Τι σημαίνει να είσαι προπονητής;

Ποια η διαφορά μεταξύ ενός “καλού” και ενός “κακού” προπονητή;
Βιβλιογραφικά δεν υπάρχει συμφωνία ως προς τον ορισμό του ιδανικού προπονητή. Για την ακρίβεια σε έρευνα που έγινε το 2012, η οποία περιελάμβανε άρθρα από το 1993-2009, βρέθηκε ότι υπάρχουν 27 διαφορετικοί ορισμοί του “καλού” προπονητή.
Οι Cote και Gilbert (2009) ορίζουν τον αποτελεσματικό προπονητή, ως τον άνθρωπο που καταφέρνει να μεταδώσει τις γνώσεις του στους αθλητές με τους οποίους δουλεύει και ο οποίος καταφέρνει σε ένα εύλογο χρονικό διάστημα, σε συγκεκριμένο προπονητικό πλαίσιο να βελτιώσει την απόδοση αυτών. Τονίζουν δε, ότι η προπονητική είναι κάτι πολύ παραπάνω από αυτή τη διδακτική διαδικασία. Αφορά επίσης το να εμπνεύει,  να αποτελεί πρότυπονα “χτίζει” χαρακτήρες υγιείς,  που διασκεδάζουν με αυτό που κάνουν. Επιπρόσθετα, ο Nash και οι συνεργάτες του (2012) προσθέτουν τη σημαντικότητα ένας προπονητής να γνωρίζει τα δυνατά και αδύνατα σημεία του και να μπορεί να τα αξιολογεί ανάλογα με την περίσταση.

Πιο αναλυτικά, ένας “καλός” προπονητής είναι σημαντικό να:

  • Χτίζει ποιοτική σχέση με τους αθλητές: τους γνωρίζει καλά,τους  ακούει, τους κατανοεί και τους υποστηρίζει.
  • Αφήνει πρωτοβουλίες στους αθλητές: βοηθά τον αθλητή να αυτονομηθεί, να νιώσει αυτοπεποίθηση, να μη φοβάται να πάρει ρίσκο όταν χρειαστεί.
  • Δομεί χαρακτήρα και διδάσκει εφόδια ζωής: τους εκπαιδεύει για τα διαφορετικά μαθήματα που μπορούν να μάθουν μέσω του αθλητισμού. Δομεί κοινωνικές και ψυχολογικές δεξιότητες. Χτίζει προσωπικότητα και όχι μόνο έναν αθλητή.
  • Δημιουργεί θετικό περιβάλλον: προωθεί τη δημιουργία θετικών σχέσεων μεταξύ των αθλητών, συνοχή της ομάδας με κοινούς στόχους, αξίες και κίνητρα.
  • Λειτουργεί ως συνεργάτης και όχι ως αυθεντία: συζητά, θέτει στόχους μαζί με τους αθλητές και δεν αποφασίζει και διατάζει απλά.
  • Προσφέρει και διατηρεί κίνητρα: τονίζει τη σημασία του εσωτερικού κινήτρου της διασκέδασης και αγάπης για το άθλημα.
  • Σέβεται τον αθλητή: δεν φωνάζει, δεν κρίνει, δεν υποτιμά τον αθλητή. Τον επιβραβεύει για την προσπάθεια.
  • Παραμένει ψύχραιμος: δεν χάνει την ψυχραιμία του και δεν αφήνει το δικό του συναίσθημα να επηρεάσει την ομάδα. Διατηρεί θετική στάση ανεξαρτήτως της εξωτερικής κατάστασης.
  • Κατανοεί και διδάσκει ότι η νίκη δεν είναι το παν: αναγνωρίζει την αξία της συμμετοχής και της προσπάθειας και δέχεται την νίκη και την ήττα ευγενώς.
  • Προωθεί την υγεία του αθλητή: ενδιαφέρεται εξίσου για τη σωματική και ψυχική υγεία του αθλητή.
  • Διδάσκει το ευ αγωνίζεσθαι: προωθεί τις αξίες του τίμιου παιχνιδιού.
  • Λειτουργεί ως θετικό πρότυπο: λειτουργεί ως παράδειγμα προς μίμηση μέσω των λεγομένων του και των πράξεών του.

Είναι σημαντικό λοιπόν, ένας προπονητής να μην εστιάζει μόνο στο τεχνικό- τακτικό κομμάτι της προπόνησης, αλλά και στο πνευματικό.
Να “προπονεί” και να εκπαιδεύει τους αθλητές σε όλα τα επίπεδα που εμπλέκονται και επηρεάζουν την απόδοση, αλλά και την γενικότερη ευεξία και εξέλιξη ενός αθλητή. Και μέσα σε όλα αυτά, καλείται να ελέγχει και να αξιολογεί τον εαυτό του συνεχώς προκειμένου να είναι πρότυπο για τους αθλητές του (και όχι μόνο), μέσα και έξω από το γήπεδο.

Αυτά κάνει ένας “καλός” προπονητής!

Από την Βαρβάρα Μαγνησαλή
Sportpsychology