Στα ίδια περίπου εκτιμάται ότι κινήθηκαν οι πωλήσεις των κινητών τηλεφώνων στην Ελλάδα το 2018 με τους καταναλωτές πάντως να στρέφονται όλο και περισσότερο στα smartphones και να δείχνουν διατεθειμένοι κιόλας να αγοράσουν πιο ακριβές συσκευές.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις παραγόντων της αγοράς, το 2018 έκλεισε με τις πωληθέντες συσκευές λίγο πάνω από τα 2,6 εκατ. τεμάχια, σημειώνοντας οριακή πτώση σε σχέση με το 2017. Όμως, η αξία των πωληθέντων συσκευών ξεπέρασε τα 560 εκατ. ευρώ όταν το αντίστοιχο ποσό το 2017 ήταν λίγο πάνω από τα 520 εκατ. ευρώ. Ένας λόγος είναι η ακόμη μεγαλύτερη στροφή προς τα smartphones καθώς το 2018 αντιπροσώπευσαν το 81% των συνολικών πωληθέντων συσκευών από 78% που ήταν το 2017. Επιπλέον, παρατηρείται μία αύξηση του ποσοστού των smartphones με τιμές πάνω από τα 200 ευρώ.
Οι κατασκευαστές, όπως είναι προφανές, δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στα smartphones λόγω και της μεγαλύτερης αξίας πώλησης τους και αυτό που αξίζει να επισημανθεί είναι ότι η αγορά δείχνει να κυριαρχείται από 5 κατασκευαστές, το συνολικό μερίδιο των οποίων σε επίπεδο πωληθέντων συσκευών έφθασε στο σύνολο της χρονιάς σε επίπεδα πάνω από 83%.
Την πρώτη θέση -συνολικά στη χρονιά- κατέλαβε η Samsung με ένα μερίδιο που πλησίασε κοντά στο 30% αλλά ήταν και τρεις μονάδες κάτω σε σχέση με το 2017, ενώ στη δεύτερη βρίσκεται η Huawei, το μερίδιο της οποίας διαμορφώθηκε στο 24% από 16,5% την αμέσως προηγούμενη χρονιά. Σημειωτέον πάντως, ότι τον Δεκέμβριο του 2018 -όπως είχε συμβεί και ένα χρόνο νωρίτερα- η Huawei βρέθηκε στην πρώτη θέση των πωλήσεων με το μερίδιο της να αγγίζει το 30% (έναντι 28% περίπου της Samsung), κάτι που αποδίδεται στην προσφορά 1+1 συσκευής που έκανε και τις δύο χρονιές τον συγκεκριμένο μήνα η κινεζική εταιρεία.
Όπως επισημαίνουν παράγοντες της αγοράς, ο κατασκευαστής με τη μεγαλύτερη άνοδο το 2018 ήταν πάντως η Xiaomi, το μερίδιο της οποίας -για το σύνολο της χρονιάς- διαμορφώθηκε λίγο πάνω από το 15% (έναντι περίπου 6% το 2017) και θα ήταν ενδεχομένως υψηλότερο αν η κινεζική εταιρεία δεν έβλεπε το μερίδιο της να κινείται περίπου στο 11% – 12% το τελευταίο δίμηνο του 2018.
Στην τέταρτη θέση συναντάμε την MLS με το μερίδιο της το 2018 να πέφτει στο 8% από 9% που ήταν το 2017, ενώ πτωτικά κινήθηκε και εκείνο της Apple που διαμορφώθηκε πέρσι στο 6,4% από 7,5% την αμέσως προηγούμενη χρονιά.
Από εκεί και πέρα, μόνο η Nokia είχε ένα ποσοστό άνω του 3% με όλους τους υπόλοιπους κατασκευαστές να κινούνται σε χαμηλότερα επίπεδα. Αυτή πάντως η τάση δεν αποκλείεται να αλλάξει το 2019, καθώς υπάρχουν κατασκευαστές που παρουσιάζονται αρκετά φιλόδοξοι και θα διαθέτουν μοντέλα για να ενισχύσουν σημαντικά τα μερίδια τους. Σε αυτή τη λίστα περιλαμβάνεται η Honor, η οποία έκλεισε το 2018 με το μερίδιο της στο σύνολο της χρονιάς στο 1,3% αλλά τον Δεκέμβριο έφθασε στο 3,5%, όπως επίσης και η Motorola αλλά και η Alcatel, ενώ ορισμένοι αναλυτές θεωρούν ότι και οι Meizu και Sony Mobile μπορεί να κινηθούν τη φετινή χρονιά.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι η κατάταξη στο σύνολο της αγοράς των κινητών τηλεφώνων (συμπεριλαμβανομένων και των «κλασικών» κινητών τηλεφώνων όπου κατασκευαστές όπως η Nokia και η Alcatel κυριαρχούν) η κατάταξη διαφοροποιείται. Συγκεκριμένα, η Samsung είναι πρώτη με μερίδιο στο 24%, ακολουθεί η Huawei με λίγο πάνω από 19%, ενώ τρίτη είναι η Nokia με σχεδόν 15%. Ακολουθούν οι Xiaomi (12%), MLS (6,5%), Alcatel (6%) και Apple (5%).
Μερίδια με βάση τις πωλήσεις
Αυτό που θα πρέπει να σημειωθεί είναι πως τα μερίδια αλλά και η κατάταξη είναι λίγο διαφορετικά με βάση την αξία των πωλήσεων. Στην πρώτη θέση βρίσκεται η Samsung με το μερίδιο της στο 36% και ακολουθούν η Apple αλλά και η Huawei με μερίδια που είναι κοντά στο 21%. Στην τέταρτη είναι η Xiaomi που ξεπέρασε το «όριο» του 10%, ενώ σε μεγάλη απόσταση ακολουθεί η MLS με 3,8%. Είναι ενδιαφέρον ότι οι τέσσερις μεγαλύτεροι κατασκευαστές έχουν περίπου το 90% της αγοράς με βάση τις πωλήσεις!
Ενισχύεται η μεσαία κατηγορία
Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο είναι μια ελαφριά αλλαγή που παρατηρείται όσον αφορά το ποσό που δαπανούν οι Έλληνες καταναλωτές για να αποκτήσουν καινούριο smartphone. Για παράδειγμα, το μερίδιο των συσκευών με κόστος απόκτησης έως 150 ευρώ έχει μειωθεί στο 36% από 40% που ήταν το 2017, ενώ αντίθετα αυξήθηκε από το 41% στο 44% το μερίδιο των συσκευών με τιμή 150 έως 300 ευρώ και από 5,5% σε 7% το ποσοστό των συσκευών που κινούνται μεταξύ 300 και 400 ευρώ.
Αξιοσημείωτη είναι ακόμη η στροφή προς τις συσκευές με τις μεγαλύτερες οθόνες, καθώς σχεδόν το 50% των πωληθέντων συσκευών είχαν οθόνες με διαγώνιο μεγαλύτερη των 5,5 ιντσών, όταν το 2017 το αντίστοιχο ποσοστό ήταν λίγο κάτω από το 40%.
Από εκεί και πέρα, αξίζει να σημειωθεί στα κανάλια διανομής, περίπου οι μισές συσκευές διατίθενται από τις αλυσίδες που διατηρούν οι τηλεπικοινωνιακοί πάροχοι, ενώ το ποσοστό των πωλήσεων μέσω Διαδικτύου κινείται μεταξύ 15% και 18% ανάλογα με το μήνα.