηλέων ἡ ἐνδυμασία ἀποτελεῖται ἐκ φεσίου ἀφοῦ (ἐκ τοῦ ὁποίου) κρέμεται μακρὰ φούντα μετὰ στρογγύλης καὶ πλατείας βάσεως χρυσῆς, μανδιλείου πέριξ τοῦ φεσίου μανδιλείου ἐπικαλύπτοντος τὸ φέσιον, ἀφοῦ ἀπ΄ αὐτοῦ κρέμονται διάφορα ἄνθη φυσικὰ καὶ τεχνητὰ καὶ διάφορες καρφίτσες. Κατόπιν τούτου ἐκ ζωστῆρος τοπαζίου(;), ἐκ φουστανίου ἢ τὸ ἐπὶ τοῦ χωρίου ἐνδύματος «Καβαδίου», τὸ ὁποῖο κατασκευάζεται ὑπὸ τῶν ……(;)……… νημάτων ποικίλων χρωμάτων Καθίστατε στερρὸν καὶ διαρκές. Ἐκ σανδαλίων ἐκτὸς τῶν τοῦ συρμοὺ ὑπάρχει ἐν εἶδος τῶν ὀνομαζομένων τουρκιστὶ «μεστίον », ἀποτελουμένων ἐξ ἐρυθρῶν μετὰ χρυσῶν ἀνθέων. Κατὰ τὴν ὄπισθεν τῆς φτέρνης καὶ ἄλλων ἰδιαιτέρων ἐχόντων κατὰ τὸ μέρος τῶν σανδάλων τὰ αὐτὰ ἄνθη ἢ χρυσὰς ἀκτῖνας. Τάς ἑορτὰς ἐκ τῶν θυλακίων τῷ φορεμάτων αὐτῶν ἐπικρέμονται μαντύλια αἱ δὲ φελάρχε καὶ τῶν ψυμιθίων δυσευχὼς εἶχον χρήσῃ γενικὴ καὶ ὡς ἡμέραι αὐξάνουσι».
Μέσα στις πολλές και σημαντικές πληροφορίες, βρίσκουμε και την επισήμανση ότι το μπενεβρέκι το θεωρούσαν τουρκικό ένδυμα και το φορούσαν «οἱ προκριτότεροι». Μπορούμε έτσι να υποθέσουμε ότι οι υπόλοιποι συνέχιζαν να φορούν ακόμα την φουστανέλα.
Την δεκαετία του 1870-1880 άρχισε να κυριαρχεί η νέα τότε αντρική μόδα στην επαρχία της Χαλκιδικής που ήταν το μπενεβρέκι. Την ίδια περίοδο στα αστικά κέντρα της Μακεδονίας οι Έλληνες φορούσαν ήδη τα «φράγκικα», δηλ. τη μόδα της δυτικής Ευρώπης που την αποτελούσε ως ρούχο και το παντελόνι.
1880-Την υπόθεσή μας την επιβεβαιώνει στο βιβλίο του «Παλαιοχώρι Χθες-Σήμερα-Αύριο» ο κος Αθανάσιος Ι. Καλαμπαλίκης στην εργασία του για την τοπική φορεσιά του γειτονικού μας οικισμού. Αναφέρει:“ Οι Παλαιοχωρινοί μέχρι το 1880 φορούσαν φουστανέλλες. Μετά ξεκινάει να φοριέται η σημερινή παραδοσιακή φορεσιά του Παλιοχωρινού…”.
Ιωάννης και Αικατερίνη Χασάπη [αρχείο Κυττάρου]
Η τοπική φορεσιά της Ιερισσού και γενικότερα της Χαλκιδικής, συνέχισε να χρησιμοποιείται ως τις αρχές της δεκαετίας του 1930 . Από τότε λίγοι γηραιότεροι συνέχισαν να την χρησιμοποιούν ως τη δεκαετία του 1950. Η φουστανέλα φοριούνταν μέχρι την δεκαετία του 1920 μόνο σε παραδοσιακές γιορτές και έθιμα, όπως στα αγωνίσματα (σκοποβολή, ρίψη λιθαριού κ.α.) που λάβαιναν χώρα στο έθιμο του «Μαύρου Αλωνιού» . Γράφει ο Ιωάννης Αποστολίδης σε άρθρο του στην εφημερίδα «Το Μέλλον της Χαλκιδικής» το 1959 : «Προσθέτῳ, ὅτι ἐν τῷ μεταξὺ διεξήγοντο παλαιότερα εἰς τὸ ἁλώνιον καὶ διάφορα ἀγωνίσματα. Ὅπως: Πήδημα εἰς μῆκος καὶ ὕψος, λιθοβολία, καθὼς καὶ σκοποβολή μὲ κυνηγητικά καὶ παλαιὰ πολεμικὰ ὅπλα. Μάλιστα δὲ καὶ ὑπὸ φουστανελλοφόρων τῆς ἡμέρας, ὅταν ὑπῆρχον ἀκόμη εἰς τὰ σεντούκια φουστανέλλαι τῶν προγόνων μας».

Φωνή της Χαλκιδικής, 6 Ιουλίου 1975
Όταν το 1957 με 1958, το χορευτικό συγκρότημα του πολιτιστικού συλλόγου που δημιούργησε ο Νικόλαος Κουτσογιώργης στην Ιερισσό, επιλέχτηκε να εκπροσωπήσει τη Χαλκιδική στην Διεθνή Έκθεση της Θεσσαλονίκης, τέθηκε το ερώτημα αν το αντρικό παραδοσιακό ένδυμα της Ιερισσού είναι το μπενεβρέκι ή η φουστανέλα. Τότε μία επιτροπή από τον Ιωάννη Τσιριγώτη, τον Χριστόδουλο Σακκελαρίου κ.α., απευθύνθηκε στον γέρο Παναγιώτη Βόδινο (70 χρ. τότε) και στον γέρο Νικόλαο Σταυροθέντα (72 χρ. το ΄57) που φορούσαν ακόμα το μπενεβρέκι. Αυτοί τους διαβεβαίωσαν ότι στη παραδοσιακή στολή της Ιερισσού χρησιμοποιούσαν παλιότερα τη φουστανέλα και θεωρούσαν το μπενεβρέκι ως τουρκικό ένδυμα ξένο με την παράδοσή μας. Τελικά ο τότε σύλλογος του Νικόλαου Κουτσογιώργη παρουσιάστηκε στην Δ.Ε.Θ. με φουστανέλα .
Το ερώτημα μπενεβρέκι ή φουστανέλα, συνέχισε δικαιολογημένα να απασχολεί κατά διαστήματα τους πολιτιστικούς συλλόγους και τους οικισμούς της Χαλκιδικής. Στις 6 Ιουλίου του 1975, ο Πολυγυρινός δικηγόρος και πρώην έπαρχος Ιωάννης Αθ. Παλαμήδης , 74 χρονών τότε, δημοσιεύει στην εφημερίδα «Φωνή της Χαλκιδικής» το ενδιαφέρον άρθρο με τίτλο «Ἡ γνήσια τοπική ενδυμασία ανδρών και γυναικών του Πολυγύρου ». Μεταξύ άλλων αναφέρει μερικές ενδιαφέρουσες πληροφορίες, όπως: «Τὸ μπενεβρέκι κατ΄ἀφήγησιν τοῦ πατρός μου ὡς μόδα ἦλθεν ἀπὸ τάς Σέρρας ὅπου ἠτο τὸ ἐμπορικὸν κέντρον τῆς Κεντρικής Μακεδονίας πρὸ τοῦ 1821 καὶ ὅπου μετέβαινον οἱ ἐμπορευόμενοι τοῦ Πολυγύρου, ἐλέγετο δὲ κατ΄ἀρχὰς «Σερριώτικο» τὸ μπενεβρέκι».
Στο άρθρο αυτό τονίζει ότι από μαρτυρίες γηραιότερων, η παραδοσιακή ελληνική αντρική φορεσιά του Πολυγύρου περιέχει την φουστανέλα και όχι το μπενεβρέκι που το θεωρεί τουρκικό. Μία αντίστοιχη μαρτυρία δίνει και ο συνεργάτης του περιοδικού και λαογράφος, Ιωάννης Π. Μαρίνος. Έχει ακούσματα από παλαιότερους ότι στην εκκλησία πήγαιναν οι άντρες με κοντύτερη φουστανέλα, ενώ στη καθημερινή ζωή φορούσαν την πιο μακριά. Οι υπέρμαχοι της φουστανέλας θυμίζουν και τον ήρωα φουστανελοφόρο Μακεδονομάχο της Ιερισσού καπετάν Γ. Γιαγλή, που ως το τέλος της ζωής του το 1944 δεν την αποχωρίστηκε. Πολύτιμη είναι και η μαρτυρία που έσωσε ο Ιωάννης Πλιούκας σε νεαρή ηλικία από τον παππού του, η οποία αναφέρει ότι ως τα τέλη του 19ου αιώνα οι γαμπροί στην εκκλησία πήγαιναν με τις φουστανέλες που τις φύλαγαν τότε στα σεντούκια.
Από ό,τι γίνεται κατανοητό η φουστανέλα και το μπενεβρέκι αποτελούν και τα δύο μέρος της τοπικής μας φορεσιάς. Το μπενεβρέκι, όπως είδαμε, φορέθηκε μετά τα μέσα του 19ου αιώνα και είναι αυτό που μας παραδόθηκε στην τοπική μας ενδυμασία. Όμως το μικρό σχετικά χρονικό διάστημα που χρησιμοποιήθηκε (το ίδιο χρονικό διάστημα με το δυτικό παντελόνι στη νότια Ελλάδα και στις πόλεις), η έλλειψη της πολιτισμικής του συνέχειας από την Ελληνική παράδοση και η άρνηση των ανθρώπων που το έζησαν να το δεχτούν ως πολιτιστική τους κληρονομιά, δίνουν πιστεύω το προβάδισμα στην φουστανέλα για να συμπεριληφθεί στην τοπική μας φορεσιά. Ίσως όμως ένα πρόσθετο πρακτικό πρόβλημα να δημιουργεί αναστολές στα σύγχρονα χορευτικά σχήματα για να την υιοθετήσουν. Και αυτό είναι, όπως αναφέρει και ο Ι. Παλαμίδης στο προαναφερθέν άρθρο, το οικονομικό της κόστος !