28η Οκτωβρίου, μέρα εορτασμού, μέρα περηφάνιας.
Ο πόλεμος φτάνει στο κατώφλι της Ελλάδας που τυραννισμένη ακόμη προσπαθεί να ξεπεράσει τη Μικρασιατική Καταστροφή, την πολιτική αστάθεια και να επουλώσει τις πληγές της. Γηγενείς και πρόσφυγες προσπαθούν να προσαρμοστούν και να συμβιώσουν. Οι γηγενείς πληγωμένοι από την ήττα στο Μικρασιατικό μέτωπο, από τον Εθνικό Διχασμό και οι πρόσφυγες ξεριζωμένοι, γενοκτονημένοι χάνουν πλέον κάθε ελπίδα επιστροφής στα πάτρια εδάφη.
Όπως μας αναφέρουν Πόντιοι από την Άτρα σε μαρτυρίες οι συγκρούσεις και οι προκαταλήψεις ανάμεσα στους πρόσφυγες και τους γηγενείς  μειώνονται και σε κάποιες περιπτώσεις εξαλείφονται με τον πόλεμο του ’40. Οι Έλληνες όλοι αντρειωμένοι με την Παναγιά στην καρδιά φεύγουν για τα βουνά της Πίνδου να υπερασπιστούν πια την μία, την κοινή τους πατρίδα. Μπροστά στο θάνατο, στον πόλεμο και στις κακουχίες αλλά και στις νίκες και την ελπίδα δεν υπάρχουν διαχωρισμοί. Πρόσφυγες και γηγενείς γίνονται ένα σώμα και με το «Αέρα» στεντόρειο δίνουν τη μάχη και νικούν.
Οι μαρτυρίες που συλλέγονται για τους Πόντιους στον πόλεμο είναι συγκινητικές, μας ανακινούν αισθήματα χαμένα σήμερα, αισθήματα που διατρανώνονται μέσα στις αξίες του Ελληνισμού. Ήθος, φιλοξενία, πίστη, φιλότιμο και κυρίως αγάπη για το γένος, για την πατρίδα είναι μερικές μόνο από τις αξίες αυτής της φυλής.
Πιο συγκεκριμένα, ο αντισυνταγματάρχης Βακάλης, διοικητής του 65ου συντάγματος το 1940 είχε υπό τις διαταγές του πλήθος εφέδρους στρατιώτες από τον Πόντο, οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή των Γιαννιτσών. Ο ίδιος, λοιπόν, αναφέρεται στο ακμαίο ηθικό τους, στην αντοχή και την επιμονή αλλά και στο χορό που έστηναν με τη λύρα τους στους ενδιάμεσους σταθμούς της πορείας.
Τα λόγια του χαρακτηριστικά: «Κατά τη φοβερή Μάχη στο Μόροβα, οι Πόντιοι μαχητές πολέμησαν ορμητικά και ηρωικά, έπιασαν 100 αιχμαλώτους, 10 πεδινά πυροβόλα και στις 23 Νοεμβρίου μπήκαν πρώτοι στην Κορυτσά. Μέχρι τη γερμανική εισβολή οι Πόντιοι στάθηκαν σ’ όλες τις επιχειρήσεις ψύχραιμοι, ηρωικοί, γεμάτοι αυταπάρνηση, καρτερία, άδολο πατριωτισμό, σεμνοί και ηθικοί σε όλες τις εκδηλώσεις τους».
Η δεύτερη μαρτυρία έρχεται από τον καθηγητή Δημήτρη Λουκάτο  και αφορά τη φιλοξενία που δέχτηκε από Πόντιους κατοίκους του χωριού Αγραπιδιά Φλώρινας κατά την πορεία επιστροφής του από το Αλβανικό Μέτωπο.  Εκεί τους υποδέχτηκαν Πόντιες γυναίκες με ψωμί στις ποδιές τους και άλλα φαγώσιμα για να τους τα προσφέρουν. Οι γέροι του χωριού τους μίλησαν με σοφία. Ας διαβάσουμε τι αναφέρει ο καθηγητής στη δική του μαρτυρία: «Γνωρίσαμε χαρακτήρες καλούς και κακούς, ξεχωρίσαμε χωριά φιλόξενα και πρόθυμα μέσα στ’ άλλα άπονα και άψυχα. Ο δρόμος μας αλλού ήταν χαρά και αλλού παράπονο! Άλλοι μας δρόσισαν με νερό, άλλοι  ζήτησαν για ένα κομμάτι ψωμί να πάρουν τα άρβυλα και τις κουβέρτες από πάνω μας! Μα οι πρόσφυγες, όπου τους συναντήσαμε, μας κοίταξαν με στοργή… Κατέβηκαν στους δρόμους και άνοιξαν διάπλατα την αγκαλιά τους και μας είπαν: ‘’Παιδιά μας, ελάτε στα σπίτια μας. Ελάτε να φάτε ό,τι έχουμε και ξεκουραστείτε. Ελάτε να σας πλύνουμε τα πόδια και να σας ξεψειρίσουμε. Μην ντρέπεστε. Ο πόνος σας είναι δικός μας πόνος’». Και καταλήγει καθηγητής με συγκίνηση: « Πρόσφυγες! Πόσες φορές το σκέφτηκα με τύψεις πως δεν τους φερθήκαμε όπως έπρεπε οι άλλοι Έλληνες. Τους κάναμε συχνά να ντρέπονται να πουν πως είναι πρόσφυγες. Τους είπαμε Τουρκόσπορους και τους κοιτάξαμε με μίσος όταν δεν ψήφισαν το κόμμα μας. Δεν τους δεχτήκαμε με στοργή. Κι όμως, ο ερχομός τους στην Ελλάδα στάθηκε σταθμός στην ιστορία της καινούργιας μας ζωής. Μαζί με τις συνήθειές τους, τις γνώσεις τους, τις λαϊκές τους τέχνες έφεραν στην Ελλάδα την πλατύτερη σκέψη τους, την απέραντη ανατολίτικη ψυχή τους, τις φιλόξενες καρδιές τους όλο καλοσύνη και ανθρωπιά…».
Μας γεμίζουν νοσταλγία και δάκρυα αυτές οι μαρτυρίες γιατί φέρνουν στη μνήμη μας πρόσωπα αγαπημένα που μοιράστηκαν μαζί μας τον πόνο του ξεριζωμού, τον πόνο της Γενοκτονίας, πρόσωπα που δεν είναι πια στη γη, αλλά περιμένουν από ψηλά μια δικαίωση για «αούτο το μιλλέτ». Αυτή η ζεστασιά της καρδιάς που θυμάται την Πόντια γιαγιά να ανάβει το κερί στην Παναγιά και να προσεύχεται για όλο τον κόσμο και για τούτη την ταλαίπωρη πατρίδα, τα ποντιακά τραγούδια που ψιθύριζαν οι παππούδες μας με έναν πάντα καλό λόγο στο στόμα, η επιμονή και η ελπίδα για τη ζωή, η ζωντανή φλόγα της παράδοσης και η απλότητα, είναι αυτό ακριβώς που μας περιγράφουν οι παραπάνω μαρτυρίες.
Σήμερα, που είμαστε μακριά από όλα αυτά, σήμερα που η Ελλάδα δεν έχει πια ταυτότητα, αγωνιστές, ανθρωπιά και καρδιές απλές με αγνό πατριωτισμό, έχουμε τόση ανάγκη να διατηρούμε ζωντανές τις μαρτυρίες και τις μνήμες.
Ναι, εμείς είμαστε που πολεμήσαμε στην Πίνδο το φασισμό του Μουσολίνι με όπλο την αθάνατη και αδούλωτη ψυχή μας! Οι ξεριζωμένοι παππούδες μας δίδαξαν ότι αυτή την ψυχή πρέπει να κρατήσουμε ελεύθερη και γενναία, γιατί ενωμένοι Έλληνες είναι ταυτόσημο με ήρωες!
Χρόνια Πολλά, Ελλάδα.
Προκοπίδου Μαρία. Εκπαιδευτικός- Συγγραφέας
Πηγή: e-pontos