Το αρχοντικό του Μιχαήλ Βέη, χαρακτηριστικό δείγμα εξοχικής βίλας των αρχών του αιώνα μας, αποτελεί μοναδικό διατηρητέο κτίριο στην περιοχή του Αγίου Μάμα.

Η περιοχή αλλά και το κτίριο έχουν μια μακρά και ενδιαφέρουσα πορεία στο χρόνο, μια πορεία άρρηκτα συνδεδεμένη με τη ζωή και τη μοίρα των κατοίκων.

Από τα τέλη του 17ου αιώνα, κατά πάσα πιθανότητα και το 18ο αιώνα, ο Άγιος Μάμας αποτελούσε τσιφλίκι που κατοικούνταν από χριστιανούς.

Ο Γάλλος Πρόξενος της Θεσσαλονίκης E. Cousinery σε ένα ταξίδι που έκανε στην περιοχή της Χαλκιδικής το 1793 αφηγείται ότι μετά το χωριό Στυλάρι βρίσκεται το χωριό του Αγίου Μάμαντος .

Αναφέρεται μάλιστα στις οικοδομές ενός μεγάλου τσιφλικιού που είναι περιτριγυρισμένες από ένα τοίχο χοντρό, κατασκευασμένο από πέτρες και υλικά παρμένα από αρχαία κτήρια.

Ο περίβολος των κτηρίων είναι πολύ 11 εκτεταμένος, μέσα σε αυτά αποθηκεύονται τα προϊόντα των κτημάτων και εκεί κατοικούν περισσότεροι από 20 χωρικοί με τις οικογένειές τους.

Ανήκει ως τσιφλίκι στον Γιουσούφ Μπέη που ασκεί και καθήκοντα βοεβόδα στο χωριό. Κάποιοι από τους κατοίκους είναι ιδιοκτήτες μικρών κτημάτων αλλά οι περισσότεροι είναι κολίγοι στα χωράφια του Μπέη.

Σε μια οθωμανική καταγραφή των χωριών του καζά Θεσσαλονίκης του 1861 – 1862 ο Άγιος Μάμας ανήκε στο ναχιγιέ της Καλαμαριάς και αποτελεί τσιφλίκι με 70 χριστιανικά σπίτια και ένα μουσουλμανικό, ενώ το 1886 έχει 83 οικογένειες.

Ο Νικόλαος Χρυσανθίδης στα 1870 μιλά για ένα χωριό που αποτελεί τσιφλίκι (έπαυλη) με «απέραντους» αγρούς του Μιχαήλ Βέη από τις Σέρρες. Τα σπίτια του χωριού είναι γύρω στα 70 και οι κάτοικοί του κολίγοι με μεγάλα χρέη στον Βέη και αγράμματοι.

Ήδη από τη δεκαετία του 1860 το τσιφλίκι του Αγίου Μάμαντα είχε περιέλθει στη κατοχή με αγορά του Σερραίου χριστιανού ορθόδοξου μεγαλέμπορα Μιχαήλ Βέη, προκρίτου της Θεσσαλονίκης ο οποίος διέμενε στη Θεσσαλονίκη.

Στη συνέχεια το τσιφλίκι πέρασε στην κατοχή του γιου του Νικόλαου που διέμενε επίσης με τη σύζυγο του Αικατερίνη και τα παιδιά του Μιχαήλ και Αλέξανδρο στη Θεσσαλονίκη.

Η επίβλεψη του τσιφλικιού γινόταν από επιστάτες. Κολίγοι χωρίς δική τους περιουσία καλλιεργούσαν τα κτήματα του Βέη ως ημισιαστές πληρώνοντας επιπλέον και το φόρο της δεκάτης στο οθωμανικό κράτος αλλά και ενοίκιο για το σπίτι που έμεναν, το αμπέλι που καλλιεργούσαν και για το δικαίωμα βοσκής των ζώων τους στο Βέη.

Μάλιστα την εποχή του Νικόλαου Βέη ένας από τους επιστάτες ήταν και ο Τζουμάκας από της Σέρρες που ήταν σκληρός με τους κολίγους και είχε προστάτη και συνεταίρο τον αρχιληστή καπετάν – Γιωργάκη από τη Νικήτη. Ο Τζουμάκας έκλεψε στις δοσοληψίες το Γιωργάκη και αυτός ήρθε με πλοίο που άραξε στην παραλία του Άγιου Μάμαντα, στο Ξέκομμα, σκότωσε τον Τζουμάκα και έβαλε φωτιά στο κονάκι. Το 1918 το τσιφλίκι πέρασε με διαθήκη στα παιδιά του Νικόλαου.

Τον Οκτωβρίου του 1912 η Χαλκιδική απελευθερώνεται από τον οθωμανικό ζυγό. Ωστόσο ο Άγιος Μάμας έγινε ανεξάρτητη κοινότητα στα 1926.

Οι αδερφοί Μιχαήλ και Αλέξανδρος Βέη συνέχιζαν να κατέχουν το τσιφλίκι, μάλιστα ο Μιχαήλ Βέης με τη σύζυγο του Δέσποινα και το γιο του Νικόλαο (γεν. 1940) που έπασχε από σύνδρομο Down, διέμεναν ως τον θάνατό τους στο κονάκι, οικία που αποτελεί δείγμα αστικής αρχιτεκτονικής των αρχών του 20ου αιώνα και έχει χαρακτηρισθεί διατηρητέο μνημείο από το Υπουργείο Πολιτισμού.

Ο Δήμος Νέας Προποντίδας φιλοδοξεί να δημιουργήσει σε αυτό το χώρο ένα ιστορικό και λαογραφικό μουσείο, διαφυλάσσοντας και διατηρώντας με αυτό τον τρόπο την ιστορική μνήμη της περιοχής του Αγίου Μάμα καθώς και της ευρύτερης περιοχής, έτσι ώστε να μεταδοθεί ακέραιη στις επόμενες γενιές.

Το ιστορικό κείμενο προέρχεται από τη μελέτη του Δημήτρη Κουρμπέτη «ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΑΓΙΟΣ ΜΑΜΑΣ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ»

γράφει η Ελένη Πασχαλάκη