Αιτία του Μακεδονικού Αγώνα ήταν η άμεση απειλή να χαθεί αυτός ο χώρος για την Ελλάδα και να περιέλθει στη Βουλγαρία, η οποία είχε εξαπολύσει στο μακεδονικό χώρο μια άνευ προηγουμένου πολυμέτωπη επίθεση σε βάρος του ελληνικού στοιχείου. Στην επίθεση αυτή οι Βούλγαροι, με ειρηνικά μέσα αρχικά, αλλά στη συνέχεια με ολοένα αυξανόμενη βία, επιχειρούσαν να τρομοκρατήσουν τους Έλληνες, να εξαλείψουν την ελληνική παιδεία και συνείδηση και να επιβάλουν στον πληθυσμό συνείδηση βουλγαρική.

Στην πραγματικότητα, η αντιπαλότητα άρχισε από το 1870, όταν ιδρύθηκε, με σουλτανικό φιρμάνι, η βουλγαρική Εξαρχία και η βουλγαρική εκκλησία αποσπάστηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Χρονικά, η περίοδος αυτή συνέπεσε με την εμφάνιση, τόσο στη Βουλγαρία, όσο και σε ολόκληρη τη Βαλκανική, ισχυρών εθνικιστικών κινημάτων. Έτσι σύντομα ταυτίστηκαν οι έννοιες Βούλγαρος και Εξαρχικός και κατ’ αντιστοιχία, ταυτίστηκαν οι έννοιες Έλληνας και Πατριαρχικός.

Τον βουλγαρικό εθνικισμό ενέτεινε η διαβόητη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, η οποία υπογράφηκε το 1878 μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας, -ύστερα από έναν ακόμη ρωσοτουρκικό πόλεμο -, και δημιουργούσε τη Μεγάλη Βουλγαρία, σε βάρος κυρίως των ελληνικών εδαφών της Μακεδονίας και της Θράκης. Και, παρ’ όλον ότι η συνθήκη αυτή καταργήθηκε πριν καν ισχύσει, ωστόσο αποτέλεσε για τους Βουλγάρους εθνικό όραμα για όλες τις επόμενες δεκαετίες.

Όλα αυτά βέβαια συνέβαιναν ενώ και οι δύο λαοί, Έλληνες και Βούλγαροι, βιούσαν υπό τη σκληρή εξουσία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, η οποία ωστόσο διήγε φάση εμφανούς κάμψης και παρακμής και ήταν φανερό ότι, αργά ή γρήγορα, η Τουρκία, που επί αιώνες δυνάστευε και τη Βαλκανική, θα αναγκαζόταν να την εγκαταλείψει. Σωστότερα να εκδιωχθεί, από το χώρο των Βαλκανίων. Έτσι κάθε εθνότητα, ιδιαίτερα η βουλγαρική, -η οποία είχε αναγνωριστεί ως αυτόνομη ηγεμονία από το Συνέδριο του Βερολίνου του 1878-, επιχειρούσε να καταλάβει το κενό εξουσίας που θα προέκυπτε. Εν όψει αυτού του πολύ πιθανού ενδεχομένου, ο βουλγαρικός εθνικισμός ξεκίνησε, κυρίως με την είσοδο του 20ού αιώνα, συντονισμένη προσπάθεια να εμφανίσει τη Μακεδονία ως χώρο όπου κυριαρχούσαν οι Εξαρχικοί –Βούλγαροι. Στην αρχή η προσπάθεια αυτή πήρε τη μορφή ίδρυσης και ανάπτυξης βουλγαρικών σχολείων και εξαρχικών εκκλησιών, όμως, επειδή υπήρξε δικαιολογημένη αντίδραση του ελληνικού στοιχείου, ιδιαίτερα των δασκάλων, ιερέων και λοιπών Ελλήνων πατριωτών, οι Βούλγαροι, οργανωμένοι σε μαχητικές οργανώσεις (κομιτάτα), άρχισαν καταπιέσεις και διωγμούς, προσπαθώντας, στην αρχή με την πειθώ, και στη συνέχεια με τα όπλα και τη βία να πετύχουν το σκοπό τους.

Αυτή η αντίδραση των Ελλήνων, σύντομα πήρε τη μορφή ένοπλης αντίστασης κατά της ένοπλης βουλγαρικής βίας. Και αυτοί οι ένοπλοι Έλληνες έμειναν στην ιστορία ως «Μακεδονομάχοι» και ο αγώνας τους ως «Μακεδονικός Αγώνας». Αυτός ο αγώνας στην αρχή στηρίχτηκε στους γηγενείς Μακεδόνες, όμως γρήγορα φάνηκε ότι ήταν αναγκαία η βοήθεια από την ελεύθερη Ελλάδα, όχι μόνο σε οργάνωση και εφόδια, αλλά κυρίως σε εθελοντές μαχητές, εφόσον μάλιστα οι Βούλγαροι είχαν συνεχή ανάλογη στήριξη από το όμορο κράτος της Βουλγαρίας.

Όμως, ενώ οι Βούλγαροι κομιτατζήδες είχαν αμέριστη υποστήριξη από το βουλγαρικό κράτος, αντίθετα το τότε επίσημο ελληνικό κράτος ήταν εξαιρετικά επιφυλακτικό έως εχθρικό προς τον αγώνα των Ελλήνων Μακεδόνων. Βασική αιτία ήταν το ολέθριο για την Ελλάδα αποτέλεσμα του πρόσφατου ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897 και οι όροι της ανακωχής τους οποίους υποχρεώθηκε να υπογράψει η ηττημένη Ελλάδα. Όμως, υπό την πίεση της κοινής γνώμης και των εφημερίδων, από τις αρχές του 1904 η τότε ελληνική κυβέρνηση άλλαξε τακτική, έστειλε μάλιστα 4 Έλληνες αξιωματικούς (Παύλο Μελά, Αναστ. Παπούλα, Αλέξ. Κοντούλη και Γεώργιο Κολοκοτρώνη) στη Μακεδονία, για να δουν από κοντά την κατάσταση και να προτείνουν μορφές συμπαράστασης. Έτσι αρχίζουν να οργανώνονται ένοπλα τμήματα και, με επικεφαλής Έλληνες αξ/κούς, με ψευδώνυμα φυσικά, να μπαίνουν στη Μακεδονία και να συγκρούονται με τους κομιτατζήδες. Από νωρίτερα βέβαια, από τον Μάιο του 1903, ο Π. Μελάς, ανταποκρινόμενος σε αίτημα του Μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανού Καραβαγγέλη, του στέλνει ένα ολιγομελές αλλά εκλεκτό ένοπλο σώμα, με επιστολή που λέει: «Οι Κρήτες που σας στέλλομεν, είναι τέλειοι τύποι πολεμιστών. Γενναίοι, ευφυείς, αποφασιστικοί, φιλόδοξοι, με ανεπτυγμένον το εθνικόν φρόνημα. Είμαι βέβαιος ότι θα ενισχύσωσι καταπληκτικώς τον αγώνα σας». Τους πολεμιστές αυτούς είχε εξασφαλίσει στον Π. Μελά ο Γ. Τσόντος, ο μετέπειτα καπετάν Βάρδας, Κρητικός αξ/κός, ο οποίος αργότερα θα διαδεχθεί τον Γεώργιο Κατεχάκη στην ηγεσία του αγώνα. Από την ομάδα αυτή προερχόταν και ο πρώτος μη Μακεδόνας νεκρός του Αγώνα, ο Γ. Σεϊμένης.

Από τους πολλούς εθελοντές Μακεδονομάχους, τους εκτός Μακεδονίας, οι οποίοι, ιδιαίτερα μετά τον θάνατο του Π. Μελά εισέδυαν στη Μακεδονία, το μεγαλύτερο μέρος, πάνω από 50%, προέρχονταν από την Κρήτη. Ίσως αυτό να φαίνεται ως ιστορικό παράδοξο, εφόσον η Κρήτη είναι το πλέον απομακρυσμένο από τη Μακεδονία ελληνικό έδαφος. Όμως, αυτό το φαινόμενο, έχει την εξήγησή του, όχι μόνο από την ιδιαίτερη σχέση της Κρήτης με την Μακεδονία, από τα χρόνια ακόμη του Μ. Αλεξάνδρου, αλλά και από το γεγονός ότι στην Κρήτη, με το τέλος του 19ου αιώνα, με τη δημιουργία της Αυτόνομης Κρητικής Πολιτείας και την οριστική αποχώρηση του τουρκικού στρατού από την Κρήτη, βρίσκονταν πλήθος Κρήτες, αγωνιστές των πολλών επαναστάσεων της Κρήτης, σε πολεμική «σχόλη». Πολλοί απ’ αυτούς θεώρησαν πως η Μακεδονία που κινδύνευε από τους Βουλγάρους, ήταν μια μακρινή Κρήτη που ζητούσε βοήθεια. Και έτρεξαν, σε αλλεπάλληλα τμήματα, να αγωνιστούν στη Μακεδονία.

Σχετικά με το θέμα αυτό, ο Μακεδονομάχος και αργότερα υπουργός του Ελ. Βενιζέλου Γ. Μόδης, καταγόμενος από το Μοναστήρι, γράφει: «Πώς βρέθηκαν από τα κρητικά βουνά στην απόμερη αυτή μακεδονική γωνιά, που μόνο ακουστά την είχαν, τόσοι πολλοί Κρητικοί, είναι από τα θαυμαστά της ελληνικής ψυχής. ‘Εμαθαν ότι ζητούσαν παλικάρια πρόθυμα να παίξουν τη ζωή τους σ’ έναν εθνικό σκοπό και έτρεξαν για τη σωτηρία των αδελφών Μακεδόνων, και ολόκληρος η Κρήτη είχε μεταβληθεί σε στρατόπεδο του Μακεδονικού Αγώνα». Αξίζει τον κόπο να αναφέρουμε και κάτι άλλο που σημειώνει αλλού ο Γ. Μόδης: « Το απόγευμα … βλέπουμε ξαφνικά … να ξεχύνονται από τα σπίτια του χωριού 50 περίπου αντάρτες και να το στρώνουν αμέσως στο χορό. Χόρευαν πεντοζάλη. Ήταν όλοι υψηλόσωμοι και φτεροπόδαροι οι Κρητικοί. Με τα μαύρα μαντήλια στα κεφάλια, τα πολλά ασημικά, φυσεκλίκια, πιστόλια, μαχαίρια στη μέση και στο στήθος και με τα μακριά τους υποδήματα που τα χτυπούσαν όλοι μαζί ρυθμικά και με τα χέρια στη μέση και στο στήθος και με τον θυελλώδη πυρρίχιό τους μας έκαναν συγκλονιστική εντύπωση…»

Κι ένας άλλος ονομαστός Κρητικός Μακεδονομάχος, ο Παύλος Γύπαρης, δίνει μια άλλη σημαντική εξήγηση για τη συμμετοχή των Κρητών στον Μακ. Αγώνα, γράφοντας:

«Αχ, όποιος έζησε σκληρά, σ’ αγέρα σκλαβωμένο,
κι έφαγε μ’ αίμα το ψωμί και δάκρυα ζυμωμένο,
όποιος της μαύρης γης σκλαβιάς δοκίμασε τον πόνο,
σκλαβιά και πόνος τι θα πει, εκείνος ξέρει μόνο…»

Η ΩΡΑ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΑΤΕΧΑΚΗ: Μετά τον θάνατο του Π. Μελά, στη Στάτιστα, στις 13 Οκτωβρίου 1904, το Μακεδονικό Κομιτάτο της Αθήνας αποφάσισε να στείλει στην περιοχή της Δ. Μακεδονίας τον ανθυπολοχαγό του ελληνικού στρατού, τον Κρητικό, τον Μεσαρίτη, τον Πομπιανό** Γεώργιο Κατεχάκη. Ο Κατεχάκης, αν και πολύ νεότερος του Π. Μελά –κατά 11 χρόνια -, μόλις 23 χρονών, αναδείχθηκε άξιος διάδοχός του: Συγκρότησε τάχιστα σώμα από 29 αποφασισμένους άνδρες και, με το ψευδώνυμο καπ. «Ρούβας», έφτασε γρήγορα στη Δ. Μακεδονία, όπου είχε σημαντικές επιτυχίες σε συγκρούσεις του σώματός του με βουλγαρικά σώματα, αναπτερώνοντας έτσι το κλονισμένο από το θάνατο του Μελά ηθικό του ελληνικού πληθυσμού και καταπτοώντας το ηθικό των κομιτατζήδων.

Όμως, ότι δεν κατάφεραν οι κομιτατζήδες, να αντιμετωπίσουν δηλαδή αποτελεσματικά το σώμα του Κατεχάκη, το κατάφερε ο δριμύς μακεδονικός χειμώνας του 1904 -1905 και οι εξαιρετικά ανώμαλες τοπικές συνθήκες. Βέβαια υπέφερε αγόγγυστα, τόσο ο ίδιος όσο και οι άνδρες του, τις σκληρές συνθήκες κάτω από τις οποίες διαβιούσαν και αγωνίζονταν. Ο ίδιος σημειώνει στο ημερολόγιό του, μεταξύ άλλων: «…βαδίζοντες ατραπούς δυσβάτους, πίπτοντες και εγειρόμενοι συνεχώς, χωρίς όμως ουδείς εκ των ανδρών να εκστομίσει ουδεμίαν μεμψιμοιρίαν…». Αλλά, αν και αντιμετώπισαν με σθένος και καρτερία τις συνθήκες αυτές, -τα κακοτράχαλα βουνά, τον δριμύ χειμώνα, τους κομιτατζήδες-, τελικά ο ίδιος ο Καπ. Ρούβας κάμφθηκε από ένα έκτακτο θέμα υγείας, το οποίο του συνέβη, και αυτό ήταν ένα σοβαρό και επώδυνο πρόβλημα κήλης, αποτέλεσμα προφανώς των κινήσεών του σώματός του στις «δυσβάτους ατραπούς», που σημείωσε. Έτσι, παρά τις δικές του αντιρρήσεις, πήρε εντολή να επιστρέψει στην Αθήνα, ενώ στη θέση του στάλθηκε ένας άλλος Κρητικός, ο Σφακιανός Γεώργιος Τσόντος (καπετάν Βάρδας), που αναφέραμε ήδη, ο οποίος ανάπτυξε κι εκείνος σπουδαία δράση, τόσο στον Μακεδονικό, όσο και στον Βορειοηπειρωτικόν Αγώνα.

Τα σημαντικότερα ονόματα των επιφανών Κρητών Μακεδονομάχων, σώζονται στο δημοτικό τραγούδι που, μεταξύ άλλων, λέει:

«Ελάτε σεις, ηρωικοί της Κρήτης πολεμάρχοι,
τσ’ Ηπείρου οι σταυραετοί και Μακεδονομάχοι.
Ρούβα και Βάρδα και Κλειδή και ΄Θύμιε Καούδη,
Κατσίγαρη και Πούλακα, Σκουντρή και Νικολούδη
και Καραβίτη και Μακρή, Σκαλίδη, Μαυρογένη,
Μπολάνη και Καλογερή, Γαλάνη, Σεϊμένη…
ψυχές μεγάλες με τιμή, σ’ αγώνες αγιασμένες,
τση Μάνας Κρήτης οι γενιές, οι χιλιοδοξασμένες…»

Συμπερασματικά, η εθελοντική συμμετοχή των Κρητών Μακεδονομάχων, μεταξύ των οποίων και του ηρωικού καπετάν Ρούβα, του Γιώργου Κατεχάκη, υπήρξε αποφασιστικής σημασίας για την επιτυχή τελικά έκβαση του Μακεδονικού Αγώνα. Αξίζει να σημειωθεί ότι από τους 3.000 μη Μακεδόνες Μακεδονομάχους, οι μισοί, όπως προαναφέραμε, ήταν Κρητικοί και από τους 2.000 νεκρούς του Μακεδ. Αγώνα οι 700 ήταν Κρητικοί! Να σημειωθεί ακόμη ότι αργότερα, οι ίδιοι αυτοί εθελοντές αγωνιστές, μαζί με τους λοιπούς Μακεδονομάχους, αποτέλεσαν, με την έναρξη των Βαλκανικών Πολέμων, τα τμήματα των «Προσκόπων», τα οποία βοήθησαν σημαντικά στην επιτυχή, για τα ελληνικά όπλα, έκβαση των απελευθερωτικών πολέμων του 1912 -1913.
Θέλω να προσθέσω μόνο ένα μικρό δημοτικό τραγούδι, καταγραμμένο στην Ορμύλια Χαλκιδικής, από τον δάσκαλο –ποιητή Νίκο Βασιλάκη, και το οποίο περιλαμβάνεται στη συλλογή του «ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ», σελ. 101 (εκδόσεις Διαγωνίου), με τίτλο: ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΑΓΩΝΑ.

Από τον Μακεδονικό Αγώνα

(δημοτικό τραγούδι)
«Απορώ, Μακεδονία, πώς βαστάς υπομονή,
για να βλέπεις τα παιδιά σου νύχτα – μέρα στη σφαγή».
«Τι να κάνω, η καημένη, που ’μαι αλυσοδετή
και δεν είμαι ελευθέρα για να σύρω το σπαθί».
«Μπρος, εμπρός, Μακεδονία, όλοι τώρα στο κλαδί,
για να γίνεις ελευθέρα, να φοράς γυμνό σπαθί.
Μη θαρρείς, Μακεδονία, ότι είσαι μοναχή,
τρεις χιλιάδες Κρητικάκια έρχονται για βοηθοί».

Είναι αξιοσημείωτο ότι η λαϊκή μούσα, σ’ ένα χωριό της Μακεδονικής (Χαλκιδικιώτικης) επαρχίας, δημιούργησε και πέρασε στη συλλογική λαϊκή μνήμη την αναφορά ότι «τρεις χιλιάδες Κρητικάκια έρχονται για βοηθοί», η καλύτερη δηλαδή αναγνώριση της σημαντικής βοήθειας της Κρήτης στον Μακεδονικόν Αγώνα.

*Το κείμενο αυτό ήταν ομιλία μου στην εκδήλωση για τον Γ. Κατεχάκη στο Γυμνάσιο –Λύκειο της Πόμπιας, απ’ όποτ αποφοίτησα το 1957, στις 18 Απριλίου 2019. Την πρόταση για την ομιλία μου έκανε ο δραστήριος Δ/ντής Λυκείου Πόμπιας κ. Νίκος Τουμανίδης, γόνος εκλεκτών συναδέλφων (η μητέρα του μάλιστα, Ευαγγελία Μανωλούτσου, είναι Πολυγυρινή).

** Μεσαρίτης, Πομπιανός: Καταγόμενος από τη Μεσαρά, από την Πόμπια

Γράφει ο Γιώργος Ι. Ζωγραφάκης, συντ. δάσκαλος -συγγραφέας