Το παράδοξο σε μια χώρα με τόση ηλιοφάνεια και οι κίνδυνοι Έλλειψη βιταμίνης D έχουν περισσότερο από ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι σε όλον τον κόσμο, ενώ στην Ελλάδα η έλλειψή της παρατηρείται στο 50% του πληθυσμού κάθε ηλικίας.

Μάλιστα, στους ηλικιωμένους το ποσοστό αυτό μπορεί να φτάνει και το 80%. Μελέτες, που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια, δείχνουν ότι η έλλειψη βιταμίνης D ενδέχεται να προδιαθέτει ή να αποτελεί παράγοντα κινδύνου για παθήσεις όπως ο διαβήτης τύπου 1 και 2, οι νευροεκφυλιστικές παθήσεις του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος αλλά και για καρδιαγγειακές επιπλοκές.

Οι επιστήμονες αποδίδουν τα υψηλά ποσοστά έλλειψης βιταμίνης D στην ανεπαρκή ή μη σωστή έκθεση στον ήλιο και στη χρήση αντηλιακών.

Αναφέρουν, μάλιστα, χαρακτηριστικά ότι ένα αντηλιακό με δείκτη προστασίας 10 μπλοκάρει σε ποσοστό 90% το επίπεδο της βιταμίνης D. Ωστόσο, δεν έχουν καταλήξει, προς το παρόν, στο ποια ακριβώς είναι η επαρκής ποσότητα βιταμίνης D που θα εξασφαλίζει όχι μόνο την υγεία των οστών και των δοντιών αλλά θα προστατεύει και από την εμφάνιση άλλων παθήσεων, που ενδέχεται να συσχετίζονται με την ανεπάρκειά της.

Τα παραπάνω επισημάνθηκαν κατά τη διάρκεια της Μεσογειακής Συνάντησης Ειδικών, με θέμα τη βιταμίνη D, την οποία διοργάνωσε στη Θεσσαλονίκη η Α΄ Πανεπιστημιακή Παθολογική Κλινική του νοσοκομείου ΑΧΕΠΑ. «Ενώ γνωρίζουμε ότι κύρια δράση της βιταμίνης D είναι να βοηθάει στην απορρόφηση του ασβεστίου και του φωσφόρου, έτσι ώστε να δομεί σωστά οστά και δόντια, με πολλές μελέτες που έγιναν τα τελευταία χρόνια φαίνεται ότι είναι και ορμόνη, διότι το μεγαλύτερο ποσοστό της (80-90%) συντίθεται από το δέρμα με την επίδραση του ήλιου, ενώ ένα μικρό ποσοστό 10 με 20% το παίρνουμε ως βιταμίνη από τα τρόφιμα, κυρίως από τα λιπαρά ψάρια, τα αυγά και τα δημητριακά.

Το αντικείμενο της ημερίδας είναι οι εξωσκελετικές επιδράσεις της βιταμίνης D, οι οποίες είναι πολύ σημαντικές και μελετώνται τα τελευταία χρόνια. Φαίνεται ότι πράγματι η βιταμίνη D έχει να κάνει με την εμφάνιση του διαβήτη τύπου 1 και τύπου 2 αλλά επίσης και με τις νευροεκφυλιστικές παθήσεις του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος και γενικότερα τις καρδιαγγειακές επιπλοκές.

Η έλλειψη της βιταμίνης D προδιαθέτει ή δημιουργεί παράγοντες κινδύνου σε αυτές τις παθήσεις και αυτό προκύπτει από πολλές μελέτες των τελευταίων χρόνων και μάλιστα οι αναφορές στη βιβλιογραφία συνεχώς αυξάνονται», ανέφερε στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο καθηγητής Παθολογίας και διευθυντής της Α΄ Πανεπιστημιακής Παθολογικής Κλινικής του ΑΧΕΠΑ, Παντελής Ζεμπεκάκης, επισημαίνοντας, παράλληλα ότι στην Ελλάδα το 50% του γενικού πληθυσμού, κάθε ηλικίας, έχει ανεπάρκεια βιταμίνης D. Πού οφείλεται η έλλειψη της βιταμίνης D

Η επίκουρη καθηγήτρια Ενδοκρινολογίας Διαβητολογίας στο ΑΠΘ, Καλλιόπη Κώτσα, εξηγώντας τα υψηλά ποσοστά ανεπάρκειας βιταμίνης D στην Ελλάδα ανέφερε: «Υπάρχει μεγάλη έλλειψη βιταμίνης D και αυτό αφορά όλες τις ηλικίες. Μάλιστα, σε κάποιες μελέτες που έκανε και το δικό μας τμήμα, φάνηκε ότι στους ηλικιωμένους το ποσοστό μπορεί να φτάνει και το 80%. Είναι περίεργο σε μια χώρα με τέτοια ηλιοφάνεια. Από ό,τι φαίνεται μάλλον ο ήλιος δεν επαρκεί, γιατί χρησιμοποιώντας αντηλιακά μπλοκάρουμε την παραγωγή βιταμίνης D και δεν αφήνουμε το δέρμα να κάνει τη δουλειά του».

Εξάλλου, ο επίκουρος καθηγητής στην Ιατρική Σχολή Cerrahpasa, της Κωνσταντινούπολης, Ερντίντς Ντουρσούν (Erdinc Dursun), ανέφερε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ότι το 80% της βιταμίνης D συντίθεται με τη βοήθεια του ήλιου, ενώ το 20% προσλαμβάνεται από τη διατροφή. Επικαλούμενος τη διεθνή βιβλιογραφία, σχετικά με τους λόγους της ανεπάρκειάς της επισήμανε τα εξής: «Θα πρέπει να ορίσουμε σωστά τι σημαίνει έκθεση στον ήλιο, γιατί σήμερα οι άνθρωποι περνούν το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας, σχεδόν το σύνολό της, σε κλειστούς χώρους. Όταν εκτιθέμεθα στον ήλιο χρησιμοποιούμε συνήθως αντηλιακό και εξ όσων γνωρίζω, ένα αντηλιακό με δείκτη προστασίας 10 μπλοκάρει σε ποσοστό 90% το επίπεδο της βιταμίνης D.

Επομένως, τη βιταμίνη D που νομίζουμε ότι θα συνθέσει ο οργανισμός μας κάνοντας ηλιοθεραπεία στις διακοπές μας, στην πραγματικότητα δεν τη συνθέτει. Επιπλέον, η σύνθεση της βιταμίνης D δεν γίνεται σε κάθε ώρα της ηλιοφάνειας. Θα πρέπει η έκθεση να γίνεται όταν οι ακτίνες του ηλίου πέφτουν κάθετα, δηλαδή κατά τις μεσημβρινές ώρες». Ο ήλιος, ο καρκίνος του δέρματος και η βιταμίνη D Μπορεί ο ήλιος να συμβάλλει στη σύνθεση της βιταμίνης D, ωστόσο η έκθεση στον ήλιο χωρίς αντηλιακό ευθύνεται για τον καρκίνο του δέρματος, ενώ η έκθεση με αντηλιακό οδηγεί σε έλλειψη βιταμίνης D. Πάντως, υπάρχουν μελέτες που υποστηρίζουν ότι η βιταμίνη D εμποδίζει την εμφάνιση του μεταβολικού καρκίνου και του καρκίνου του δέρματος (μελάνωμα). Διατηρώντας κάποιες επιφυλάξεις, ο κ. Ερντίτς Ντουρσούν αναφέρει ότι υπάρχουν πληροφορίες από την ιατρική βιβλιογραφία ότι η έλλειψη βιταμίνης «ανοίγει το δρόμο» για την εμφάνιση του μελανώματος. «Θα πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί όταν αγγίζουμε αυτό το θέμα, γι΄ αυτό και το λέω με επιφύλαξη.

Πρέπει να γίνουν σοβαρές μελέτες πάνω σ΄ αυτό. Τα τελευταία 10 χρόνια έγιναν πολύ σημαντικές μελέτες πάνω στη βιταμίνη D και αυτές αυξάνονται. Εκτιμώ ότι τα προσεχή 5 με 10 χρόνια θα είναι πιο ξεκάθαρα τα πράγματα», λέει ο κ. Ντουρσούν. Η κ. Κώτσα, από την πλευρά της, επισημαίνει ότι τα τελευταία χρόνια υπάρχουν περισσότερες από 70.000 δημοσιευμένες μελέτες σχετικά με τη βιταμίνη D, με διάφορες εκβάσεις, που μπορεί να είναι ο καρκίνος του δέρματος ή ο καρκίνος γενικά ή άλλα μεταβολικά νοσήματα, οι οποίες μπορεί να είναι αντικρουόμενες.

«Εκείνο που ξέρουμε με σιγουριά είναι ότι επειδή υπήρξε ένας φόβος για τον καρκίνο του δέρματος χρησιμοποιήθηκαν τα αντηλιακά για να προστατευθούμε απ΄ αυτόν, με αποτέλεσμα να πέσουν τα επίπεδα της βιταμίνης D και τελικά να έχουμε ανεπάρκεια σε περισσότερους από ένα δισεκατομμύριο ανθρώπους σε όλον τον κόσμο. Ακόμη δεν το έχουμε καταλάβει και δεν έχουμε καταλήξει επιστημονικά αν αυτή η ανεπάρκεια τελικά φταίει για πάρα πολλά άλλα νοσήματα. Υπάρχουν κάποια πράγματα που τα προλαβαίνει η βιταμίνη D και υπάρχουν κάποια άλλα, όπως η υπερβολική έκθεση στον ήλιο, που μπορεί να μας θέσει σε κίνδυνο. Πρέπει να βρούμε την ισορροπία ανάμεσα στα δύο», προσθέτει η κ. Κώτσα.

Η συσχέτιση της ανεπάρκειας βιταμίνης D με τη νόσο Αλτσχάιμερ «Είναι πολύ νωρίς για να πούμε ότι η έλλειψη βιταμίνης D προκαλεί Αλτσχάιμερ, ωστόσο είναι ένας σημαντικός παράγοντας κινδύνου. Είναι αποδεκτό ότι είναι παράγοντας κινδύνου, όμως, δεν μπορούμε να πούμε ότι είναι η αιτία. Εκείνο που πρέπει να προσέξουμε είναι ότι το επίπεδο της βιταμίνης D θα πρέπει να είναι υψηλό σε όλη τη διάρκεια της ζωής», σημειώνει ο κ. Ντουρσούν. Η επίκουρη καθηγήτρια της Ιατρικής Σχολής Cerrahpasa της Κωνσταντινούπολης, Ντουιγκού Γκεζέν Ακ (Duygu Gezen Ak), η οποία μαζί με τον κ. Ντουρσούν μελετά την επίδραση της ανεπάρκειας της βιταμίνης D στην εμφάνιση νευροεκφυλιστικών παθήσεων, επισημαίνει ότι η μακροχρόνια ανεπάρκεια της βιταμίνης, μπορεί να αποτελεί παράγοντα προδιάθεσης για νόσους όπως το Αλτσχάιμερ. «Από τη νεανική ηλικία θα πρέπει να φροντίζουμε να διατηρούμε τα επίπεδα της βιταμίνης D σε φυσιολογικά επίπεδα. Η ποσότητα που είναι επαρκής για να έχουμε υγιή οστά μπορεί να μην είναι επαρκής για να ρυθμίσουμε όλα τα άλλα. Ωστόσο, ποιο είναι το φυσιολογικό επίπεδο της βιταμίνης D που πρέπει να έχουμε; Εκεί υπάρχει ένα ερωτηματικό. Λέγανε ότι πρέπει να είναι 30 νανογραμμάρια και τώρα λένε ότι πρέπει να είναι 50 νανογραμμάρια. Αλλά αρμόδιοι να απαντήσουν σε αυτό είναι οι κλινικοί γιατροί», προσθέτει.

Η κ. Κώτσα, αναφερόμενη στο ποια πρέπει να είναι τα φυσιολογικά επίπεδα της βιταμίνης D, λέει: «Το πρόβλημά μας είναι ότι αρχικά όλα τα φυσιολογικά όρια καθορίστηκαν με βάση το σκελετικό μεταβολισμό. Για την οστεοπόρωση λίγο-πολύ ξέρουμε τι να κάνουμε. Όμως, η βιταμίνη D εμπλέκεται στην παθογένεια και πολλών άλλων παθήσεων, όπως για παράδειγμα ο διαβήτης, η νόσος Αλτσχάιμερ κλπ και εκεί δεν έχουν καθοριστεί ούτε τα φυσιολογικά όρια ούτε και η δοσολογία.

Ο σκοπός αυτής της ημερίδας που γίνεται σήμερα είναι να συναντηθούν ερευνητικά επιστήμονες από όλες τις χώρες της Μεσογείου και να προσπαθήσουμε να δουλέψουμε μαζί για να απαντήσουμε σε αυτά τα ερωτήματα», κατέληξε η κ. Κώτσα.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ