της Δρ. ΕΡΑΤΩ ΖΕΛΛΙΟΥ – ΜΑΣΤΡΟΚΩΣΤΑ

Ἡ Φιλική Ἑταιρεία ἀποφάσισε ἡ Ἐπανάσταση τό 1821 στή Μακεδονία να ξεκινήσει ἀπό τή Χαλκιδική, ἄν καί ἡ Χαλκιδική γειτνίαζε μέ τή Θεσσαλονίκη, ἐπειδή γνώριζε τό ὑψηλό ἐθνικό φρόνημα τῶν Χαλκιδικέων. Ἀπόδειξη ὅσα γράφει ἱστορικός τοῦ 19ου αἰ.: «Ἀλλ’, ὡς ἀνδρεία καί πολεμική φυλή τῆς ἀρκτῴας Ἑλλάδος, οἱ Μακεδόνες ἠδύναντο καρτερῆσαι ἐπιτυχέστερον πολλῶν ἄλλων ἑλληνικῶν τόπων. Ἐάν ἐν τῇ Πελοποννήσῳ ἕν ὑπῆρχε τό ὁρμητήριον ἡ Λακωνία, ὡς καί ἐν τῇ Κρήτῃ ἕν τά Σφακία, ἡ Μακεδονία εἶχε δύο ἀντί ἑνός, καί ταῦτα δεξιώτατα καί πολεμικώτατα, τήν μεγάλην τοῦ Ἄθω Χαλκιδικήν Χερσόνησον καί τήν μικράν τῆς Παλλήνης (τῆς ἀρχαίας Φλέγρας) με- ταξύ τοῦ Θερμαϊκοῦ καί τοῦ Τορωναίου κόλπου».

Ἀρχηγός τῆς Ἐπαναστάσεως στή Μακεδονία ὁρίσθηκε ἀπό τόν ἴδιο τόν Ἀλέξανδρο Ὑψηλάντη ὁ Ἐμμανουήλ Παπᾶς (1772-1821), ὁ ὁποῖος στίς 23 Μαρτίου 1821 ἀναχώρησε ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη με τό καράβι τοῦ Αἰνίτη Χατζηβισβίζη γεμάτο ὅπλα καί μπαρούτι καί ἀποβιβάσθηκε στή μονή Ἐσφιγμένου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τῆς ὁποίας ὁ ἡγούμενος Εὐθύμιος, ὅπως καί ἄλλοι μοναχοί, ἦταν Φιλικός. Ἡ ἐπανάσταση ὅμως ἄρχισε ἀπό τόν Πολύγυρο τά ξημερώματα τῆς 17ης Μαΐου:

«Πρός τά νοτιοανατολικά τῆς Θεσσαλονίκης ἄρχεται ὁ ἰσθμός τῆς περιφήμου Χαλκιδικῆς Χερσονήσου, καί ἐπί τοῦ ἄκρου ταύτης ὑψοῦται τό ὄρος τοῦ Ἄθω. Τόν ἰσθμόν αὐτόν ἀποκλείσας ὁ μουσελίμης ἀπεφάσισεν, ἵνα συλλάβῃ πρώτους τούς προεστῶτας τῆς κωμοπόλεως Πολυγύρου, πρωτευούσης τῶν Χασίκων χωρίων, ὡς μᾶλλον ἰσχυρούς καί μᾶλλων παρ’ αὐτῷ ὑπόπτους˙ διέταξε δ’ ἑπομένως τόν μέν ἀρχηγόν τῆς πολιτοφυλακῆς τῆς Παζαρούδας Τσιρίβασην μετά πεντακοσίων˙ τόν δέ διοικητήν τῶν Χασίκων χωρίων Χασᾶν ἀγᾶν μετ’ ἄλλων τοσούτων, ὅπως ἐπιπέσωσιν ὁ μέν ἔνθεν, ὁ δέ ἔνθεν κατά ῥητήν ἡμέραν, συλλάβωσι δέ τούς προεστῶτας, ἀφοπλίσωσι τούς κατοίκους καί καθέξωσι τήν κωμώπολιν.

Οἱ προεστῶτες, ἐν γνώσει γενόμενοι ὅλων αὐτῶν, ἔφυγον τήν προτεραίαν, καθ’ ἥν οἱ στρατιῶται τοῦ Τούρκου ὑποδιοικητοῦ ἤρξαντο ὑβρίζοντες μέν καί ἀπειλοῦντες σφαγήν γενική, πυροβολοῦντες δέ, καθ’ ὅσων ἐν ταῖς ὁδοῖς ἐνετύγχανον νέων. Ταῦτα τε καί οἱ σποράδην ἐνεργούμενοι φόνοι κατά τῶν χωρικῶν, καθ’ ὧν οἱ βάρβαροι ἐξεδικοῦντο φανατισθέντες, ἐβίασαν τούς κατοίκους τοῦ Πολυγύρου, ὅπως ζητήσωσι σωτηρίαν διά τῶν ὅπλων, πρίν ἤ σφαγῶσιν ἀκίνητοι μένοντες, ἐπερχομένων τοῦ Τσιρίβαση καί τοῦ Χασάν ἀγᾶ.

Ἐντεῦθεν ἄρχεται τό πρῶτον ἐν τῇ Μακεδονίᾳ κροῦσμα κατά τά τέλη μεσοῦντος Μαΐου. Οἱ Πολυγυρῖται, ἐπιπεσόντες κατά τοῦ διοικητηρίου, ἀπέκτειναν τόν ὑποδιοικητήν καί τούς περί αὐτόν δεκαοκτώ στρατιώτας. Αὐθημερόν δέ, ὅπως προλάβωσι τήν εἴσοδον τοῦ ἐπερχομένου σώματος τῶν χιλίων ἐκινήθησαν οἱ μέν κατά τοῦ Τσιρίβαση, οἱ δέ κατά τοῦ Χασάν ἀγᾶ, καί ἀμφοτέρους πολεμήσαντες ἀπέκρουσαν εἰς τά ὀπίσω».

Μετά τήν ἐπανάσταση τοῦ Πολυγύρου σέ πανηγυρική δοξολογία στό Πρωτᾶτο τῶν Καρυῶν κηρύχθηκε ἐπισήμως ἡ ἐπανάσταση, ἡ φλόγα τῆς ὁποίας μεταδόθηκε στήν Κασσάνδρα, τήν Καλαμαριά, τήν Ὁρμύλια, τή Νικήτη, τόν Παρθενώνα, τή Συκία, τά Μαντεμοχώρια, τή Λόκοβη καί σέ ὅλα σχεδόν τά χωριά, γι’ αὐτό ὁ μοναχός τῆς μονῆς Ξενοφῶντος Γεδεών καί ὁ Δημήτριος Νικολάου γράφουν:

«… ὅλα τά χωριά μας εὑρίσκονται εἰς τά ὅπλα καί κινοῦνται ἐναντίον τοῦ κοινοῦ ἐχρθοῦ τοῦ γένους καί τῆς πίστεως μέ μεγάλη θαρραλεότητα καί ὁρμήν, ὥστε ὅπου οἱ μουσουλμάνοι κυριεύονται ἀπό ἄκραν δειλίαν, ἀναχωροῦν ἀγεληδόν ἀπό τά χωρία των καί δραπετεύουν μέ μεγάλον φόβον…». Ὁ δέ αὐτόπτης μάρτυρας ἀπό τή Λόκοβη (Ταξιάρχης) Ἀργυρός Σάρης: «… Ἑκατό παλληκάρια μέ καπεταναίους τόν Ἀγγελή Ρανταβέλλα καί Αὐγερινόν Καμπούρη ξεκίνησαν νά πηγαίνουν μαζί μέ τούς ἄλλους χριστιανούς γιά νά χτυπήσουν τούς Τούρκους… ζῆλον καί ὁρμή ἐτοῦτοι εἶχαν πολύ γιά νά κομματιάσουν τούς τυράννους τους, ἀλλά οὔτε ἄρματα εἶχαν πολλά καί καλά οὔτε γυμνα- σμένοι ἦταν στήν τέχνη τοῦ πολέμου καί ἀπό τό ἄλλο μέρος οὔτε οἱ καπεταναῖοι ἐγνώριζαν ἀπό πόλεμο καί δέν ἠμποροῦσαν νά τούς κρατήσουν σέ τάξη καί ὑποταγή…». Ἡ Λόκοβη τήν ἐποχή αὐτή εἶχε περίπου 100 οἰκογένειες. Ἑπομένως ὅλοι οἱ μάχιμοι ἄνδρες ἔτρεξαν αὐτοβούλως στόν ἀγώνα.

Τό ἴδιο ἔκαναν ἀκόμη καί τά χωριά τῆς Καλαμαριᾶς ὅπου ἐκτός τῶν τουρκικῶν ἀρχῶν ὑπῆρχαν καί πολλοί Τοῦρκοι ἐγκατεστημένοι λόγω τοῦ εὐφόρου ἐδάφους. Τό βεβαιώνει ἡ ἐπιστολή τῶν προκρίτων τους πρός τόν Ἐμμανουήλ Παπᾶ:

«τήν εὐγενῆαν τῆς δουλικῶς προσκυνοῦμεν Ἐρχόμεθα εἰς προσκύνησιν πρότα, καί δεύτερον νά σᾶς δόσομεν ἵδυσιν πός καί τί, ἑχθές μέ τήν δύναμιν τοῦ τημίου καί ζοοποιοῦ σταυροῦ ἐκινήσαμεν μία κολόνα ἀπό τήν καλαμαρία λέγο εἰς τά ἁγαρινόν χορία, καί μέ τήν δύναμιν τοῦ ἐσταυρομένου ἕως εἰς τήν ὅρα ὁποῦ σᾶς γράφομεν τά στρατεύμματα τήν περισσότεριν καλαμαρίαν τήν ἔκαναν ζάπ τολμό ὑπήν, ὅμως παρακαλοῦμεν νά ἔχομεν τό συμπάθιον ὅπου εὐγήκαμε ἔξο ἀπό τήν ὁρδινήαν σας, ὅμως προτοῦ ἔρθη ἡ ὀρδινήα σας ἐστενεύθημεν διά τούς χριστιανούς ὁπού εἶχεν ἑκήνος ὁ τόπος καί μάλιστα ἔκαψαν καί πολλά χορία τῶν ἁγαρινῶν οἱ ἑδηκή μας, ὅμως παρακαλοῦμε θερμός καί ἐκ βάθος καρδίας, ὡς καθώς θέλει σᾶς πληροφορήση καί ὁ ὑγούμενος ἀναστασήτις, οἱ ἀνάγκη ἡ περισσότερη εἶναι ἀπό τό φέκια καί τζεπχανέ (πολεμοφόδια) καί εἰς ἑτοῦτο ἐκ δευτέρων παρακαλοῦμεν διά ὄνομα Θεοῦ νά μᾶς ἔρθον τό φέκια καί τζεπχανέ ἑπηδί τό περισσότερον στράτευμα εἶναι δίχως τοφέκια μόνον μέ τά ξύλα εἰς τό χέρι, ὁ κύρ ἄγγελος δέν εὑρέθη ἐδό ἐκατεύη ἕως κάτο, εἰς τῆς πόρτες, νά συνομηλίση μέ τόν κύρ Ἱωάννη κασανδριανόν, καί ἀπό ἰς ἔρχετε καί πάλιν, αὔριον σᾶς φανερόνομεν τά γενόμενα, ὅμως ἀπό τό ἄλλο μέρος. λέγο ἀπό παζαρούδι, σήμερον ἡ αὖριον κινοῦμεν μέ τίν δύναμιν τοῦ ἁγίου Θεοῦ, λαμβάνοντες τήν Ἵδισιν ἀπό ματένια (Μαντεμοχώρια) καί ἥμεθα ἕτιμη μέ μερικόν στράτευμα. καί εἰς ἑτούτο πάλιν νά ἔχομεν γνόμην σας, ὅμως νά μήν μᾶς λυπίσετε ἀπό κάθε ἅρμα τῆς πολεμικῆς˙ διά ὅνομμα Θεοῦ. ταῦτα καί προσκυνητῶς. 1821 Ἱουνίου 2. εἰς αὐτή τίν ὅρα ἐμάθαμε ὅτη ἕνα δίο χορία πέμπτη ὅρα στ΄ κατά τό παζαροῦδι τά ἐσκλάβοσαν ἡ ἀγαρινή παῦλος Κῶνστα καί ἐσκότοσαν καί πολλοῖ χριστιανοῖ ἄνδρες καί ἐπίλυποι τζορμπατζίδες καί γυνέκες καί ἀνήλικα πεδία».

Μετά τή σύγκρουση τοῦ σώματος τοῦ ὁπλαρχηγοῦ Στάμου Χάψα στή θέση Κούτσουρο, κάτω ἀπό τή Μονή τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας, μέ τόν στρατό τοῦ Ἀχμέτ μπέη καί τοῦ σώματος τοῦ Ἐμμανουήλ Παπᾶ στά μέσα Ἰουνίου στά στενά τῆς Ρεντίνας μέ τόν πολυπληθέστερο καί καλά ὁπλισμένο στρατό τοῦ σερασκέρη Χατζῆ

Μεχμέτ Μπαϊράμ πασᾶ ἡ Ἐπανάσταση περιορίσθηκε στό Ἅγιο Ὄρος καί στήν Κασσάνδρα, ὅπου ὀχυρώθηκε ὁ Ἐμμανουήλ Παπᾶς μέ τά παλικάρια του.

Οἱ Ἕλληνες ἀντιστέκονται στήν Κασσάνδρα στόν στρατό τοῦ Ἀχμέτ μπέη καί τοῦ Γιουσούφ μπέη, γι’ αὐτό ὁ Ἄγγλος πρεσβευτής σέ ἔκθεσή γράφει:

«ΥΠ. ΕΞ. 78/101/62-63 Κωνσταντινούπολη, Δευτέρα 10η Σεπτεμβρίου 1821
Γράμματα ἀπό τή Θεσσαλονίκη, μέ ἡμερομηνία 17η καί 25η Αὐγούστου, ὑπογραμμίζουν ὅτι ἕνα μεγάλο (πολυάριθμο) σῶμα Ἀσιατῶν Τούρκων ὑπό τίς διαταγές τοῦ Μπαϊράμ πασᾶ, κατά τό πέρασμά του στόν Μωριά, προξένησε φοβερές καταστροφές σ’ ὅλη τήν χώρα. Ὑπάρχει φόβος αὐτή ἡ συμπεριφορά νά ἐξοργίσει τούς Ἕλληνες σέ τέτοιο βαθμό, ὥστε οἱ ἐπαρχίες οἱ ὁποῖες ὥς τώρα δέν συμμετεῖχαν στήν ἐπανάσταση νά ἐξεγερθοῦν καί νά ἑνωθοῦν μέ τούς ἀντάρτες.

Τόν ἰσθμό τῆς Κασσάνδρας ὑπερασπίζονται ἀκόμη σθεναρά οἱ Ἕλληνες, οἱ ὁποῖοι ἀπέκρουσαν τούς Τούρκους σέ τρεῖς διαφορετικές προσπάθειες τῶν τελευταίων νά ἐπιτύχουν τήν εἴσοδό τους. Πρόκειται νά γίνει καί ἄλλη προσπάθεια, ἀλλά δέν ὑπάρχει λόγος νά ἀναμένεται ὅτι θά στεφθεῖ μέ μεγαλύτερη ἐπιτυχία. ὅλος σχεδόν ὁ ἑλληνικός πληθυσμός τῆς γύρω περιοχῆς ἔχει ἐγκατασταθεῖ στήν Κασσάνδρα καί εἶναι πιθανόν μόνον ὁ λιμός νά τούς ἐξαναγκάσει σέ παράδοση».

Πράγματι ὁ λιμός καί ἡ ἔλλειψη πολεμοφοδίων, ἐλάχιστοι ἀναφέρουν καί προδοσία, παρά τήν ἡρωική ἀντίσταση τῶν Ἑλλήνων, βοήθησαν τόν Μεχμέτ Ἐμίν, πού ἐπιτέθηκε τά ξημερώματα τῆς 30ης ἤ 31ης Ὀκτωβρίου, νά σπάσουν οἱ Τοῦρκοι τή γραμμή πού ὑπερασπιζόταν ὁ Κασσανδρινός Ἰωάννης (Γιαννιός) Χατζηχριστοδούλου καί νά καταλάβουν τήν Κασσάνδρα. Ἡ καταστροφή ὁλοκληρωτική. Ἀναφέρουμε μόνον τήν ἀφήγηση αὐτόπτη μάρτυρα, τήν ὁποία γράφει ὁ ἀξιωματικός τοῦ ναυτικοῦ Β. Νικολαΐδης στό βιβλίο του Οἱ Τοῦρκοι καί ἡ σύγχρονη Τουρκία. Ὁδοιπορικό τῶν ταξιδίων στίς ὀθωμανικές ἐπαρχίες μέ λεπτομερεῖς χάρτες, τό ὁποῖο ἐξέδωσε στό Παρίσι τό 1859.

«Ὅσοι Ἕλληνες πολέμησαν, σκοτώθηκαν. Ἐκείνους πού ζήτησαν τή σωτηρία στή φυγή, τούς ἔφτασε καί τούς ἔσφαξε τό τουρκικό ἱππικό. ζοῦσαν τότε στή Χαλκιδική 10.000 γέροι, παιδιά, ἀδύνατοι καί ἄρρωστοι, πού εἶχαν ἔλθει νά βροῦν καταφύγιο στήν Κασσάνδρα. Κανείς δέν ξέφυγε ἀπό τό γιαταγάνι τῶν μουσουλμάνων ἤ ἀπό τή φωτιά τῶν Ἑβραίων. Ὅλοι ἀκρωτηριάσθηκαν, γδάρθηκαν, κάηκαν ζωντανοί ἤ παλουκώθηκαν! Δέν ξέφυγε παρά ἕνας μικρός ἀριθμός ἀγοριῶν καί ὡραίων κοριτσιῶν πού εὐσπλαχνικοί ἄνθρωποι τά ἀπέσπασαν ἀπό τή λύσσα τῶν Ἑβραίων, γιά νά γεμίσουν, μέ αὐτά τά χαρέμια. Δέν μπορεῖ νά πάρη κανείς μία ἰδέα γιά τίς σφαγές, γιά τίς πυρκαϊές καί τίς λεηλασίες.

Ἤμουν τότε ἐφημέριος στή Βάλτα. Κρύφτηκα στό ταβάνι τῆς ἐκκλησίας καί ἀπό ἐκεῖ ἐπί τρεῖς ἡμέρες μπόρεσα νά παρακολουθήσω τίς φρικαλεότητες πού γίνονταν ἐμπρός στά μάτια μου. Τά πτώματα ἔφραζαν τούς δρόμους τοῦ χωριοῦ. Κάτω ἀπό τά πόδια τῶν χριστιανῶν, πού καρφώνονταν στούς τοίχους καί στά δένδρα, ἄναβαν φωτιές στή στιγμή. Δέν λυποῦνταν οὔτε τίς γυναῖκες. Εἶδα τούς δημίους νά ἁρπάζουν τά παιδιά ἀπό τήν ἀγκαλιά τῶν μανάδων τους, γιά νά τά τινάξουν στόν ἀέρα ἤ νά συντρίψουν τό κεφάλι τους στό καλντιρίμι. Ὅταν κουράσθηκαν νά σκοτώνουν οἱ νικητές μας σκέφθηκαν ἐπί τέλους νά ἀποσυρθοῦν. Ἀλλά, ἐπειδή δέν μποροῦσαν νά ἀφήσουν μία χριστιανική ἐκκλησία ὄρθια ἀνάμεσα στά ἐρείπια καί στά πτώματα, ἔβαλαν φωτιά πρίν νά φύγουν…».

Ἡ Ἐπανάσταση στή Χαλκιδική προσέφερε πάρα πολλά στήν Ἑλλάδα, διότι ἀπασχόλησε μεγάλο τμῆμα τοῦ τουρκικοῦ στρατοῦ ἕως ὅτου νά ἑδραιωθεῖ ἡ ἐπανάσταση στήν Ν. Ἑλλάδα.

Η ΣΗΜΑΙΑ ΤΩΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΩΝ ΤΗΣ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ ΤΟ 1821

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
Μαθηματικός, τ. Λυκειάρχης

Έλαβα αφορμή να ασχοληθώ με τη Σημαία των επαναστατών της Χαλκιδικής του 1821, ύστερα από ένα δημοσίευμα στην εφημερίδα «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» της Θεσσαλονίκης την Τετάρτη 25 Μαρτίου 1992, του καθηγητή του Α.Π.Θ. της Νεότερης Ιστορίας της Ελλάδος Κωνσταντίνου Βακαλόπουλου, στο οποίο είχε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία με λεζάντα:

«Η άγνωστη σημαία των Ελλήνων επαναστατών της Χαλκιδικής». Ίσως να μη μου έκανε εντύπωση η σημαία αυτή, αν δεν είχε έναν κόκορα, για τον οποίο είχα ακούσει πολλές φορές από τον πρόεδρο του Παγχαλκιδικού Συλλόγου αείμνηστο Νίκο Παπανικολάου (γιο του ιδρυτή του Παγχαλκιδικού γιατρού Γεωργίου Παπανικολάου), πως είχε την πληροφορία από τον πατέρα του ότι, στη σημαία της επαναστάσεως οι Χαλκιδικιώτες είχαν, εκτός από τα άλλα σύμβολα, έναν κόκορα, κίτρινο, που συμβόλιζε την αφύπνιση του έθνους.

Έτσι άρχισα την έρευνά μου, κατά την οποία διαπίστώσα πως οι Χαλκιδικιώτες επαναστάτες του 1821, δεν είχαν δική τους σημαία, αλλά είχαν τη ναυτική επαναστατική Σημαία των νησιών (της Ύδρας ή των Σπετσών).

Οι Χαλκιδικιώτες και ιδιαίτερα οι Κασσανδρινοί κατά την προεπαναστατική περίοδο αλλά και μετά, είχαν πολύ καλή επικοινωνία και συνεργασία με τους νησιώτες – Ψαριανούς, Σπετσιώτες, Υδραίους, Σκοπελίτες και άλλους. Ήταν εύκολο επομένως για τους Κασσανδρινούς να έχουν κάποια από τις σημαίες αυτών των νησιών. Προς επίρρωση των παραπάνω αναφέρω ένα χαρακτηριστικό γεγονός που ιστορεί ο Ιωάννης Μαμαλάκης στο 3ο τεύχος των Χρονικών της Χαλκιδικής της Ι.Λ.Ε.Χ. σελ. 26.

«Όταν ο Εμμανουήλ Παππάς ήταν με τους Κασσανδρινούς στις ‘‘πόρτες’’ (Ποτίδαια) και είδε πως τελείωναν τα πολεμοφόδια και τα χρήματα, ζήτησε βοήθεια από τον Δημήτριο Υψηλάντη, που ήταν στο Άργος, με επιστολή που του έστειλε με τους Ν. Κασομούλη και Κώστα Νικολάου. Ο Υψηλάντης έστειλε συστατικές επιστολές στους εφόρους της Ύδρας, των Σπετσών και στους Αγιορείτες για να στείλουν όσα πιο πολλά πολεμοφόδια μπορούσαν και παρέδωσε στους απεσταλμένους του Εμμ. Παππά μια επαναστατική σημαία για τους Ολυμπίους».

Το γεγονός αυτό αποδεικνύει πως οι Μακεδόνες επαναστάτες δεν είχαν δικές τους σημαίες αλλά σημαίες άλλων περιοχών. Δεν έδωσε δε στους παραπάνω απεσταλμένους σημαία για τους Χαλκιδικιώτες, γιατί προφανώς την είχαν.

Η έρευνά μου ολοκληρώθηκε όταν στις 26 Οκτωβρίου 1997 επισκέφθηκα την έκθεση της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών με θέμα ΣΗΜΑΙΕΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ.

Εκεί διέκρινα τη Ναυτική Επαναστατική Σημαία της Ύδρας, που είχε τα ίδια σύμβολα με την σημαία των επαναστατών της Χαλκιδικής, η οποία επιπλέον είχε τον κόκορα. Σε ειδικό δε φυλλάδιο με οδηγίες και πληροφορίες για την έκθεση, βρήκα τα χρώματα και τη σημασία των συμβόλων.

Η Σημαία λοιπόν των επαναστατών της Χαλκιδικής του 1821 σύμφωνα με τις πληροφορίες από τα έντυπα:
«Είναι κυανή με ταινία ερυθρά, η οποία συμβολί- ζει τον ποταμό αίματος, στο μέσον φέρει σταυρό, που δηλώνει την πίστη στον δίκαιο τού αγώνα, ενώ η ανεστραμμένη ημισέληνος δηλώνει τη μελλοντική πτώση της οθωμανικής εξουσίας. Εκατέρωθεν του σταυρού υπάρχουν λόγχη και άγκυρα που συμβολίζουν τη σταθερότητα του αγώνα, ενώ ο περιελισσόμενος όφις δείχνει την ιερότητα του σκοπού και η γλαύξ τη φρόνηση με την οποία πρέπει να διεξαχθεί ο αγώνας».

Όλα αυτά τα σύμβολα, στη Σημαία των επαναστατών της Χαλκιδικής, είναι λευκά, εκτός από τον κόκορα που είναι κίτρινος. Το καλοκαίρι του 2000, που επισκέφθηκα την Ύδρα, είδα πως όλα τα καταστήματα δώρων πωλούσαν σημαιάκια υφασμάτινα της Επαναστάσεως. Τα καραβάκια τους επίσης ήταν σημαιοστολισμένα όχι μόνο με την ελληνική αλλά και με τη ναυτική επαναστατική σημαία.

Στις εκδρομές δε με τον Παγχαλκιδικό Σύλλογο είδαμε σε πολλά Μουσεία τη Ναυτική Επαναστατική Σημαία, όπως στο Μεσολόγγι, τη ζάκυνθο και άλλού. Πρότεινα σε αρκετούς φορείς να κατασκευάσουν τη σημαία αυτή και να στολίζουν το μνημείο του καπετάν Χάψα και το Ηρώο του Πολυγύρου κατά την επέτειο της Επανάστασης του 1821. Μέχρι σήμερα όμως αυτό δεν πραγματοποιήθηκε. Ας ελπίσουμε πως μελλοντικά θα πραγματοποιηθεί η πρότασή μου.

πηγή: Παγχαλκιδικός Λόγος