Η Σεβαστή Καλλισπέρη ήταν πρώτη Ελληνίδα φοιτήτρια της Σορβόννης, καθηγήτρια γαλλικών στο Αρσάκειο, επιθεωρήτρια και εισηγήτρια μεταρρυθμίσεων του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος. Αυτή ειναι η ιστορία της!

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1858 από τον Νικόλαο και τη Μαριγώ Καλλισπέρη. Ο πατέρας της ήταν από την Κάλυμνο και κατά τη διάρκεια του Αγώνα της Ανεξαρτησίας έλαβε μέρος σε πολλές πολεμικές επιχειρήσεις.

Με την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους υπηρέτησε σε υψηλές κρατικές θέσεις, όπως στη θέση του επιθεωρητή των Δημοτικών σχολείων της Σάμου (1830), όπου ίδρυσε πολλά δημοτικά σχολεία, του δικαστή Αθηνών (1844) και του νομάρχη Μεσσηνίας (1855) (Καλλισπέρη, 1911: 103-106).

Είχε την πεποίθηση ότι για να προοδεύσει το νέο ελληνικό κράτος έπρεπε να δώσει έμφαση στην οργάνωση της εκπαίδευσης και την καταπολέμηση των προλήψεων κατά της μόρφωσης, που επιβίωναν από την εποχή της οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Την αγάπη και την πίστη του για τη μόρφωση μετέδωσε στα τρία παιδιά του και ιδιαίτερα στην κόρη του Σεβαστή, την οποία έστειλε σε ένα από τα καλύτερα ιδιωτικά σχολεία της Αθήνας, το «Παρθεναγωγείον Χιλλ».

Την εποχή εκείνη η πατριαρχική δομή της ελληνικής οικογένειας και οι κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες περιόριζαν τον ρόλο της γυναίκας στο σπίτι και την οικογένεια. Παράλληλα, επικρατούσε η άποψη ότι «τα γράμματα» ήταν περιττά για τις γυναίκες και μόνο οι άνδρες έπρεπε να μορφώνονται.

Η ελληνική πολιτεία, κάτω από την επίδραση αυτών των απόψεων, είχε θεσμοθετήσει την δημόσια πρωτοβάθμια εκπαίδευση στην οποία είχαν πρόσβαση και τα δύο φύλα (1834) και τη δημόσια δευτεροβάθμια εκπαίδευση που απευθυνόταν μόνο στα αγόρια (1836), χωρίς να λάβει καμία πρόνοια για τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση των κοριτσιών.

Την έλλειψη αυτή έσπευσε να καλύψει η ιδιωτική πρωτοβουλία με την ίδρυση ιδιωτικών δευτεροβάθμιων σχολείων θηλέων, των Ανώτερων Παρθεναγωγείων, τα οποία βρίσκονταν στα μεγάλα αστικά κέντρα, είχαν ακριβά δίδακτρα και απευθύνονταν στα κορίτσια των εύπορων αστικών οικογενειών.

Όμως, η διάρκεια των σπουδών ήταν μικρότερη από αυτή των δημόσιων δευτεροβάθμιων σχολείων αρρένων και το πρόγραμμα των μαθημάτων αρκετά υποβαθμισμένο και διαφοροποιημένο, καθώς βασικός του σκοπός ήταν η προετοιμασία των κοριτσιών για τον ρόλο της συζύγου, νοικοκυράς και μητέρας.

Στο τέλος των σπουδών, τα Παρθεναγωγεία χορηγούσαν ένα δίπλωμα, το οποίο δεν ήταν αντίστοιχο του απολυτηρίου του δημόσιου Γυμνασίου αρρένων, αφού δεν εξασφάλιζε στις κατόχους του τη δυνατότητα εγγραφής στο Πανεπιστήμιο, τους έδινε, όμως, τη δυνατότητα να εργαστούν ως δασκάλες στα Δημοτικά σχολεία τόσο της Ελλάδας όσο και του αλύτρωτου Ελληνισμού.

Πλησιάζοντας προς την καμπή του αιώνα, ένας μικρός αριθμός μορφωμένων γυναικών, χωρίς να απομακρύνεται από το πρότυπο της μητέρας και συζύγου, έθεσε δημόσια το ζήτημα της γυναικείας εκπαίδευσης. Διεκδίκησε εκπαίδευση αντίστοιχη με την ανδρική, που να εξασφαλίζει ουσιαστική μόρφωση και ευρύτερη συμμετοχή της γυναίκας στην κοινωνική και οικονομική ζωή του τόπου.

Πρωτεργάτριες στον αγώνα για την βελτίωση και αναβάθμιση της γυναικείας εκπαίδευσης ήταν γνωστές δασκάλες της εποχής (Καλλιρρόη Παρρέν, Αικατερίνη Λασκαρίδου, Σαπφώ Λεοντιάς, Καλλιόπη Κεχαγιά), οι οποίες, με το εκπαιδευτικό, συγγραφικό και κοινωνικό τους έργο, θεμελίωναν αυτές τις διεκδικήσεις και άνοιγαν τον δρόμο για δημόσια δράση. Καθώς η ελληνική κοινωνία εξελισσόταν και εκσυγχρονιζόταν, η ζήτηση για ανώτερες σπουδές από τις γυναίκες αυξανόταν όλο και περισσότερο.

Όμως, η πολιτεία και οι άνδρες παιδαγωγοί και διανοούμενοι ήταν αρνητικοί στο αίτημα των γυναικών για πρόσβαση στις πανεπιστημιακές σπουδές. Το Πανεπιστήμιο Αθηνών απέρριπτε τις αιτήσεις εγγραφής των αποφοίτων των Ανώτερων Παρθεναγωγείων, με το επιχείρημα ότι αφενός τα σχολεία αυτά δεν ήταν αναγνωρισμένα από το κράτος ως Γυμνάσια, αφετέρου η συμφοίτηση φοιτητών και φοιτητριών ήταν ακόμα πρόωρη για τα ήθη της Ελλάδας (Ζιώγου-Καραστεργίου, 1986: 329-331).

Η Σεβαστή Καλλισπέρη, μετά την αποφοίτησή της από τη Σχολή Χιλλ, προσπάθησε να αποκτήσει απολυτήριο Γυμνασίου, που θα της επέτρεπε την εγγραφή στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Για να καλύψει τα κενά που είχε από την μέχρι τότε εκπαίδευση της, διδάχτηκε στο σπίτι, από ιδιωτικούς δασκάλους, όλα τα μαθήματα του δημοσίου Γυμνασίου αρρένων και έδωσε εξετάσεις σε επιτροπή αποτελούμενη από δέκα καθηγητές του Πανεπιστημίου και της Μέσης Εκπαίδευσης και αρίστευσε. Ωστόσο, το υπουργείο Παιδείας δεν επικύρωσε τις υπογραφές των καθηγητών που την εξέτασαν, οπότε το αποτέλεσμα δεν είχε ισχύ.

Αργότερα, οι υπογραφές αυτές επικυρώθηκαν από τον δήμαρχο της Αθήνας και η Καλλισπέρη απέκτησε απολυτήριο δημοσίου Γυμνασίου, δεν έγινε όμως δεκτή στο Πανεπιστήμιο. Τότε, αποφάσισε να φύγει για σπουδές στο εξωτερικό και ζήτησε υποτροφία από το Αρσάκειο, το οποίο αρνήθηκε. Στη συνέχεια ζήτησε από τον ίδιο το πρωθυπουργό Χαρίλαο Τρικούπη μια μικρή υποτροφία, αλλά έλαβε αρνητική απάντηση με την αιτιολογία ότι η κυβέρνηση δεν είχε χρήματα.

Έτσι με έξοδα του πατέρα της, ο οποίος συμμεριζόταν τη δίψα της για πανεπιστημιακή μόρφωση, έφυγε στο Παρίσι, όπου, μετά από εξετάσεις, γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου της Σορβόννης (1885).

Το φεμινιστικό έντυπο της εποχής “Εφημερίς των Κυριών” της Καλλιρρόης Παρρέν, το οποίο διεκδικούσε ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών στην εκπαίδευση και τις επαγγελματικές ευκαιρίες, αναφερόταν με περηφάνια στην πρόοδο της Καλλισπέρη:

«Η δεσποινίς Καλλισπέρη είναι κόρη θελήσεως σιδηράς και επιμονής πρωτοφανούς. Ουδείς την ενεθάρρυνεν˙ ουδείς την υπεστήριξεν.[…] Αι κυβερνήσεις εν Ελλάδι είναι σκληραί μητριαί του γυναικείου φύλου. Απωθούσι την οργώσαν προς τα γράμματα νεάνιδα, θεωρούσαι την παιδείαν ως αποκλειστικόν του ανδρός προνόμιον […] Η δεσποινίς Καλλισπέρη εν Γαλλία εκτιμάται και αγαπάται παρά πάντων δια τον ακάματον αυτής ζήλον […] μετ’εθνικής δε υπερηφανείας χαράττομεν υπέρ αυτής τας γραμμάς ταύτας, ευχόμεναι όπως το καλόν αυτής παράδειγμα απομιμηθώσι και άλλαι συμπολίτιδες ημών…»   αρ. 48, 7 Φεβρουαρίου 1888).

Την ίδια περίπου εποχή σπούδαζε Ιατρική στη Σορβόννη και μια άλλη Ελληνίδα, η Μαρία Καλαποθάκη, γεγονός που αποδεικνύει ότι η γυναικεία δραστηριότητα στον τομέα των ανώτερων σπουδών είχε αρχίσει να διευρύνεται. Τελικά, οι διεκδικήσεις των γυναικών για εισαγωγή στο Πανεπιστήμιο δικαιώθηκαν το 1890, όταν η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών έκανε δεκτή την πρώτη φοιτήτρια, την Ιωάννα Στεφανόπολι.

Σύντομα, ακολούθησαν και άλλες και ο αριθμός των φοιτητριών αυξανόταν με γοργούς ρυθμούς, πράγμα το οποίο έθετε και πάλι το αίτημα για την αναβάθμιση της Μέσης Εκπαίδευσης των κοριτσιών, η οποία όφειλε πλέον να ανταποκριθεί στις νέες απαιτήσεις και ανάγκες (Ζιώγου-Καραστεργίου, 1986: 334).

Το 1891 η Καλλισπέρη έλαβε διδακτορικό δίπλωμα, αφού διαγωνίστηκε μαζί με άλλους 130 φοιτητές της Σορβόννης. Μάλιστα, μεταξύ των 32 επιτυχόντων κατάφερε να καταταχτεί 18η. Η Παρρέν πανηγύριζε για την επιτυχία της πρώτης Ελληνίδας διδάκτορος: «Ολόκληρος ο γυναικείος κόσμος ιδία δε αι Ελληνίδες, δια του γεγονότος τούτου έκαμον έν έτι βήμα προς τα πρόσω […] μετ’ολίγον θα δεχθώσιν εις τους κόλπους των ομόφυλον διακεκριμένην διδάκτορα της φιλολογίας» (“Εφημερίς των Κυριών”, αρ. 221, 11 Αυγούστου 1891).

Στη συνέχεια, η Καλλισπέρη φοίτησε για ένα περίπου χρόνο σε σχολές των Σεβρών και του Κέμπριτζ, όπου έκανε πρακτική άσκηση. Με την επιστροφή της στην Ελλάδα, διορίστηκε καθηγήτρια γαλλικών στο Αρσάκειο (1892), στο οποίο μετά από λίγο δίδαξε και Ελληνικά (1895-1898). Παράλληλα, παρέδιδε στο σπίτι της ιδιαίτερα μαθήματα ελληνικής και γαλλικής φιλολογίας, ιστορίας, ηθικής και ψυχολογίας, συμβάλλοντας έτσι στη μόρφωση των ομοφύλων της (Καλλισπέρη, 1892).

Το 1895 παραιτήθηκε από το Αρσάκειο και διορίστηκε επιθεωρήτρια όλων των δημοτικών σχολείων θηλέων. Από τη θέση αυτή εργάστηκε με επιμονή για τη μεταρρύθμιση της εκπαίδευσης και ιδιαίτερα για την οργάνωση και βελτίωση της γυναικείας εκπαίδευσης.

Είναι γεγονός ότι στα τέλη του 19ου αιώνα το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα ήταν αναχρονιστικό, χαρακτηριζόταν από την κυριαρχία των κλασικών μαθημάτων, την περιφρόνηση της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας (γλώσσας, ιστορίας, κοινωνίας, φύσης), των επιστημών και της τεχνικής, καθώς και την πλήρη έλλειψη πρακτικής διδασκαλίας που θα απέβλεπε στην ανάπτυξη χειρονακτικών και παραγωγικών δεξιοτήτων (Τσουκαλάς, 19875: σσ. 556-557).

Μια από τις σημαντικότερες ενέργειές της ήταν η εκπόνηση πρότασης «Περί μεταρρυθμίσεως του γυναικείου Εκπαιδευτικού συστήματος» (1897), η οποία δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στο περιοδικό Οικογένεια (τχ. 1-8). Στην πρόταση αυτή εισηγήθηκε την ίδρυση «διτάξιων σχολών ανωτέρας στοιχειώδους παιδεύσεως», που θα διέθεταν συγχρόνως «τμήμα γραμμάτων» και «τμήμα της βιομηχανικής μορφώσεως ή γυναικείων πραγματικών έργων».

Το πρόγραμμα μαθημάτων των σχολών αυτών θα εξυπηρετούσε δύο διαφορετικούς σκοπούς: αφενός την παροχή εφοδίων για άσκηση βιοποριστικής εργασίας και αφετέρου την προετοιμασία για τις οικιακές εργασίες.

Οι απόφοιτες του πρώτου τμήματος θα ασκούσαν το επάγγελμα της δασκάλας και οι απόφοιτες του δεύτερου, αφού φοιτούσαν για ένα χρόνο στις οικοκυρικές σχολές, θα δίδασκαν πρακτικά μαθήματα σε δημοτικά σχολεία θηλέων. Απώτερος σκοπός του προγράμματος ήταν η ενίσχυση της ελληνικής βιομηχανίας μέσα από την οργάνωση «των γυναικείων τεχνών» και της γυναικείας επαγγελματικής εκπαίδευσης.

Η Καλλισπέρη συμπεριέλαβε την παραπάνω πρόταση στα δύο εκπαιδευτικά νομοσχέδια που υπέβαλε στη Βουλή το 1899 «Περί ιδρύσεως Ανωτέρων Παρθεναγωγείων του Κράτους» και «Περί Ελληνοπρεπούς και πρακτικωτέρας Δημοτικής Εκπαιδεύσεως και περί ιδρύσεως Διδασκαλείου θηλέων του Κράτους» (Μπακαλάκη, & Ελεγμίτου, 1987: 76-77. Ζιώγου, 1990: 2539).

Το 1904, η Καλλισπέρη έλαβε μέρος στο Πρώτον Ελληνικόν Εκπαιδευτικόν Συνέδριον, που συγκλήθηκε από τον Σύλλογο προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων στην Αθήνα, και χαρακτηρίστηκε από μεταρρυθμιστικό πνεύμα. Στην εισήγησή της, στο τμήμα της Γυναικείας Αγωγής, επισήμανε την ανάγκη να δοθεί πρακτική κατεύθυνση στην εκπαίδευση, προτείνοντας να διδάσκονται στο δημοτικό πρακτικά μαθήματα όπως η σηροτροφία, η μελισσοκομία, η κηπουρική, η ανθοκομία, η λαχανοκομία κ.ά. (Μπακαλάκη, και Ελεγμίτου, 1987: 150-154).

Υποστήριζε πάντα την αναγκαιότητα της γυναικείας εκπαίδευσης, πίστευε όμως ότι οι σκοποί της έπρεπε να ανταποκρίνονται στους διαφορετικούς κοινωνικούς ρόλους των ανδρών και των γυναικών.

Παράλληλα, προέβαλε το ελληνοχριστιανικό πρότυπο αγωγής ως το καταλληλότερο για την εκπαίδευση των κοριτσιών και στις εκπαιδευτικές προτάσεις που διαμόρφωσε έδινε έμφαση στην γυναικεία αρετή και στον συνδυασμό πρακτικής και κλασικής εκπαίδευσης.

«Ημείς, κατά τα πάτρια ημών σεμνά και λελογισμένα έθιμα, θέλομεν τας γυναίκας ημών πάσης τάξεως ευτυχείς εν τω οίκω των˙ και ακολουθούσας μεν, κατά το εφικτόν των πνευματικών και των υλικών εκάστης δυνάμεων, την πνευματικήν πρόοδον των κοινωνιών, συντελούσας όμως εις το να καθιστώσιν ευτυχή τον οίκον, δια της γνώσεως πολλών επιτηδευμάτων και της εφαρμογής αυτών δι’εργασίας εν τω οίκω ιδίως» (Καλλισπέρη, 1987: σ. 457). Ήταν, επίσης, η πρώτη που εισηγήθηκε τις σχολικές ποδιές για τους μαθητές και των δύο φύλων «εξ εγχωρίου υφάσματος γυναικείας βιοτεχνίας και κατά τύπον ωρισμένον απλούν άμα δ’ενθυμίζοντα την ελληνικήν περιβολήν» (Καλλισπέρη, 1911: 216).

Το 1906 ταξίδεψε στην Αμερική, όπου παρέμεινε για πέντε χρόνια. Εκεί, μελέτησε τη «βιοτεχνική και βιομηχανική εκπαίδευση» και το αμερικανικό εκπαιδευτικό σύστημα, προκειμένου να προτείνει λύσεις για τη βελτίωση του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος. Οι εμπειρίες από το ταξίδι της, την ώθησαν να γράψει το βιβλίο “Απομνημονεύματα και υποθήκαι εις την εκπαίδευσιν και την μετανάστευσιν προς την Βουλήν των Ελλήνων” (1911), στο οποίο εξέθεσε τις απόψεις της για τη μετανάστευση των Ελλήνων.

Θεωρούσε ότι η μετανάστευση των νέων οφειλόταν σε «έλλειψιν επιστημονικής γεωργίας και βιομηχανίας» και σε «πληθώρα αδιαφορίας και κακοπιστίας» από την πλευρά του ελληνικού κράτους. Ωστόσο, ήταν δυνατόν να περιοριστεί και σταδιακά να εξαλειφθεί αν λαμβανόταν μέριμνα για την οργάνωση και αναβάθμιση της δημόσιας εκπαίδευσης και τη σωστή αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού της χώρας (Καλλισπέρη, 1911: 128-132).

Εκτός από τα σχέδια νόμου και τα άρθρα που δημοσίευσε σε περιοδικά της εποχής, η Καλλισπέρη ασχολήθηκε με αναλύσεις κειμένων αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων και μεταφράσεις ξένων θεατρικών έργων. Έγραψε, επίσης, αρκετά βιβλία, μεταξύ των οποίων:

Η Ολυμπία και οι Ολυμπιακοί αγώνες (1896) και Ηρωίδες εν τη ποιήσει και εν τη ιστορία (1901). Αφιέρωσε την ζωή της στην βελτίωση και αναβάθμιση της ελληνικής εκπαίδευσης και λίγο πριν πεθάνει, το 1953, κληροδότησε στο ελληνικό δημόσιο την περιουσία της: το πατρικό της σπίτι, που βρισκόταν απέναντι από την Ακρόπολη, με σκοπό να αξιοποιηθεί για τις ανάγκες της εκπαίδευσης, καθώς και οικόπεδα στην περιοχή Χαλανδρίου, μέσα στα οποία κτίστηκαν και λειτουργούν μέχρι σήμερα, το 1ο και το 2ο Γυμνάσιο και Γενικό Λύκειο Χαλανδρίου (Καλλισπέρεια).

Πηγή: athensmagazine.gr