Το βιβλίο «ΟΙ ΡΙΖΕΣ ΤΟΥ ΣΗΜΕΡΑ: Η Σύγχρονη Ζωή και Γλώσσα Μέσα από τα Αρχαία Κείμενα» (εκδ. ΖΗΤΡΟΣ) είναι συλλογή χωρίων και αποσπασμάτων από μεγάλο μέρος της αρχαίας γραμματείας που αναφέρονται σε όλους σχεδόν τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας.
Η συγκέντρωση του υλικού δεν έγινε με κάποια επιστημονική μέθοδο παρά μόνο με την καρδιά ενός «μέσου ανθρώπου» που είχε την υπομονή να αποδελτιώσει μόνον ό, τι ταίριαζε και «κολλούσε» στη δική του γνώση, αντίληψη, ευαισθησία και αίσθηση κατά την ανάγνωση των αρχαίων βιβλίων πιστεύοντας ότι αυτό θα ήταν αρκετό να προκαλέσει το ενδιαφέρον σε αντίστοιχης νοοτροπίας αναγνώστες, οι οποίοι θα ήθελαν να γνωρίσουν πτυχές της καθημερινής ζωής των αρχαίων ιδιαίτερα στα σημεία που προσομοιάζουν ή και ταυτίζονται με τη σημερινή ζωή.

«Πόσα έχουν αλλάξει απ’ την αρχαιότητα και πόσα παρέμειναν ίδια στην ελληνική κοινωνία;» ρώτησα τον κύριο Θεολόγου. «Δεν άλλαξε τίποτα απολύτως» είπε, απαντώντας και με το στίχο «Όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν» του Νίκου Παπάζογλου. «Αν έγραψα «τόσα λίγα» στο βιβλίο (χρησιμοποίησα περίπου το 30-40% των αρχικών σημειώσεων), είναι γιατί έβαλα έναν πάρα πολύ σοβαρό περιορισμό στην επιλογή των αποσπασμάτων να χρησιμοποιήσω ΜΟΝΟΝ τα αποσπάσματα στα οποία διαπίστωνα πλήρη ταύτιση αρχαίου και νέου.»

Ο συγγραφέας επέλεξε για εμάς 25 ενδεικτικά αποσπάσματα από το βιβλίο (που περιλαμβάνει φυσικά χιλιάδες περισσότερα).

1. Προγράμματα απασχόλησης (ΟΑΕΔ) και κοινωνικού τουρισμού

Όλοι γνωρίζουμε σήμερα τα περίφημα προγράμματα κατάρτισης ανέργων για απόκτηση νέων δεξιοτήτων και ευκολότερη εξεύρεση εργασίας, την δια βίου μάθηση αλλά και τον κοινωνικό τουρισμό.

Όλοι γνωρίζουν ότι οι δραστηριότητες αυτές χρηματοδοτούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση (προγράμματα ΕΣΠΑ), δεν νομίζω όμως ότι γνωρίζουν πολλοί ότι και αυτό δεν ήταν κάτι καινούργιο αλλά μια παλιά ξεχασμένη ελληνική πατέντα των σοφών πατέρων μας:

Ο Περικλής έδινε στο λαό μεγάλες ελευθερίες, γιατί ήθελε να γίνεται αρεστός. Εκτός από θεάματα και πανηγύρια με δωρεάν συμμετοχή του κόσμου που οργάνωνε, έκανε και το εξής:

Κάθε χρόνο διέθετε εξήντα τριήρεις πλήρως επανδρωμένες για ταξίδια στις συμμαχικές πόλεις και για περίοδο οκτώ μηνών. Όσοι πολίτες συμμετείχαν στο πρόγραμμα, έπαιρναν κανονικό μισθό, διότι συγχρόνως εργάζονταν και γυμνάζονταν αποκτώντας έτσι ναυτική πείρα.
Πλούταρχος, Περικλής 11

2. Ο επαγγελματικός ανταγωνισμός

Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου (κεφ. 2.1.1 και 2.1.4) αναφερόμαστε στη γνωστή φράση «όμοιος στον όμοιο». Εδώ σχολιάζουμε την άποψη του Ησίοδου που θεωρεί ότι ανάμεσα σε επαγγελματίες του ίδιου κλάδου δημιουργούνται ανταγωνισμοί και αντιθέσεις, όπως και ανάμεσα σε άτομα της ίδιες κοινωνικής ομάδας, γνωστούς και συγγενείς:

Ο κάθε γείτονας ζηλεύει τον γείτονα που βάνεται να πλουτίσει. / Αυτή η έριδα είναι η αγαθή ανάμεσα στους ανθρώπους. / Ο λαγηνάς τα ’χει με το λαγηνά, κι ο μάστορας με το μάστορα, και τον φτωχό ο φτωχός λοξοκοιτά, / και τον τραγουδιστή ο τραγουδιστής ο άλλος.
Ησίοδος, Έργα και Ημέραι, 23-6, μτφρ Π.Λεκατσάς, Ζαχαρόπουλος

3. Ο τζαμπατζής

Υπάρχει μια κατηγορία ανθρώπων που στις συζητήσεις φαίνεται να είναι τύποι που ενδιαφέρονται για τα κάθε είδους καλλιτεχνικά θέματα και γεγονότα, αλλά αποφεύγουν να τα παρακολουθήσουν αν πρόκειται να πληρώσουν εισιτήριο. Πολλές φορές πηγαίνουν έξω από τις πόρτες θεάτρων ή γηπέδων με την ελπίδα ότι κάποια στιγμή, έστω και στο δεύτερο μέρος θα ανοίξουν πόρτες για ελεύθερη είσοδο. Οι τζαμπατζήδες σχεδόν ποτέ δεν είναι φτωχοί και άποροι, γιατί οι φτωχοί διατηρούν αξιοπρέπεια:

Στο θέατρο πηγαίνει με τους γιούς του τότε, όταν είναι ελεύθερη η είσοδος.
Θεόφραστος, Χαρακτήρες, Λ΄Αισχροκερδίας, Κάκτος

4. Η σεξουαλική απελευθέρωση των νέων

Η Ελληνική κοινωνία χρειάσθηκε να διανύσει χιλιάδες χρόνια για να φτάσει στην κατανόηση προς τους νέους για την οποία ο Ευριπίδης έγραψε:

Αν οι γονείς συναισθανθούν, ότι ήταν κάποτε νέοι και αν, δεν είναι ανόητοι εκ φύσεως, θα αντιμετωπίσουν με επιείκεια τους έρωτες των παιδιών τους.
Ευριπίδης, Αποσπ 951 TrGF = 1351 M, τομ 6, σελ 169, Κάκτος

5. Πάνω-πάνω τα καλά

Τα παλιά χρόνια στις στάσεις των τρένων και των υπεραστικών λεωφορείων διάφοροι μικροπωλητές πουλούσαν συνήθως φαγώσιμα (σουβλάκια, αναψυκτικά, φρούτα, κουλούρια κλπ), που έπαιρναν βιαστικά οι ταξιδιώτες, πριν προλάβουν να ελέγξουν τι ακριβώς πλήρωναν.

Θυμάμαι σε μια τέτοια στάση του τρένου (κατά το 1955) στον Πυργετό Λάρισας το πολύ ωραίο καλαθάκι με τα σύκα που αγοράσαμε. Ήταν όπως το λέει ο κωμωδιογράφος Άλεξης:

Και τι πρέπει να πούμε πια εμείς για όσους κάθε φορά πουλούν σύκα στα καλάθια; Αυτοί κάτω πάντοτε τα σύκα τα σκληρά και τα χαλασμένα τοποθετούν και πάνω-πάνω τα ώριμα και καλά.
Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί 3,10(76d/e), Κάκτος

6. Το αναπόφευκτο τέλος

Ο Αγαθίας Σχολαστικός (6ος μ.Χ.) που ήταν από τους σπουδαιότερους επιγραμματοποιούς, έγραψε το επόμενο επίγραμμα στα δημόσια αποχωρητήρια κάποιας πόλης. Προσπαθώ να διακρίνω αν σ’ αυτό υπερτερεί ή χιουμοριστική διάθεση ή το φιλοσοφικό πνεύμα:

Όλες οι πολυτέλειες και τα πλούσια φαγητά των ανθρώπων εδώ αποβάλλονται και χάνουν την προηγούμενη χάρη τους. Γιατί οι φασιανοί και τα ψάρια, τα τρίμματα του γουδιού και η τόσο απατηλή ανάμειξη των εδεσμάτων γίνεται εδώ κοπριά.
Απωθεί λοιπόν η κοιλιά όσα το πεινασμένο λαρύγγι έφαγε. Και στο τέλος καταλαβαίνει κανείς ότι μέσα στη ματαιοδοξία του ανόητου μυαλού του αγόρασε για τόσα χρήματα τη σκόνη.
Παλατινή Ανθολογία, 9, επιγρ 642, Κάκτος

7. Περί αφορισμών

Ακόμη και ο Χριστιανισμός, η θρησκεία της αγάπης, περιλαμβάνει στους κόλπους του ποινές και τιμωρίες για πρόσωπα που πέφτουν σε αμαρτήματα, όπως είναι ο «αφορισμός». Είναι λυπηρό να ακούμε από εκπροσώπους της Εκκλησίας ανεπίτρεπτες κατάρες και αφορισμούς που κατευθύνονται σε ανθρώπους που διατυπώνουν διαφορετικές μ’ αυτούς απόψεις.

Μου έχει προξενήσει μεγάλη εντύπωση η τοποθέτηση μιας ιέρειας της ειδωλολατρίας σε μια ανάλογη περίπτωση, που μας ιστορεί ο Πλούταρχος:

Η κατάρα είναι δυσοίωνο και ζοφερό πράγμα. Για τον λόγο αυτό οι ιερείς δεν καταριούνται άλλους.
Ο Θεσσαλός, ο γιος του Κίμωνα, κατήγγειλε τον Αλκιβιάδη ότι διέπραξε αδίκημα εις βάρος των θεών. Ο Δήμος τον καταδίκασε ερήμην, δήμευσε την περιουσία του και εκδόθηκε ψήφισμα να τον καταριούνται οι ιερείς και οι ιέρειες. Μόνον η ιέρεια Θεανώ δεν πειθάρχησε στο ψήφισμα και επαινέθηκε γι’ αυτό, διότι αρνήθηκε να καταραστεί τον Αλκιβιάδη, παρά την προτροπή του λαού, διότι είπε πως ήταν ιέρεια για να προσεύχεται και όχι για να καταριέται.
Πλούταρχος, Αίτια Ρωμαϊκά 44, και Αλκιβιάδης 22, Κάκτος

8. Υγρασία και ρευματικοί πόνοι

Τα λόγια είναι φτώχεια. Όποιος υποφέρει από ρευματικά το ξέρει. Οι γιατροί και σήμερα το αναφέρουν και το δέχονται, αλλά δεν μπορούν να το εξηγήσουν:

Οι άνθρωποι είναι βαρύτεροι με τους νοτιάδες και πιο ασθενικοί. Η ισχύς και η δύναμη βρίσκεται στις αρθρώσεις. Αυτές χαλαρώνουν από τους νοτιάδες, διότι η κολλώδης ουσία μέσα στις αρθρώσεις πήζει και εμποδίζει την κίνησή μας, ενώ, αν πάλι είναι πολύ υγρή, δεν γίνεται σύσφιγξη. Οι βόρειοι άνεμοι, αντίθετα, προκαλούν κάποια συμμετρία, έτσι ώστε οι αρθρώσεις και είναι πιο ισχυρές και πιο συσφιγμένες.
Θεόφραστος, Περί ανέμων (10)56, Κάκτος

9. Μακροζωΐα και Άγιον Όρος

Φαίνεται ότι λόγω της ιδιαίτερης φύσης της και του επιβλητικού όρους στο άκρο της. η χερσόνησος του Αγίου Όρους προκαλούσε το ενδιαφέρον των ανθρώπων από τα χρόνια της αρχαιότητας. Οι παλιοί πίστευαν πως ο Άθως δίνει μακροζωία σε όσους κατοικούν εκεί:

Όταν είπαν στον Πλάτωνα ότι η Ακαδημία ήταν σε τόπο ανθυγιεινό και τον συμβούλεψαν οι γιατροί να πάει να εγκατασταθεί στο Λύκειο, αρνήθηκε λέγοντας:

«Εγώ δεν θα έφευγα να πάω ούτε στον Άθω για να ζήσω περισσότερο».
Αιλιανός, Ποικίλη ιστορία Θ΄, 10, Κάκτος

10. … βίος αβίωτος

Κοινή φράση σε αρχαίους συγγραφείς που λέγεται και σήμερα με το ίδιο ακριβώς νόημα. Νομίζω ότι λόγω της ηχητικής εντύπωσης που δημιουργεί, επιτείνει και ισχυροποιεί το περιεχόμενο νόημα. Κάποιες πηγές αποδίδουν τη ρήση στο σοφό Χίλωνα (6ος π.Χ.).
Όμως ιδιαίτερα έξυπνη και χαριτωμένη με το λογοπαίγνιο που κάνει, είναι διατύπωση του ρήτορα Δημοσθένη (4ος π.Χ.) ο οποίος βλέποντας κάποτε να κηδεύεται κάποιος φιλάργυρος, είπε:

Τούτος έζησε βίο αβίωτο και άφησε το βιός του στους άλλους.

οὗτος βίον ἀβίωτον βιώσας, ἑταίροις βίον κατέλιπε
Δημοσθένης Αποσπάσματα, σελ 243, Κάκτος

11. Γυρνώ σα σβούρα

Η σβούρα ήταν παιχνίδι, πολύ συνηθισμένο μέχρι τα παιδικά μου χρόνια μου τουλάχιστον, (δεκαετία ’50/’60), και απ’ αυτήν έχουμε εκφράσεις, όπως:

«γυρίζω σαν σβούρα (εννοείται στο ίδιο σημείο)», «έφαγα μια σβουριχτή», «ζαλίστηκα σαν σβούρα», «βουίζω (σφυρίζω, γυρίζω) σαν σβούρα», «μη γυρνάς σαν σβούρα (και μ’ εκνευρίζεις)» κλπ. Ακόμα το «Μου ήρθε ο ουρανός σφοντύλι» σημαίνει βλέπω τον ουρανό να γυρίζει σαν σβούρα.

Η σβούρα ήταν ξύλινη και την έφτιαχναν τα παιδιά μόνα τους ή την αγόραζαν απ’ τον τότε μπακάλη, βαμμένη και ωραία. Παιζόταν με δυο τρόπους: με σπάγκο που τον κερώναμε, τον τυλίγαμε γύρω από τη σβούρα και την πετούσαμε ή με χτυπήματα με καμουτσίκι ή βούρδουλα. Το παιχνίδι είναι πανάρχαιο.

Σύμφωνα με το Ομηρικό λεξικό του Απολλώνιου, διαβάζουμε:

στρόμβος: ῥόμβος. εἴρηται δὲ ἀπὸ τοῦ περιστρέφεσθαι.

Στο Σούδα, βέμβηξ : ο ξύλινος στρόμβος, (και πώς παιζόταν το παιχνίδι).

Τη λέξη και την έκφραση την συναντούμε πρώτη φορά στην Ιλιάδα (Ξ 413), όταν ο Αίας ο Τελαμώνιος από τις σκόρπιες πέτρες που βρίσκονταν στο πεδίο της μάχης άρπαξε μια και την έριξε στον Έκτορα.

Ο Λούκιος του Λουκιανού (2ος μ.Χ.) είχε μεταμορφωθεί σε γάιδαρο, που τον έδεσαν στη μυλόπετρα και τον βαρούσαν για να την γυρνάει γύρω-γύρω…

…έτσι που ξαφνικά από τα χτυπήματα, άρχισα να γυρνώ σαν σβούρα.

ὥστε με ὑπὸ τῆς πληγῆς ὥσπερ στρόμβον ἐξαπίνης στρέφεσθαι·
Λουκιανός, Λούκιος ή Όνος 42, Κάκτος

12. Εμείς μαζί δεν κάνουμε και χώρια δεν μπορούμε

Οι φίλοι και οι πολύ δικοί μαλώνουν συχνά, όμως δεν απομακρύνονται ούτε χωρίζουν, συνεχίζουν να αγαπιούνται γιατί, «μαζί δεν κάνουνε και χώρια δεν μπορούνε». Ο Ντάριο Φο στο βιβλίο Ο Κόσμος Μου, της Τζουζεπίνας Μανίν, όταν μιλάει για τον συνεργάτη και φίλο του Τζόρτζιο Στρέλερι, λέει:

«Με φώναζε vecio, όπως λένε στην Τεργέστη τους αληθινούς φίλους. Και, όπως συμβαίνει ανάμεσα στους αληθινούς φίλους, καβγαδίζαμε πολλές φορές. Αλλά ο σεβασμός και η αγάπη που νιώθαμε δεν επηρεάζονταν… Στο τέλος, πάντα με χτυπούσε φιλικά στην πλάτη».

Ο Στράβωνας αναφέρει ότι στην εποχή του τα Μύλασα (πόλη της Καρίας της Μ. Ασίας κοντά στην Αλικαρνασσό), είχαν αποκτήσει σπουδαιότητα χάρη σε κάποιους ικανούς πολιτικούς, που είχαν αναλάβει τη διοίκηση της πόλης. Ένας ήταν και ο Ευθύδημος. Καταγόταν από αρχοντική οικογένεια που κυριάρχησε σαν απόλυτος άρχοντας στην πόλη. Συχνά είχε τυραννική συμπεριφορά την οποία όμως παρέβλεπαν οι πολίτες, γιατί ήταν αποτελεσματικός, χρήσιμος στην πόλη. Ο Υβρέας, που ήταν ταπεινής καταγωγής και πολιτικός του αντίπαλος, όταν πέθανε ο Ευθύδημος, εκφώνησε τον επικήδειό του:

Οι κάτοικοι παίνεψαν τον επικήδειο που εκφώνησε ο Υβρέας στον θάνατο του Ευθύδημου και είπε: «Ευθύδημε, είσαι αναγκαίο κακό στην πόλη. Ούτε μαζί σου μπορούμε να ζούμε ούτε χωρίς εσένα».

«Εὐθύδημε, κακὸν εἶ τῆς πόλεως ἀναγκαῖον· οὔτε γὰρ μετὰ σοῦ δυνάμεθα ζῆν οὔτ’ ἄνευ σοῦ»
Στράβων, Γεωγραφικά 14,24(C.659), μτφρ Π.Θεοδωρίδης, Κάκτος

13. … κατόπιν εορτής

Το λέμε όταν έχουμε καθυστερήσει και έχουμε χάσει την ευκαιρία να συμμετάσχουμε σε κάποια εκδήλωση, συζήτηση ή και φασαρία, όπως και ο Σωκράτης φθάνοντας ρωτάει με σκωπτική διάθεση:

Μήπως κατά την παροιμία ήλθαμε κατόπιν εορτής και καθυστερημένα;

Σωκράτης: Ἀλλ’ ἦ, τὸ λεγόμενον, κατόπιν ἑορτῆς ἥκομεν καὶ ὑστεροῦμεν;
Πλάτων, Γοργίας 447Α, μτφρ Στ.Τζουμελέας, Ζαχαρόπουλος

14. Κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι

Η φράση χρησιμοποιείται με το νόημα του «Όμοιος ομοίω ..» ή «Βρήκε ο Φίλιππας τον Ναθαναήλ», αλλά μόνο με κακή σημασία για πρόσωπα που χαρακτηρίζονται τσανάκια, που πάει να πει κατσαρόλια πήλινα. Τον ίδιο χαρακτηρισμό (λοπάς = τσανάκι), έδιναν ως φαίνεται και οι αρχαίοι στους φαύλους και, όταν ήθελαν να πουν ότι έσμιξαν δυο, έλεγαν την παρακάτω φράση, που μας σώθηκε αποσπασματικά:

Βρήκε η κατσαρόλα το καπάκι. (εὗρεν ἡ λοπὰς τὸ πῶμα)
Kock – Comicorum Atticorum Frgm, τόμος 3ος, Αδέποτα, απόσπ 651, σελ 524

15. Τα (ή δεν τα) βρήκαμε έτοιμα

Οι κυρίες που πήγαν να κάνουν αφιερώματα στο ναό, υπενθυμίζουν στο θεό ότι το τάμα τους έχει μεγάλη αξία γιατί δεν έχουν πολλά και δεν τα βρήκαν έτοιμα:

Εμείς βιος πολύ δεν έχουμε ούτε τα βρήκαμε έτοιμα.

οὐ γάρ τι πολλὴν οὐδ’ ἔτοιμον ἀντλεῦμεν,
Ηρώνδας 4 Ασκληπιωι ανατιθείσαι και θυσιάζουσαι 14, Κάκτος

Είναι μια έκφραση που χρησιμοποιούν πρώτα-πρώτα οι αυτοδημιούργητοι για να κοκορευτούν απέναντι στην κατεστημένη τάξη των εχόντων «αναντάν μπαμπαντάν». Επίσης την συνηθίζουν και λαϊκοί άνθρωποι, που δεν έχουν αρκετά λεφτά όπως η αστική τάξη (ενώ τα θέλουν πάρα πολύ) και προσπαθούν να υποβιβάσουν την αξία των κατεχόμενων από τους άλλους με το καρφί, «αυτοί έχουν, γιατί τα βρήκαν έτοιμα, εμείς δεν βρήκαμε». Υπονοούν μ’ αυτό τον τρόπο πως ό,τι έχουν οι ίδιοι το απέκτησαν με την αξία τους, ενώ οι άλλοι δεν αξίζουν και πολλά έστω κι ας έχουν πολλά. Όλα περιέχουν μια αλήθεια.

16. Τα ράσα δεν κάνουν τον παπά

Χρησιμοποιείται με τη σημασία του ότι η εξωτερική εμφάνιση, η θέση, ο βαθμός ή ο τίτλος δεν προσδιορίζουν μια ανάλογα υπολογίσιμη ηθική αξία ή διανοητικό βάρος για το άτομο στο οποίο γίνεται η αναφορά. Εμείς χρησιμοποιούμε για παράδειγμα το σχήμα των παπάδων. Ο Πλούταρχος, ίσως επειδή ήταν ιερέας ο ίδιος, φέρνει το παράδειγμα των φιλοσοφούντων:

Γιατί Κλέα, τους φιλοσόφους δεν τους κάνουν οι γενειάδες και τα τριμμένα πανωφόρια ούτε τους ιερείς της Ίσιδας τα λινά ρούχα και τα ξυρισμένα κεφάλια.

οὔτε γὰρ φιλοσόφους πωγωνοτροφίαι, ὦ Κλέα, καὶ τριβωνοφορίαι

ποιοῦσιν οὔτ’ Ἰσιακοὺς αἱ λινοστολίαι καὶ ξυρήσεις·
Πλούταρχος, Ίσις και Όσιρις, 2

17. Τρίζουν τα κόκαλα

«Πρόσεξε, γιατί θα τρίζουν τα κόκκαλα των γονιών σου, αν το κάνεις αυτό…». Λέμε τη φράση για να αποτρέψουμε κάποιον από κάτι που δεν θεωρούμε σωστό να το κάνει:

Και θα ήταν φυσικό να τρίζουν τα κόκαλα των προγόνων μου, αν εγώ ο Ευπειθίδης από τον Κορυδαλλό ανεχτώ να με περιφρονούν κλπ.

καὶ γὰρ ἂν εἰκότως μοι στενάζειε τὰ τῶν προγόνων ἠρία, …
Αιλιανός, Επιστ. αγροτικαί 4. Εὐπειθίδης Τιμωνίδῃ, σελ 177-9, Κάκτος

18. Αναγκαίο κακό

Η φράση είναι κοινότατη και θα μπορούσε να χρησιμοποιείται για πολλά και διάφορα κακά, που δεν μπορούμε να αποφύγουμε. Παρ’ όλα αυτά στην πορεία των αιώνων, μόλις ακούγονταν οι δυο αυτές λέξεις, το μυαλό των ανδρών πάει σχεδόν αποκλειστικά και μόνο στο γυναικείο φύλο. Κατά τον Στοβαίο το είπε ο κωμικός Φιλήμονας (4-3ος π.Χ.), με κάποια υπερβολή στο ἀθάνατον:

Αναγκαίο κακό αθάνατο είναι η γυναίκα. (ἀθάνατόν ἐστι κακὸν ἀναγκαῖον γυνή)
Στοβαίος, 4,22,30, Κάκτος, (απ.196 Kock)

19. Ήσυχος σαν αρνί

Να σημειώσουμε ότι οι εκφράσεις («φρόνιμος/ήσυχος σαν κορίτσι/αρνί») χάνονται, όπως και η συμβίωση με τα ζώα σαν κομμάτι της ζωής μας και όχι σαν παιχνίδι ή μόδα που έχει γίνει. Ο κωμικός ποιητής Φιλιππίδης (4-3ος π.Χ.) λέει:

Και ο πιο σκληρός συκοφάντης δυο μνες αν πάρει,

θα φύγει από δίπλα σου πιο μαλακός κι από αρνί.

ὁ τραχύτατος δὲ συκοφάντης μνᾶς δύο / λαβὼν ἄπεισιν ἀρνίου μαλακώτερος.
Στοβαίος, Ανθολόγιον 3,2,8, Κάκτος

20. Που λέει ο λόγος

Ο λόγος φαίνεται από παλιά σήκωσε κεφάλι κι απόκτησε προσωπικότητα και με θάρρος διατύπωνε απόψεις ακόμη και χωρίς άδεια. Έτσι έγινε φράση καθημερινή, σημερινή και χθεσινή το «που λέει ο λόγος» ή «ο λόγος το λέει» ή «το ’φερε ο λόγος», κλπ. Μ’ αυτήν δηλώνουμε πως κάτι είναι πασίγνωστο ή αυτονόητο ή δεν λέγεται κυριολεκτικά ή θέλουμε να αποφύγουμε να χρεωθούμε οι ίδιοι κάποια άσεμνη φράση όπως: «Δεν παν στο διάολο, που λέει ο λόγος» ή, «Δεν παν να πηδ…,…» κλπ.:

…Δε θα πάνε στο καλό, που λέει ο λόγος.

οὐκ οἰχήσεται ἐξ αὐτῶν ὡς ἔπος εἰπεῖν…
Πλάτων, Πολιτεία Ε΄, 464D, μτφρ Ι.Γρυπάρης, Ζαχαρόπουλος

Ακόμα έχει και τη σημασία του, «όπως λέει ο λαός/ η παροιμία», όπως στο απόσπασμα του Βίωνα του Σμυρναίου (αποσπ. 15 Meineke):

Από σταγόνα που πέφτει συχνά, όπως το λέει ο λόγος,

και η πέτρα γίνεται βαθουλή μέχρι που σχίζεται.

Ἐκ θαμινᾶς ῥαθάμιγγος, ὅπως λόγος, αἰὲς ἰοίσας / χἀ λίθος ἐς ῥωχμὸν κοιλαίνεται.
Στοβαίος 3,29,52, Κάκτος

21. Mην τρως την καρδιά σου

Από πολλές πηγές αποδίδεται στον Πυθαγόρα ως ένα από τα αλληγορικά του προστάγματα με την σημασία τού μη θλίβεσαι υπερβολικά:

«Μην τρως την καρδιά σου». («Μὴ ἐσθίειν καρδίαν»)
Διογένης Λαέρτιος, Πυθαγόρας 8,18

22. (ρε) Ψάρι και άφωνος σαν (το) ψάρι

Οι σχετικές φράσεις έχουν υποτιμητικό και υβριστικό χαρακτήρα.
Η φράση «Α, ρε ψάρι…» αφορά όποιον δεν λέει τη γνώμη του την ώρα που πρέπει ή που συμπεριφέρεται σαν χαμένος από έλλειψη θάρρους, ενώ ξέρουμε ή πιστεύουμε ότι έχει άλλη γνώμη. Κι όταν θέλουμε να ψαρώσουμε κάποιον και να του κόψουμε τον βήχα, μπαίνουμε απότομα με την ερώτηση «Τι είπες ρε ψάρι;». Ανάλογο και το απόσπασμα (θύννος= το ψάρι τόννος):
Υπόμενε όμοια εκείνος δίχως φωνή και στεναγμό, σαν ψάρι.

ὡς ἀστενακτὶ θύννος ὣς ἠνείχετο / ἄναυδος
Αισχύλος, Αποσπάσματα, Αβέβαιο έργο απ. L-J 167, σελ 131, μτφρ Τ.Ρούσσος, Κάκτος

23. Έχετε γεια βρυσούλες

Έχετε γεια βρυσούλες, λόγγοι βουνά ραχούλες.

Έχε γεια καημένε κόσμε, έχε γεια γλυκιά ζωή,

τραγούδησαν οι Σουλιώτισσες στο χορό του Ζαλόγγου.

Όπως φαίνεται, είναι παλιά συνήθεια οι άνθρωποι που είναι δεμένοι με την φύση, φεύγοντας από ένα τόπο να αποχαιρετούν το στοιχεία της φύσης, που θεωρούν δικά τους και κοντινά σαν τα αγαπητά πρόσωπα. Ο Φιλοκτήτης, στο ομώνυμο έργο του Σοφοκλή, αποχαιρετώντας την Λήμνο, όπου έζησε αρκετά χρόνια μόνος και εγκαταλελειμμένος λέει:

… έχετε γεια βρυσούλες με το γάργαρο νερό, μαζί και Λύκειο.

… στην αναχώρησή μου, χαιρετώ όλη τη χώρα.

… λιβάδια και ρυάκια με τις χαρούμενες νεράιδες σας, σας αφήνω.

Νῦν δ’, ὦ κρῆναι Λύκιόν τε ποτόν, / λείπομεν ὑμᾶς, λείπομεν ἤδη,
Σοφοκλής, Φιλοκτήτης 1451-1464

24. Να μη με λένε…, άμα

Δεν μπορούμε να διαπιστώσουμε αν τη φράση την είπε αυθόρμητα στα Περσικά και ο Κύρος ή αν έβαλε τη φράση στο στόμα του ο Ξενοφώντας:

Θα προσπαθήσω με κάθε τρόπο να με επαινέσετε και σεις στο μέλλον, αλλιώς να μη με λένε Κύρο.

(ἢ μηκέτι με Κῦρον νομίζετε)
Ξενοφών, Κύρου ανάβασις 1,4,16, Κάκτος

25. Πυρ, γυνή και θάλασσα

Μια από τις Μονόστιχες Γνώμες του ποιητή Μένανδρου λέει:

«Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν»,

Ακόμη η θάλασσα και η γυναίκα έχουν και πολλές συγγενείς ιδιότητες.

Όμορφη είναι η γυναίκα και η θάλασσα γλυκιά,

η φωτιά στο τζάκι μέσα έχει χάρη κι ομορφιά.

Μα κι οι τρεις αυτές δεν έχουν ούτε μπέσα ούτε καρδιά.

Πυρ, γυνή και θάλασσα,

εσείς με καταστρέψατε και την ζωή μου χάλασα.

Των Χρ. Κολοκοτρώνη/ Στ.Χρυσίνη. Τραγούδι ο Στ. Καζαντζίδης (1957).

+1: Ρόδα είναι και γυρίζει

Κοινά τα βάσανα όλων, η ζωή τροχός, η τύχη άστατη.

Κοινὰ πάθη πάντων· ὁ βίος τροχός· ἄστατος ὄλβος.
Ιαμβικοί & Ελεγειακοί ποιητές, τόμ. 3, σελ. 247, Φωκυλίδεια, 27, Κάκτος

Σχετικό είναι το τραγούδι με τον τίτλο «Θα γυρίσει κι ο τροχός» των Μιχάλη Σουγιούλ/ Αλ.Σακελλάριου & Χρ.Γιαννακόπουλου. Τραγούδι ο Φ.Πολυμέρης και η Ά. Χρυσάφη (1950).

Η πρώτη στροφή λέει:

Μην κοιτάς πού ’μαι μπατίρης, μην κοιτάς πού ’μαι φτωχός,

κάποια μέρα, κάποια μέρα, θα γυρίσει κι ο τροχός.

Υπάρχει και μια πολύ ωραία σχετική Κρητική μαντινάδα που λέει:

Τούτος ο κόσμος μάτια μου ρόδά ’ναι και γυρίζει.

Τον ένα κάνει να γελά, τον άλλο και δακρύζει.

Πηγή: lifo.gr