ΧΡΟΝΙΚΟ

Κι ήρθαμε… Άξαφνα… Χωρίς αποσκευές και διαβατήρια! Δεν ήρθαμε ταξιδευτές για να ξεχάσουμε καημούς. Δεν είμαστε ούτε ζητιάνοι, ούτε γυριστάδες. Ήρθαμε απ’ τη γη του Ομήρου και του Ηρόδοτου.

Ήρθαμε εμείς, οι μαθητές των Αποστόλων, οι πιστοί της Επτάφωτης Λυχνίας της Αποκαλύψεως, τα στερνοπαίδια των Κομνηνών και των Παλαιολόγων. Είμαστε… ιδέτε… Δε μας γνωρίζετε;Είμαστε οι πρόσφυγες… οι Πρόσφυγες !… Φωτιά… Σφαγή… Ξερίζωμα! Ήρθαμε! Τ’ απομεινάρια της δόξας και των θρύλων.

Ήρθαμε πρόσφυγες γιομάτοι μνήμες… Είμαστε αμέτρητοι. Και δεν είμαστε μόνο εμείς. Είναι μαζί μας κι οι αδικοσκοτωμένοι, οι υβρισμένοι. Κείτονται στις ματωμένες όχθες του Σαγγάριου, στις πλαγιές του Ολύμπου της Βιθυνίας.

Κείτονται στους δρόμους του Αφαλιού, στις σπηλιές του Πόντου, στ’ ανθισμένα σοκάκια της Σμύρνης. Κλαίνε στα μπουντρούμια και στα χαρέμια των μπέηδων.

Τους φέρνουμε όλους στις πληγωμένες μας καρδιές.

Ζητάμε και γι αυτούς μερίδιο στην τραγική μνήμη του Έθνους.

Θα μας δώσετε τόπο για να χτίσουμε τα σπίτια μας και κλήρο για να σπείρουμε τους σπόρους της απαντοχής, που μας απόμειναν στο δισάκι της Προσφυγιάς μας.

Θα πλέξουμε καινούργια φορεσιά εμείς, για να ντύσουμε τα γυμνά υστερνά μας όνειρα. Η ψυχή μας θα στηλωθεί ξανά. Είμαστε Έλληνες παλιά ιστορία τούτη για μας στο διάβα των αιώνων. Θα ξαναχτίσουμε τη Φιλαδέλφεια, τη Σμύρνη, τη Νίκαια. Θα μεγαλώσουμε τα παιδιά και τα’ αγγόνια μας. Θα σας προσφέρουμε τ’ άνθη απ’ τον αγρό της ευγνωμοσύνης μας Όμως να μας συγχωρέσετε, αδέλφια.

Χωρίς να το θέμε, εμείς, η πρώτη και η δεύτερη γενιά της προσφυγιάς, τα δειλινά και τις νυχτιές στα ονείρωττα μας, θα γυρνάμε πίσω στις στις χαμένες Πατρίδες. Στην προκυμαία της Σμύρνης σκυφτοί πάνω στο χώμα, που έβαψε το κολλαματιασμένο κορμί του Δεσπότη μας.

Μια στιγμή στον Άη-Βούκολα και στον Άη -Γιάννη. – Συχώρα, Άη- Γιάννη μου, το τέμπλο σου το πήραμε μαζί μας! Θα πηγαίνουμε και στο χωριό. Ρημαγμένο το νοικοκυριό μας. Ο πατέρας φευγάτος. Πάμε να προσκυνήσουμε στο κοιμητήρι.

Αλλά…όχι· όχι! Δεν είναι δω το μνήμα του. Τον σκότωσαν οι τσέτες στο δρόμο του φευγιού. Ύστερα ίσια για τον κουλά μας στην εξοχή. Έρημος ο κούλας… Χαμένες η μάννα και η νενέ… Τα τουρκάκια τρέχουνε με γέλια πίσω απ’ τ’ άλογο μας, Που ξεχασμένο γυρίζει ακατάπαυστα το μάγγανο.

Ήρθαμε πρόσφυγες. Ριζώσαμε στις νέες πατρίδες

και σαλπάρουμε πάντα για τις χ α μ έ ν ε ς.

Για τα ιερά μας, για τις εστίες μας, για τα μνήματα μας.

Για τα φρούρια και τις ρεματιές με τους νεκρούς φαντάρους μας.

Για τα παράλια της Μικρασίας μας πάντα,

Της γλυκιάς και προδομένης απ’ τους Μεγάλους της γης!

Αδέλφια, για μας δεν υπάρχουν καινούργιες πατρίδες!

Για μας δεν υπάρχουν νεκροί!

Βιθυνιακά χρονικά τεύχος 13

ΚΟΚΚΑΛΑΣ ΑΛΕΚΟΣ»