Ο κ. Γρηγόρης Τάσιος, σαν πρόεδρος της Ένωσης Ξενοδοχείων Χαλκιδικής (ΕΞΧ) και  πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ξενοδόχων (ΠΟΞ) ένας Ξενοδόχος με μεγάλη εμπειρία κυρίως στη μικρομεσαία ξενοδοχειακή επιχείρηση, γνωρίζοντας  τα προβλήματα του κλάδου και του μέσου Έλληνα ξενοδόχου,προτρέπει, προειδοποιεί και ταυτόχρονα προκαλεί το τραπεζικό σύστημα στέλνοντας ένα  Καθαρό μήνυμα -με συνέντευξή του στην εφημερίδα «Ναυτεμπορική»- να αφήσει  στο θέμα της διαχείρισης των «κόκκινων δανείων» τις «ισοπεδωτικές λογικές», να στηρίξει τα υγιή ελληνικά ξενοδοχεία, γιατί ο αφελληνισμός του κλάδου είναι προ των πυλών.

Ο πρόεδρος της ΠΟΞ, αναφερόμενος στην προσφορά του ξενοδοχειακού κλάδου στην εθνική οικονομία, τονίζει ότι οι συνάδελφοί του είναι πρωταγωνιστές στην προσπάθεια για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, όμως τα ξενοδοχεία έχουν ξεπεράσει τα όρια της φοροδοτικής τους ικανότητας και διακυβεύεται πλέον η ίδια η βιωσιμότητα των επιχειρήσεων.

Ο κ. Τάσιος τονίζει ότι ο αφελληνισμός,  συνιστά μία πρόκληση για τον εργαζόμενο και τον εγχώριο προμηθευτή, καθώς ο ξενοδόχος δεν θα μιλά τη γλώσσα τους, υπογραμμίζει ότι δεν έχει σημασία μόνο πόσοι τουρίστες θα έρθουν το 2018 στη χώρα μας, αλλά και τι θα μείνει στο τέλος στα ταμεία των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων.

Κύριε Τάσιο, πώς βλέπετε τα τουριστικά και ξενοδοχειακά πράγματα από την καρέκλα του προέδρου της ΠΟΞ;

«Συνεχίζω να τα βλέπω όπως όλα αυτά τα χρόνια που υπηρετώ τον ξενοδοχειακό συνδικαλισμό. Δεν αλλάζει η “καρέκλα” την οπτική γωνία.

Ο ελληνικός τουρισμός έχει μια μεγάλη δυναμική και μπορεί να δώσει ακόμη παρά πολλά στην οικονομία και στην κοινωνία. Βλέπω όμως δυστυχώς πως εξακολουθεί να αντιμετωπίζεται σαν “αγελάδα για άρμεγμα”.

Όπως επίσης βλέπω να περνούν τα τρένα των “χαμένων ευκαιριών” το ένα πίσω από το άλλο. Και ξέρετε, η ευκαιρία είναι σαν το βέλος του τόξου. Άπαξ κι έφυγε, δεν επιστρέφει πίσω».

Μόλις πριν από λίγες ημέρες η GBR Consulting με το βαρόμετρό της κατέγραψε μία αισιοδοξία από τους ξενοδόχους για το 2018 και θετικά αποτέλεσμα για το 2017. Εσείς ως ΠΟΞ συμμερίζεστε την αισιοδοξία αυτή;

«Πράγματι, η ζήτηση για το ελληνικό τουριστικό προϊόν παραμένει υψηλή κι αυτός είναι ασφαλώς ένας παράγοντας αισιοδοξίας.

Το πώς θα μεταφραστεί αυτή η ελκυστικότητα θα φανεί ασφαλώς στην πορεία και η έκθεση του Βερολίνου, στην οποία θα βρίσκομαι από μεθαύριο μαζί με πάρα πολλούς συναδέλφους ξενοδόχους, θα μας δώσει σημαντικά μηνύματα. Αλλά για το 2018 θα μπορούμε να μιλήσουμε όταν δούμε τι θα μείνει στα ταμεία μας στο τέλος της χρονιάς».

Κύριε πρόεδρε, όπως καταλαβαίνω είστε το τελευταίο διάστημα διαρκώς σε κίνηση. Διότι μόλις πριν από λίγες μέρες επιστρέψατε από δύο Διεθνείς Εκθέσεις σε Βελιγράδι και Βουκουρέστι. Από εκεί τι αποκομίσατε;

«Η ΠΟΞ πιστεύει στην εξωστρέφεια και στη συνεργασία. Στη Νοτιοανατολική Ευρώπη τα προβλήματα είναι κοινά και μπορούμε οι ξενοδόχοι στη Βαλκανική Χερσόνησο να έρθουμε πιο κοντά. Κεφαλαιοποιώντας την ελληνική υπεροχή ανοίξαμε τον δρόμο για τη μεταφορά τεχνογνωσίας στα πρότυπα του ελληνικού μοντέλου, με ανάληψη συμβουλευτικού ρόλου, αλλά και ενωτικού, με το να καταστεί δηλαδή η ΠΟΞ ο συνδετικός κρίκος των ομοσπονδιών ξενοδόχων που δραστηριοποιούνται στην ευρύτερη περιοχή».
Είναι γεγονός ότι η υπερφορολόγηση είναι μια εξέλιξη που δεν αρέσει σε οποιονδήποτε επιχειρηματία, οποιουδήποτε κλάδου. Μήπως όμως από την άλλη πλευρά είναι μια κάποια λύση για τα δημοσιονομικά πράγματα της χώρας η «αξιοποίηση» του ισχυρού τουριστικού ρεύματος;
«Εμείς οι ξενοδόχοι ποτέ δεν αρνηθήκαμε να στηρίξουμε τη χώρα να βγει από την κρίση. Αντίθετα είμαστε πρωταγωνιστές στην προσπάθεια για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και θα είμασταν οι τελευταίοι που θα κρύβονταν για να μην επιτελέσουν το χρέος τους. Όπως όμως έχουν αποδείξει σοβαρές μελέτες, μεταξύ αυτών και του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος, έχουμε ξεπεράσει τα όρια φοροδοτικής ικανότητας. Διακινδυνεύουμε πλέον την ίδια τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεών μας. Και σ’ αυτή την επιβαρυμένη κατάσταση ήρθε να προστεθεί και ο φόρος διαμονής, όταν η παγκόσμια εμπειρία έχει καταδείξει πως στο τέλος οι φόροι σκοτώνουν τους φόρους».

Ήδη βγαίνουν στον αέρα από τράπεζες οι πρώτοι πλειστηριασμοί μεγάλων ξενοδοχειακών μονάδων. Ποιες θεωρείτε ότι θα είναι οι επιπτώσεις της εξέλιξης αυτής για τον κλάδο;

«Είναι σαφές πως και οι τράπεζες θέλουν να εκμεταλλευτούν τη ζήτηση που υπάρχει για τη χώρα στον τομέα του τουρισμού. Βεβαίως πρέπει να υπάρξει ένας εξορθολογισμός και να διαχωριστεί η ήρα από το στάρι. Αλλά πιστεύω πως πρέπει να δοθεί μια δεύτερη ευκαιρία εκεί που υπάρχουν πραγματικά οι προϋποθέσεις επιστροφής στην υγιή επιχειρηματικότητα και να μην επικρατήσει μια ισοπεδωτική λογική, καθώς ο αφελληνισμός των ξενοδοχείων είναι πάντα ένα υπαρκτό ενδεχόμενο. Και αφελληνισμός σημαίνει πως οι Έλληνες εργαζόμενοι δεν θα έχουν πλέον εργοδότη που θα τους απευθύνεται με το μικρό τους όνομα, όπως και οι Έλληνες παραγωγοί δεν θα έχουν συνεργάτη που μιλάει στη γλώσσα τους».
Ακούγεται σαν φήμη ότι κάποιοι από την ελληνική ξενοδοχία «χτυπούν» τις τιμές παρασύροντας προς τα κάτω τον κλάδο. Πώς το σχολιάζετε;
«Είναι αλήθεια πως με την κάμψη της ανταγωνιστικότητάς μας λόγω υπερφορολόγησης και με τον άμεσο ανταγωνισμό να επανακτά έδαφος, παράγοντες της διεθνούς τουριστικής αγοράς ασκούν πιέσεις κυρίως ως προς την επέκταση του early booking. Οι πιο αδύναμοι εξ ημών σε πολλές περιπτώσεις υποκύπτουν, ειδικά μέσα σε ένα περιβάλλον χωρίς τραπεζική χρηματοδότηση. Γι’ αυτό λέμε πως πρέπει το τραπεζικό σύστημα να επιστρέψει το συντομότερο στην κανονικότητα του ρόλου του και να στηρίξει την υγιή επιχειρηματικότητα. Να μη χρειάζεται να παίρνουμε τις προκαταβολές για να τις χρησιμοποιήσουμε ως κεφάλαια κίνησης. Σε κάθε περίπτωση όμως πρέπει κι εμείς ως κλάδος να εμπεδώσουμε μεταξύ μας την αντίληψη της κοινότητας συμφερόντων. Διότι, κακά τα ψέματα, ό,τι δίνουμε δεν μπορούμε μετά να το πάρουμε πίσω».
Αν σας ζητούσαν να προτείνετε μόνο μία «μεταρρύθμιση» αυτή την περίοδο στον χώρο του τουρισμού, ποια θα ήταν αυτή;
«Έχοντας πετύχει ο τουρισμός να πάρει τη θέση που του αξίζει στο πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό γίγνεσθαι της χώρας, είναι ώρα να πάμε κι ένα βήμα παραπάνω. Να διασυνδέσουμε οργανικά την εκπαίδευση, από την πρωτοβάθμια μέχρι την τριτοβάθμια, με τον τουρισμό. Με τις ανάγκες του, με τις προοπτικές του, με το μέλλον του. Έχουμε ανάγκη από νέες γενιές που θα έχουν γνώσεις και υψηλή κατάρτιση και θα αποτελέσουν το υψηλής ποιότητας ανθρώπινο δυναμικό για τον ελληνικό τουρισμό του 21ου αιώνα.

Πηγή: εφημερίδα «Ναυτεμπορική»