Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) διατηρεί τις ενστάσεις του στα θέματα των συντάξεων και του «υπερπλεονάσματος» που προβλέπει η ελληνική κυβέρνηση, αλλά δεν προτίθεται να ανεβάσει τους τόνους, τουλάχιστον έως τη δημοσιοποίηση της έκθεσής του για την Ελλάδα τον Ιανουάριο.

Τα συμπεράσματα αυτά προέκυψαν από τις κατ’ ιδίαν συναντήσεις του υπουργού Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτου με τον διευθυντή του Ευρωπαϊκού Τμήματος του ΔΝΤ Πόουλ Τόμσεν σήμερα το πρωί και εν συνεχεία με την επικεφαλής του Ταμείου Κριστίν Λαγκάρντ.

Οι συναντήσεις έγιναν στο περιθώριο της Φθινοπωρινής Συνόδου του ΔΝΤ στο Μπαλί της Ινδονησίας. Σύμφωνα με το υπουργείο Οικονομικών, «και οι δύο άκουσαν τα επιχειρήματα της ελληνικής πλευράς με ενδιαφέρον, τόσο για το ότι η μείωση των συντάξεων δεν αποτελεί διαρθρωτικό μέτρο όσο και για το ότι υπάρχει πλέον ο δημοσιονομικός χώρος για να υλοποιηθεί η πλειονότητα των αντιμέτρων σε βάθος τετραετίας. Επισήμαναν επίσης ότι το μέγεθος του δημοσιονομικού χώρου είναι πρωτίστως ζήτημα μεταξύ Ελλάδας και Ευρωπαίων και τέλος, ότι ο δημοσιονομικός χώρος πρέπει να ξοδευτεί προς όφελος της κοινωνίας και της ανάπτυξης».

Διαβάζοντας πίσω από τις γραμμές της ανακοίνωσης του υπουργείου Οικονομικών και με δεδομένες τις τελευταίες εκθέσεις του ΔΝΤ για την Ελλάδα, αντιλαμβάνεται κανείς ότι το ισχυρό δίδυμο του Ταμείου άκουσε μεν τα επιχειρήματα της ελληνικής πλευράς, αλλά δεν άλλαξε απόψεις: εξακολουθεί να θεωρεί τη μείωση των συντάξεων διαρθρωτικό μέτρο και δεν πείθεται ότι υπάρχει δημοσιονομικό περιθώριο για να εφαρμοστούν τα πολυδιαφημισμένα αντίμετρα ακόμα και σε βάθος τετραετίας, πετώντας στους Ευρωπαίους το μπαλάκι των αποφάσεων για το ζήτημα αυτό. Εντούτοις, ο διεθνής οργανισμός προχωρά και σε μία παρέμβαση, συνιστώντας να αξιοποιηθεί ο όποιος δημοσιονομικός χώρος για την ενίσχυση των ασθενέστερων κοινωνικών στρωμάτων.

Η ανακοίνωση του υπουργείου δείχνει επίσης την αγωνία της κυβέρνησης να αποσπάσει αν όχι τη συναίνεση, τουλάχιστον την ανοχή του Ταμείου για τις επόμενες κινήσεις της, προκειμένου να μη διαταραχθεί περαιτέρω το ήδη βαρύ (λόγω των διεθνών εξελίξεων) κλίμα στις αγορές.