Πόσο παράδοξος και αμήχανος είναι ο τίτλος της «εθνικής εκπροσώπησης» για τον σύγχρονο εικαστικό κύκλο της χώρας, σε μια περίοδο που η ίδια η έννοια του έθνους-κράτους βρίσκεται υπό διαπραγμάτευση και μια ρευστότητα ελληνικής -ή όποιας άλλης- ταυτότητας επικρατεί; Φτάνοντας νωρίτερα από το συνηθισμένο στο τελικό στάδιο της ολοκλήρωσης του στησίματος, η φετινή συμμετοχή στην 58η Μπιενάλε Βενετίας, το μεγάλη διεθνή διοργάνωση-ορόσημο της σύγχρονης τέχνης, άνοιξε τα χαρτιά της στη συνέντευξη Τύπου που δόθηκε την Τετάρτη (17/4) στο Υπουργείο Πολιτισμού, παρουσία της Υπουργού, Μυρσίνης Ζορμπά. Υπό την ονομασία «Mr. Stigl», αντί του αρχικού τίτλου εργασίας «Αιωρήσεις», η πρόταση των Πάνου Χαραλάμπους, Εύας Στεφανή και Ζάφου Ξαγοράκη (σε επιμέλεια της Κατερίνα Τσέλου) παίζει με τα όρια της ιστορίας και της μυθοπλασίας, εξετάζοντας την ελληνικότητα μέσα από αφηγήσεις και αφηγητές του περιθωρίου.
Το ελληνικό περίπτερο μεταμορφώνεται εσωτερικά και εξωτερικά, αναπαριστώντας αναφορές από το χθες και το σήμερα σε ένα νέο πλαίσιο νοηματοδοτήσεων: περίτεχνοι αρχαιοελληνικοί κίονες στην πρόσοψη, ένας λαϊκός τελετουργικός χορός πάνω σε ποτήρια στο εσωτερικό, καθώς και καθημερινές εικόνες μιας νευρωτικής, ανδροκρατούμενης κοινωνίας. «Κατά τη δική μου ερμηνεία, τα έργα πιάνουν τη συγκυρία της [ελληνικής] ιστορικής παραδοξότητας, την αντίφαση του βιώματος δηλαδή που νιώθουμε την ίδια στιγμή βλέποντας το παρόν και το παρελθόν μας», όπως σημείωσε εύστοχα η εθνική επίτροπος και αναπληρώτρια διευθύντρια του MOMus – Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, Συραγώ Τσιάρα.
Για να πάρουμε τα πράγματα, όμως, από την αρχή, ποιος είναι ο «Mr. Stigl» και γιατί τιτλοφορεί την τελική πρόταση; «Ο κύριος Stigl πρόκειται για ένα ιστορικό παράδοξο, ένα αποτέλεσμα μιας παρανόησης, είναι ένας φανταστικός ήρωας μιας άγνωστης, περιφερειακής ιστορίας, που ζει στις παρυφές της πραγματικότητας», εξήγησε η επιμελήτρια της έκθεσης, Κατερίνα Τσέλου. Οι τρεις καλλιτέχνες ξεκίνησαν με μια εκτενή έρευνα πεδίου, ψάχνοντας τη μακρά ιστορία του ελληνικού περιπτέρου, από το 1934 που σημειώθηκε η πρώτη εθνική συμμετοχή στα περίφημα Τζιαρντίνι της Βενετίας. Σε αυτό το στάδιο ανακάλυψαν αρκετά παράδοξα. Ένα από αυτά ήταν ο Mr. Stigl: ένας άνθρωπος που φέρεται να εκθέτει στο ελληνικό περίπτερο κατά την Μπιενάλε του 1952, ενώ δεν υπήρξε ποτέ – ήταν ένα παραφιλολογικό σφάλμα του τότε επιτετραμμένου που παράκουσε το κίνημα μοντέρνας τέχνης Ντε Στιλ (De Stijl).
Αυτή η αινιγματική, παραμυθοπλαστική φιγούρα γίνεται το παιγνιώδες εργαλείο για να διαρραγεί το αυστηρό πλαίσιο ενός μεγάλου εικαστικού θεσμού, αφήνοντας εναλλακτικές αφηγήσεις να παρεισφρήσουν, να «αιωρηθούν» σε ένα ρευστό μεταίχμιο πραγματικότητας-φαντασίας, και -σε ένα βαθμό- να σαρκάσουν αυτό που λέμε «ελληνικότητα». «Παρότι στην πορεία των χρόνων έως σήμερα υπήρξαν εξαιρετικές ατομικές εκπροσωπήσεις της Ελλάδας στην Μπιενάλε της Βενετίας, όπως εκείνη του Νίκου Αλεξίου ή της Μαρίας Παπαδημητρίου, είδαμε πως έλειπε ένα στοιχείο οιωνισμού, ένα συμβάν, κάτι που θα κινήσει τα πράγματα έστω κι αν ρισκάρει τη σοβαρότητα μιας εθνικής εκπροσώπησης», είπε ο Πάνος Χαραλάμπους. Στο δικό του κομμάτι, «Ένας άγριος αητός καθότανε περήφανος», ο Χαραλάμπους φτιάχνει μια μεγάλη γυάλινη εγκατάσταση, που αποτελείται από 20.000 ποτήρια-βεντούζες τοποθετημένες κολλητά στο πάτωμα, πάνω στις οποίες θα στήσει ένα συνειρμικό, ερμηνευτικό χορό στα εγκαίνια της Μπιενάλε, ανατρέχοντας στην προ-πολιτική ταυτότητα και τη μυθολογία. Το αποτέλεσμα που θα αφήσει φεύγοντας, θα μείνει μαζί με ένα αβανγκάρντ ηχητικό μιξάζ από δυο δίσκους που θα παίζουν σε πικάπ.
«Το δικό μου έργο αφορά τις ιστορίες των ανθρώπων που συνήθως δεν έχουν φωνή στο δημόσιο λόγο», σχολίασε η Εύα Στεφανή. Στην άλλη πλευρά του ελληνικού περιπτέρου, απέναντι από την εγκατάσταση του Πάνου Χαραλάμπους, τρεις βιντεοπροβολές συνθέτουν τα «Ανάγλυφα». Στη μία οθόνη, μικρά αποσπάσματα εισχωρούν σε καθημερινές ιστορίες διάφορων μεσήλικων και υπερήλικων ανδρών, που όλες τους έχουν μια γερή δόση παραδοξότητας (όπως ένας ενενηντάχρονος ράφτης που κάθε χρόνο παίρνει μέτρα για κοστούμι στο φίλο του ενώ ξέρουν και οι δύο πως δεν πρόκειται να το φτιάξει γιατί δεν υπάρχουν χρήματα, ή δύο περιθωριακοί κολλητοί φίλοι -ένας αλκοολικός και ένας περιστασιακά έγκλειστος σε σωφρονιστικά συστήματα- που διαρκώς ρωτάνε μεταξύ τους «τι ώρα είναι;» κά), ενώ στη δίπλα οθόνη μια γυναίκα-παλιά πόρνη της Αθήνας κάθεται ακίνητη σε μια πολυθρόνα και δίνεται η εντύπωση πως τους κοιτάει. Παράλληλα, στο τελευταίο κομμάτι του έργου, αρχειακό υλικό από παρελάσεις και εθνικές τελετές προβάλλεται με κάποιες ενδιάμεσες σουρεαλιστικές αφηγήσεις της εικαστικού. «Από τη μία είναι μικρές αφηγήσεις ανθρώπων που δεν εγγράφονται στην επίσημη ιστορία και από την άλλη είναι μια κριτική ματιά σε αυτήν την επίσημη ιστορία», συνεχίζει η ίδια.
Τέλος, η εικαστική παρέμβαση του Ζάφου Ξαγοράκη αλλάζει την εξωτερική όψη του ελληνικού περιπτέρου και συρράπτει νοηματικά τα έργα των καλλιτεχνών στη φετινή πρόταση της χώρας στην Μπιενάλε της Βενετίας. Γνωστός για τις ανατρεπτικές αρχιτεκτονικές του αναγνώσεις, τοποθετεί στην είσοδο την ανακατασκευή της πύλης του στρατοπέδου της Μακρονήσου, «με στόχο να μεταφερθούμε στο 1948 και να συνδέσουμε τα ταραγμένα χρόνια του Εμφυλίου και τους τόπους εξορίας των Ελλήνων με το κίνημα του μοντερνισμού και την Πέγκι Γκούγκενχαϊμ», όπως ανέφερε ο ίδιος ο Ξαγοράκης, που επικοινώνησε μέσω διαδικτυακής βιντεοκλήσης από τη Βενετία. Τη χρονιά του ’48, το ελληνικό περίπτερο παραχωρήθηκε στην Αμερικανίδα συλλέκτρια, η οποία εξέθεσε ανατρεπτικά για την εποχή έργα από τη συλλογή της, αλλάζοντας ουσιαστικά την ιστορία της ίδιας της Μπιενάλε, ενώ την ίδια στιγμή στη χώρα, στο στρατόπεδο συγκέντρωσης της Μακρονήσου, οι εκτοπισμένοι στρατιώτες υποχρεούνταν να φτιάχνουν αντίγραφα αρχαιοελληνικών ναών, στο πλαίσιο μιας πολιτισμικής εξυγίανσης.
Η 58η Διεθνής Έκθεση Τέχνης ― La Biennale di Venezia, σε επιμέλεια Ralph Rugoff, τιτλοφορείται «May You Live in Interesting Times» και θα είναι ανοιχτή για το κοινό από τις 11 Μαΐου έως τις 24 Νοεμβρίου.
Πηγή: athinorama.gr