Η εσπευσμένη διαταγή της 1ης Νοεμβρίου του 1912 από τον Υπουργό των Ναυτικών Νικόλαου Στράτου ήταν σαφής:

«Αρχηγόν Στόλου.
Ανάγκη εθνική απολύτος όπως καταληφθή Άγιον Όρος αμέσως…
Τόπος αποβάσεως συνιστώμεν τον Ισθμόν διά του όρμου Αμουλιανής ή του της Ιερισσού προς αποκοπήν απειλουμένης προελάσεως.
Αθήναι 1- XI-1912, Στράτος» [i]

Γι’ αυτό τον σκοπό τρία διαφορετικά στρατιωτικά τμήματα κινήθηκαν για την κατάληψή της· ο ελληνικός Στόλος με το θωρηκτό Αβέρωφ, το 20ο Σύνταγμα Πεζικού ατμοπλοϊκώς υπό τις διαταγές του Ταγματάρχη Γεωργίου Καρέκλη, και ένας ουλαμός του υπολοχαγού Λυμπέρη Καλοπόθου με υποδιοικητή τον ανθυπολοχαγό Ι. Αλεξάκη, από τον ορεινό όγκο του Χολομώντα.

Το ιστορικό της ημέρας

Του Χρήστου Καραστέργιου

Στις 5 Οκτωβρίου ο ελληνικός στρατός διάβηκε τα Ελληνοτουρκικά σύνορα της Μελούνας στη Θεσσαλία και προχώρησε προς την Ελασσόνα. Την ίδια ημέρα Ελληνικά Σώματα Προσκόπων, δηλ. στρατιωτικά σώματα που δρούσαν πίσω από τις γραμμές του εχθρού, και αποτελούνταν από αξιωματικούς του ελληνικού στρατού και παλιούς μακεδονομάχους, αποβιβάστηκαν στη περιοχή της Ιερισσού, στο Μαρμάρι, στη χερσόνησο της Μπροστόμιτσας. Ανάμεσά τους ο γνωστός Ιερισσιώτης Μακεδονομάχος καπετάν Γεώργιος Γιαγλής (ο μετέπειτα, μοναχός Γαβριήλ) και ο υπαρχηγός του Χριστόδουλος Τσόχας. Εκτελώντας διαταγές, κινήθηκε με 35 άντρες προς την περιοχή της Νιγρίτας. Στο πέρασμά του από διάφορα χωριά νέοι αγωνιστές στελεχώνουν την ομάδα του. Ακολούθησε τις οδηγίες του Γ.Ε.Σ. και παρεμπόδιζε με επιθετικές ενέργειες τις συγκοινωνίες ανάμεσα στη Νιγρίτα, τις Σέρρες και την Θεσσαλονίκη. Στο επιτελείο του εκτός από τον υπαρχηγό Χριστόδουλο Τσόχα, ήταν και οι Ιερισσιώτες Αστέριος Ψέμμας και ο γιος του, ο Δημήτρης.

Στη Χαλκιδική οι Πρόσκοποι ενισχύονται με 200 ντόπιους αγωνιστές, κυρίως φυγόστρατους του τουρκικού στρατού, και αρχίζουν να διεισδύουν στο εσωτερικό με κατεύθυνση το όρος Χολομώντα. Οι πρώτες συγκρούσεις με τα τουρκικά αποσπάσματα είναι νικηφόρες και παγιώνουν την κυριαρχία των Προσκόπων στη ΒΑ Χαλκιδική.

Στην Ιερισσό, ο γνωστός έκδηλος και ενθουσιώδης πατριωτισμός των κατοίκων, νίκησε το λελογισμένο αίσθημα της αυτοσυντήρησης που υπέδειξαν οικισμοί της ορεινής ΒΑ Χαλκιδικής, και εξεγέρθηκε!

Οι Τούρκοι αστυνομικοί της ιστορικής κωμόπολης, παραδόθηκαν στους Προεστούς της Ιερισσού και συγκεκριμένα στον Μουχτάρη της, Ιωάννη Ιατρού. Τις επόμενες ημέρες, οι κάτοικοι, συγκρούστηκαν με τμήμα της τουρκικής φρουράς του Αγίου Όρους και την έτρεψαν σε φυγή.

Γράφει στις αναμνήσεις του ο Δημήτριος Τερτυλίνης:

«Αὐθόρμητα ὅλοι οἱ ἄνδρες καὶ οἱ νέοι τοῦ χωριοῦ ὅσοι εἶχαν ὅπλα, Γκράδες, Τσιφτέδες, Καριοφίλια[i], τσεκούρια καὶ οἱ ψαράδες μὲ δυναμίτες στά χέρια, ἔλαβον ὅλοι θέσιν μάχης ὀχυρούμενοι πίσω ἀπὸ τὸ ἀνάχωμα πού ἐσχημάτισε ὁ χείμαρος ὀλίγον ἔξω ἀπ’ τὸ χωριό. Κ’ ἐκεῖ περίμεναν ν΄ἀναμετρηθοῦν μὲ τοὺς ἐπερχομένους Τούρκους, ἀποφασισμένοι νά πεθάνουν παρὰ ν΄ἀφήσουν τοὺς Τούρκους νά πατήσουν τό χωριό».

Ο ενθουσιασμός ήταν διάχυτος στις καρδιές των ανθρώπων και υπερκέρασε τον οποιοδήποτε φόβο. Η ελευθερία που τόσο ποθούσαν, και έδωσαν τα προηγούμενα χρόνια τόσο αγώνα και αίμα γι΄ αυτήν, πλησίαζε!

Η ψυχολογία των γενναίων κατοίκων αποτυπώνεται στο ημερολόγιο του Χριστόδουλου Σακελαρίου:

«Επειδή οι κάτοικοι (της Ιερισσού) ήσαν εξαγριωμένοι, ενόησαν ότι είναι γενική επανάστασις και δεν εσκέπτοντο τίποτε, παρά να σκοτώσωσι και να σκοτωθούν» γράφει!

Οι Τούρκοι ανήσυχοι υποχωρούν από τη ΒΑ Χαλκιδική που ουσιαστικά μένει ελεύθερη από τις 15 Οκτωβρίου του 1912.

Η νίκη των Προσκόπων, έναντι της τουρκικής στρατιωτικής δύναμης στον Άγιο Πρόδρομο στις 22 Οκτωβρίου, επισπεύδει την αποχώρηση του τουρκικού στρατού από τον Πολύγυρο και την υπόλοιπη Χαλκιδική.

Οι πρόσκοποι του καπετάν Γιαγλή συγκρούονται με τουρκικό απόσπασμα έξω από την Νιγρίτα και το τρέπουν σε φυγή. Έτσι, στις 23 Οκτωβρίου ελευθερώνεται η πόλη και η γύρω από αυτήν περιοχή.

Με την κατάληψη της Θεσσαλονίκης στις 26 Οκτωβρίου του 1912 από τον Ελληνικό στρατό, δίνεται διαταγή στο 1ο Ανεξάρτητο Τάγμα Κρητών με Διοικητή τον Ταγματάρχη Γεώργιο Κολοκοτρώνη,  να μεταβεί στη Χαλκιδική. Αλλά ο κύριος στρατηγικός στόχος του Γενικού Επιτελείου Στρατού στον ανατολικό τομέα, είναι η κατάκτηση της Αθωνικής Πολιτείας και η κατάληψη του στενού της χερσονήσου του Άθωνα, η Ιερισσός.

Ο Νικόλαος Στράτος ως υπουργός των Ναυτικών δίνει εσπευσμένα το βράδυ της 1ης Νοεμβρίου τη διαταγή:

«Αρχηγόν Στόλου.

Ανάγκη εθνική απολύτος όπως καταληφθή Άγιον Όρος αμέσως…
Τόπος αποβάσεως συνιστώμεν τον Ισθμόν διά του όρμου Αμουλιανής ή του της Ιερισσού προς αποκοπήν απειλουμένης προελάσεως.
Αθήναι 1- XI-1912, Στράτος» [ii]

Τον απαραίτητο χρόνο γι΄ αυτόν τον σκοπό, τον έδωσε η κατάληψη της περιοχής της Νιγρίτας και η γενναία στάση έναντι των ως τότε Βούλγαρων συμμάχων του Χαλκιδικιώτη οπλαρχηγού Γεώργιου Γιαγλή.

Γι αυτό τον λόγο τρία διαφορετικά στρατιωτικά τμήματα κινήθηκαν για την κατάληψή της· ο ελληνικός Στόλος με το θωρηκτό Αβέρωφ, το 20ο Σύνταγμα Πεζικού ατμοπλοϊκώς υπό τις διαταγές του Ταγματάρχη Γεωργίου Καρέκλη, και ο ουλαμός του υπολοχαγού Λυμπέρη Καλοπόθου με υποδιοικητή τον ανθυπολοχαγό Ι. Αλεξάκη, από τον ορεινό όγκο του Χολομώντα.

Το μεσημέρι στις 2 Νοεμβρίου του 1912, το θωρηκτό Αβέρωφ με τα αντιτορπιλικά Πάνθηρ και Ιέραξ, υπό τις διαταγές του Ναύαρχου Κουντουριώτη ελευθερώνει το Άγιο Όρος και αποβιβάζει άγημα 250 πεζοναυτών στην Ιερισσό υπό την διοίκηση του ανθυποπλοίαρχου Τηλέμαχου Κουρμούλη.

Την άλλη μέρα φθάνει ο ουλαμός του υπολοχαγού Λυμπέρη Καλοπόθου και αργότερα ο 1ος λόχος και η διμοιρία πολυβόλων του 20ού συντάγματος (300 άντρες) υπό τις διαταγές του Λοχαγού Μιχάλη Μιχάλου. Θα παραμείνει στην Ιερισσό ως τις  3 Φεβρουαρίου του 1913. Στον λόχο αυτόν ανήκει και ο Ιερισσιώτης εθελοντής λοχίας, Πέτρος Γ. Πάππας.

Οι κάτοικοι ξεσπούν σε εκδηλώσεις χαράς με δάκρυα στα μάτια. Στις 2 Νοεμβρίου του 1912, η ιστορική καστροπολιτεία,  ως τότε, της Ιερισσού αποκτά την ελευθερία της, μετά από σκληρούς αγώνες και θυσίες που έδωσαν οι πρόγονοί μας, δίνοντας το παρών σε όλους τους εθνικούς αγώνες, από το 1821 ως τους Βαλκανικούς πολέμους.

Με την κατάληψη της Ιερισσού και του Αγίου Όρους, επιτεύχθηκε ο κύριος στρατιωτικός στόχος του Γ.Ε.Σ. ανατολικά της Θεσσαλονίκης, και η επίσπευση της, έσωσε τη ΒΑ Χαλκιδική από δυσάρεστες περιπέτειες που πέρασαν κοντινές σ’ αυτήν περιοχές. Επίσης έδωσε ένα δυνατό διαπραγματευτικό χαρτί στα χέρια των Ελλήνων, για να αποτρέψουν αργότερα τα σχέδια της Ρωσίας, και όχι μόνο, για τη διεθνοποίηση της χερσονήσου του Άθω.

Έτσι, με σκληρούς αγώνες, ελευθερώθηκε και εντάχθηκε στο Ελληνικό κράτος η περιοχή της Ιερισσού, και έτσι με μεγάλες θυσίες μπορέσαμε να ζήσουμε, όπως γράφει και στο ημερολόγιό του ο Χρ. Σακελλαρίου, «ζωήν ελευθέρανσυζούντες με τους αδελφούς μας χριστιανούς και όχι πλέον με Τούρκους βαρβάρους» (Σακελλαρίου, ανέκδοτο, σ. 53).»,

Μια ζωή ελεύθερη που, ίσως, δε μάθαμε ακόμα να τη σεβόμαστε όπως της πρέπει. Αυτές ακριβώς τις ύψιστες αναλλοίωτες αξίες εκπέμπει, σε όλες τις συχνότητες της ανθρώπινης ευαισθησίας, η τελευταία προς τον πατέρα του επιστολή τού Ιερισσιώτη ήρωα Πέτρου Γ. Πάππα, που τραυματίζεται θανάσιμα στα στενά της Μπανίτσης (κοντά στο Νευροκόπι), για την πεφιλημένη του Ιερισσό. Λίγο πριν ξεψυχήσει στέλνει στον πατέρα του επιστολή που γράφει:

«Σεβαστέ μου πάτερ

Προσκυνώ

Μέχρι της στιγμής που σας εξαποστέλλω το ημερολόγιόν μου ευρίσκομαι ακόμη ζων, αλλά μετά τινάς στιγμάς εστέ βέβαιος ότι δεν υπάρχω...

Μην λυπείσθε διόλου περί του θανάτου μου καθότι αποθνήσκω ενδόξως εκπληρών το καθήκον μου, καθήκον ιερόν υπέρ πίστεως και πατρίδος και της ελευθερίας της πεφιλημένης μου Ιερισσού…

Υμείς υγιαίνετε

Πέτρον δε μην αναμένεται

Ο τελευτών υιός σας

                                                                                                    Πέτρος. Γ. Πάππας»

Τέτοιοι πρόγονοι, λοιπόν, μας έχουν κληροδοτήσει εκτός από την πολύτιμη ελευθερία, και το χρέος της διατήρησης της ιστορικής μνήμης του τόπου μας.

Ας μην το ξεχνάμε.