Σύμφωνα με νέα έρευνα του Ευρωβαρόμετρου, οι Ευρωπαίοι ανησυχούν ολοένα και περισσότερο για την κατάσταση της φύσης και του περιβάλλοντος.
Σχεδόν όλοι (96%) από τους άνω των 27 000 πολιτών που συμμετείχαν στην έρευνα δήλωσαν ότι είναι καθήκον μας να προστατεύουμε τη φύση, καθώς αποτελεί βασική δράση για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής. Η έρευνα καταδεικνύει την αυξανόμενη συνειδητοποίηση της σημασίας της βιοποικιλότητας, των απειλών που δέχεται και των μέτρων που πρέπει να ληφθούν για την προστασία της. Οι απόψεις των πολιτών συνάδουν με τους στόχους της στρατηγικής της ΕΕ υπέρ της βιοποικιλότητας με ορίζοντα το 2020, οι οποίοι αποσκοπούν στον τερματισμό της απώλειας βιοποικιλότητας και οικοσυστημικών υπηρεσιών. Συνάδει επίσης με τους στόχους των οδηγιών της ΕΕ για τα πτηνά και τους οικοτόπους, οι οποίοι αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της πολιτικής της ΕΕ για την προστασία της φύσης.
Η έρευνα του Ευρωβαρόμετρου προηγείται της πρώτης παγκόσμιας αξιολόγησης σχετικά με την κατάσταση της φύσης και με τη θέση της ανθρωπότητας σε αυτήν, η οποία θα παρουσιαστεί από τη Διακυβερνητική Επιστημονική και Πολιτική Πλατφόρμα για τη Βιοποικιλότητα και τις Οικοσυστημικές Υπηρεσίες (IPBES).
Ο Επίτροπος Περιβάλλοντος, Θαλάσσιας Πολιτικής και Αλιείας, κ. Καρμένου Βέλα, δήλωσε τα εξής: «Η τελευταία έρευνα του Ευρωβαρόμετρου για τη βιοποικιλότητα δείχνει σαφώς τρία πράγματα: Οι Ευρωπαίοι αποδίδουν μεγάλη σημασία στη φύση και στη βιοποικιλότητα· αναγνωρίζουν ότι η κλιματική αλλαγή και η απώλεια βιοποικιλότητας αποτελούν δύο όψεις του ίδιου προβλήματος και αναμένουν από την ΕΕ να αναλάβει δράση για την προστασία της φύσης και του περιβάλλοντος. Όσον αφορά την εν λόγω έρευνα και τις ισχυρές επιστημονικές αποδείξεις που θα προκύψουν από την IPBES εντός της ημέρας, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει καθήκον και ευθύνη να εργαστεί για μια ισχυρή παγκόσμια συμφωνία υπέρ της φύσης και της ανθρωπότητας έως το 2020.»
Η έρευνα αυτή πραγματοποιήθηκε στα 28 κράτη μέλη της ΕΕ από τις 4 έως τις 20 Δεκεμβρίου 2018. Εν προκειμένω, 27 643 άτομα από διαφορετικές κοινωνικές και δημογραφικές ομάδες ερωτήθηκαν προσωπικά κατ’ οίκον, στη γλώσσα τους.