Οι κανονισμοί θεσπίζουν σαφείς κανόνες για τις περιπτώσεις διαζυγίου ή θανάτου και θέτουν τέλος στις παράλληλες και ενδεχομένως αντικρουόμενες διαδικασίες σε διάφορα κράτη μέλη, όπως για παράδειγμα όσον αφορά τα περιουσιακά θέματα ή τους τραπεζικούς λογαριασμούς. Με λίγα λόγια, θα συμβάλουν στη μεγαλύτερη νομική σαφήνεια για τα διεθνή ζευγάρια.
Ο πρώτος Αντιπρόεδρος της Επιτροπής, κ. Τίμερμανς, δήλωσε τα εξής: «Η θέση σε εφαρμογή των κανονισμών αυτών αποτελεί καλή είδηση για τον αυξανόμενο αριθμό διεθνών ζευγαριών στην Ευρώπη. Αποσκοπούν στην παροχή βεβαιότητας σε χιλιάδες ευρωπαϊκά ζευγάρια σχετικά με το τι συμβαίνει στην περιουσία τους σε περίπτωση διαζυγίου ή θανάτου ενός εξ αυτών. Είμαι πεπεισμένος ότι οι εν λόγω κανονισμοί θα βοηθήσουν πολλά ευρωπαϊκά ζευγάρια να διαχειριστούν τέτοιες δύσκολες περιόδους».
Η κ. Βιέρα Γιούροβα, Επίτροπος της ΕΕ αρμόδια για τη δικαιοσύνη δήλωσε τα εξής: «Οι νέοι αυτοί κανόνες θα καταστήσουν ευκολότερη και φθηνότερη την κατανομή των κοινών περιουσιακών στοιχείων και θα προσφέρουν κάποια ανακούφιση στους ανθρώπους σε δύσκολες περιστάσεις. Περισσότερα από 16 εκατομμύρια διεθνή ζευγάρια θα επωφεληθούν από σαφείς διαδικασίες σε περίπτωση διαζυγίου ή θανάτου ενός συντρόφου. Θα είναι σε θέση να εξοικονομήσουν περίπου 350 εκατ. ευρώ ετησίως σε δικαστικά έξοδα. Προτρέπω και τα υπόλοιπα κράτη μέλη να συμμετάσχουν στην ενισχυμένη συνεργασία προς όφελος όλων των διεθνών ζευγαριών σε ολόκληρη την ΕΕ».
Δεδομένου ότι δεν κατέστη δυνατή η επίτευξη ομοφωνίας μεταξύ όλων των κρατών μελών, οι κανόνες θα εφαρμοστούν σε 18 κράτη μέλη: Αυστρία, Βέλγιο, Βουλγαρία, Κροατία, Κύπρος, Τσεχική Δημοκρατία, Φινλανδία, Γαλλία, Γερμανία, Ελλάδα, Ιταλία, Λουξεμβούργο, Μάλτα, Κάτω Χώρες, Πορτογαλία, Σλοβενία, Ισπανία και Σουηδία.
Οι νέοι κανονισμοί:
· θα διευκρινίζουν ποιο εθνικό δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να βοηθά τα ζευγάρια στη διαχείριση της περιουσίας τους ή στη διανομή της μεταξύ τους σε περίπτωση διαζυγίου, διάστασης ή θανάτου·
· θα διευκρινίζουν ποιο εθνικό δίκαιο υπερισχύει σε περίπτωση που θα μπορούσαν ενδεχομένως να εφαρμοστούν οι κανόνες πολλών χωρών·
· θα διευκολύνουν την αναγνώριση και την εκτέλεση σε ένα κράτος μέλος απόφασης που εκδόθηκε σε άλλο κράτος μέλος και η οποία αφορά περιουσιακά ζητήματα.
Τα 18 κράτη μέλη που προσχώρησαν στην ενισχυμένη συνεργασία αντιστοιχούν στο 70 % του πληθυσμού της ΕΕ και αντιπροσωπεύουν την πλειονότητα των διεθνών ζευγαριών που ζουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα εν λόγω κράτη μέλη ενέκριναν τους κανονισμούς τον Ιούνιο του 2016 στο πλαίσιο ενισχυμένης συνεργασίας. Τα υπόλοιπα κράτη μέλη μπορούν να προσχωρήσουν στους δύο κανονισμούς ανά πάσα στιγμή.
Τα μη συμμετέχοντα κράτη μέλη θα συνεχίσουν να εφαρμόζουν το εθνικό τους δίκαιο (συμπεριλαμβανομένων των κανόνων τους για το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο) σε διασυνοριακές καταστάσεις που αφορούν τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων και των καταχωρισμένων συντρόφων.
Ιστορικό
Η ενισχυμένη συνεργασία δίνει τη δυνατότητα σε μια ομάδα τουλάχιστον εννέα κρατών μελών να θεσπίσει μέτρα αν δεν επιτευχθεί συμφωνία και από τα 28 κράτη μέλη. Οι άλλες χώρες της ΕΕ διατηρούν το δικαίωμα να προσχωρήσουν στην ενισχυμένη συνεργασία όποτε το επιθυμούν (άρθρο 331 της ΣΛΕΕ).
Στις 16 Μαρτίου 2011 η Επιτροπή εξέδωσε δύο προτάσεις κανονισμών που αφορούν τις περιουσιακές σχέσεις των διεθνών ζευγαριών: μία για τα έγγαμα ζευγάρια και μία για τους καταχωρισμένους συντρόφους. Στόχος τους ήταν να συμπληρώσουν το πλαίσιο των πράξεων της ΕΕ για τη δικαστική συνεργασία στον τομέα του οικογενειακού δικαίου. Οι προτάσεις έπρεπε να εγκριθούν ομόφωνα από το Συμβούλιο. Τον Δεκέμβριο του 2015 το Συμβούλιο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν ήταν δυνατό να επιτευχθεί ομοφωνία μεταξύ των 28 κρατών μελών.
Δεκαεπτά κράτη μέλη ζήτησαν από την Επιτροπή ενισχυμένη συνεργασία μεταξύ τους στον τομέα των περιουσιακών σχέσεων των διεθνών ζευγαριών, συμπεριλαμβανομένων τόσο των γάμων όσο και των συμφώνων συμβίωσης. Η Κύπρος προσχώρησε στην ενισχυμένη συνεργασία σε μεταγενέστερο στάδιο. Τον Μάρτιο του 2016 η Επιτροπή υπέβαλε εκ νέου τις δύο προτάσεις, λαμβάνοντας υπόψη την πολιτική συμφωνία που επιτεύχθηκε στο Συμβούλιο. Στις 24 Ιουνίου 2016 το Συμβούλιο ενέκρινε και τους δύο κανονισμούς.