Συμπληρώνονται αύριο, 23 του Φλεβάρη, 75 χρόνια από την αντίστοιχη ημερομηνία  του 1944 όταν, σε μικρό ρέμα της Βάλτας, εκτελέστηκαν 31 (27 συν 4) πολίτες, πολλοί απ’ αυτούς νέα παιδιά.
Αντί άλλης συμμετοχής, κοινοποιώ, σ’ όσους δεν τόχουν διαβάσει, ένα εξαιρετικό   κομμάτι από το υπέροχο βιβλίο του φίλου, σ. φιλόλογου –λογοτέχνη Δημήτρη Τσιάλα «Τα παιδικά χρόνια του Δήμου», που θάπρεπε νάναι σε κάθε βιβλιοθήκη –και είναι σε πολύ λίγες. Στις σελίδες, λοιπόν, 102 -103, ο Δ. Τσιάλας γράφει: (Ας θεωρηθεί το σημερινό σημείωμα κάποιο μνημόσυνο και για τον Δ. Τσιάλα, που έφυγε από την ζωή, όπως έμαθα με οδύνη πρόσφατα -οφείλω μια παρουσίαση του συγγραφικού του έργου, αν δεν το κάνει αυτό κάποιος αρμοδιότερος εμού). Διαβάστε:
…Μόνο τον πατέρα περίμεναν. Είχε κατέβει στην αγορά, για να ακούσει, να μάθει …τίποτα καινούργιο. Συνάντησε μερικούς παλιούς φίλους του και ένα από τα πολλά ξαδέλφια του. Αυτός ο ξάδελφός του τού είπε το δυσάρεστο νέο που όλοι λίγο πολύ περίμεναν. «Αύριο τα χαράματα θα τους εκτελέσουν». Ο πατέρας του Δήμου (Δήμος είναι ο Δημ. Τσιάλας) που πάντα πίστευε στην ηπιότητα των ανθρώπων, δε μπορούσε να το πιστέψει, δεν το χωρούσε ο νους του. Όταν έφτασε στο σπίτι, κάθισε στη συνηθισμένη του θέση και βγάζοντας ένα βαθύ αναστεναγμό δήλωσε μέσα σε άκρα σιωπή: «Θα τα χαλάσουν τα παιδιά». «Τι είπες χριστιανέ μου, πού το έμαθες;», ρώτησε με αγωνία η μάνα του Δήμου. «Μου το είπε ο Κώτσος της θεια-Μαριώς», απάντησε. Όλοι πάγωσαν. Η μάνα δε μπορούσε να σταθεί στα πόδια της, έτρεμε και με κόπο κάθισε στον καναπέ. Ήθελε να τρέξει στην αδελφή της, να τη συμπαρασταθεί, μα δε γινόταν, ήταν αργά και η κυκλοφορία απαγορευμένη. Εκείνο το βράδυ μόνο τα μικρά κοιμήθηκαν. Οι μεγάλοι έμειναν ξάγρυπνοι.
Την επομένη, 23 Φεβρουαρίου 1944, μέσα στην εωθινή καταχνιά, μια φάλαγγα ανθρώπων όδευε από το κέντρο του χωριού προς τη νότια πλευρά. Ο δρόμος ήταν φαρδύς. Δεξιά κι αριστερά οι Γερμανοί στρατιώτες με τα αυτόματα στο χέρι συνόδευαν τους μελλοθανάτους. Ήταν είκοσι εφτά παλικάρια, οι περισσότεροι νέοι, είκοσι, εικοσιπέντε χρόνων. Προχωρούσαν αργά κοιτάζοντας για τελευταία φορά τα σπίτια, τις αυλές, τους κήπους. Κοντά στο εκκλησάκι του Αγίου Κωνσταντίνου μερικοί σταυροκοπήθηκαν. Ανάμεσά τους βρισκόταν και ο Αυγερινός. Τα μάτια του είχαν κατάμαυρους κύκλους γύρω τους. Ποιος ξέρει πόσα βασανιστήρια πέρασε αυτές τις δεκαεφτά μέρες κλεισμένος στη φυλακή. Πώς ένα πλάσμα άκακο, ενθουσιώδες, γεμάτο ζωή, που έτρεχε σαν πουλαράκι παντού στα χωράφια για τις αγροτικές δουλειές, στα σοκάκια τις νύχτες κυνηγώντας τις «χαμαϊδές τρυγόνες», πάντα γελαστό, πάντα καλοπροαίρετο, βρισκόταν τώρα σ’ αυτό το δρόμο που δεν είχε επιστροφή; Ήξερε ότι βάδιζε προς το θάνατο και ήθελε να τα δει όλα για τελευταία φορά, μα δεν έβλεπε ανθρώπους. Μόνο κατάκλειστα παράθυρα αντίκριζε.
Ακριβώς εκείνη τη στιγμή μισάνοιξε ένα παράθυρο και πρόβαλε ένα γυναικείο κεφάλι. Ήταν μια ξαδέρφη της μάνας του. Την αναγνώρισε και πήγε να της χαμογελάσει, αλλά δε μπόρεσε. Δεν ήταν κανένας σκληροτράχηλος πολεμιστής ο Αυγερινός, παιδί ήταν ακόμα. Τον έπιασαν τα κλάματα και μέσα στα αναφιλητά του, «Τη μάνα μου, θεία Πανάγιω, τη μάνα μου, πες της χαιρετίσματα», κατάφερε να πει μόνο. Και η θλιβερή συνοδεία όλο προχωρούσε. Τους υποχρέωσαν να σταθούν μπροστά στον ανασκαμμένο ομαδικό τάφο. Πριν πεθάνουν έψαλαν τον εθνικό ύμνο και φώναξαν «Ζήτω η Ελλάς». Οπότε κροτάλισαν τα πολυβόλα. Και έπεσαν νεκροί. Τους έθαψαν εκεί, σε ένα χείμαρρο, στη δεξιά του όχθη, χωρίς ιερέα, χωρίς νεκρώσιμη ακολουθία. Όλα αυτά τα είδε, με τα ίδια του τα μάτια, ο πατέρας ενός από τα παιδιά του χωριού που εκτελέστηκαν εκεί, κρυμμένος  μέσα στην κουφάλα μιας μουριάς…
Το συνταρακτικό νέο διαδόθηκε σαν αστραπή. Βαρύς θρήνος σηκώθηκε στα σπίτια των εκτελεσμένων. Οι μάνες, οι αδερφές οδύρονταν. Η θεία Αυγούλα, ξάγρυπνη τόσες νύχτες, με μάτια απλανή, θρηνούσε: «Αχ, κακούργοι, τι σας έφταιξε το παιδί μου και μου το σκοτώσατε! Που να σας κάψει ο Θεός, να ρίξει φωτιά και να σας κάψει. Αυγερινέ μου, πού είσαι, σπλάχνο μου, τι σου έκαναν, αγόρι μου! Πώς θα ζήσω εγώ τώρα; Αχ, η άμοιρη! Αντί να σε καμαρώσω γαμπρό στολισμένο, σ’ άρπαξαν, Αυγερινέ μου, μέσ’ απ’ τα χέρια μου». Ήταν τέτοιος ο θρήνος της θείας Αυγούλας, που ακόμα και ο Γιόχαν, ο ένας από τους δύο Γερμανούς που φιλοξενούσαν στο σπίτι τους, συγκινήθηκε. Την πλησίασε, της έπιασε τον ώμο και επαναλάμβανε  ¨ιχ νάιν, μάμα, ιχ νάιν, μάμα¨. Ήθελε να πει ότι αυτός δεν έφταιγε…»
(πληροφορίες για τα γεγονότα της Κασσάνδρας, στο βιβλίο μου  «Πληροφορίες… για την Εθνική Αντίσταση στη Χαλκιδική», σελ. 237-247 και 439-442 και το σχετικό μνημείο στο οπισθόφυλλο)
Γιώργος Ι. Ζωγραφάκης