Στην παλιά μας πατρίδα την Τρίγλια,  η παραγωγή ήταν κυρίως η ελαιοκομία και σε μικρότερη έκταση η σηροτροφία. Εκεί κάθε νοικοκύρης είχε ένα κτήμα φυτεμένο με μουριές, που το έλεγαν μπαχτσέ. Τα φύλλα από τις μουριές αποτελούσαν την τροφή των σκουληκιών, για την παράγωγη των κουκουλιών.
Οι άνδρες μετέφεραν με τα κτηνά, μερκέπια (γαϊδούρια), τα φύλλα από τις μουριές και μερικοί που έπιαναν περισσότερο κουκουλόσπορο, 21/2 και 3 κουτιά, περνάνε και ένα παραγιό που τον λέγανε μπουτσεκτσή.
Μαζί με τα κλαδιά απ’ τις μουριές, φέρνανε και αλλά κλαδιά που τα λέγανε βουρλιές. Όλα αυτά τα στήνανε όρθια και πήγαιναν επάνω οι κάμπιες και έκαναν το κουκούλι από μετάξι. Η όλη αυτή δουλειά κρατούσε σαράντα μέρες, μετά άρχισε ο τρύγος.
Τώρα ή δουλειά, ήταν πια των γυναικών. Αυτές τάιζαν το σκουλήκι και συχνά άκουγες να λένε αναμεταξύ τους, Έμενα το σκουλήκι μου κοιμάται στην βασιλική, δηλαδή στον τελευταίο ύπνο, για να κάνει το κουκούλι.
Στον τρύγο καθόντουσαν όλοι στην αράδα και βγάζανε μέσα απ’ τα κλαδιά την ευλογημένη παραγωγή, το μετάξι. Τα κουκούλια είχαν και τα σκάρτα τους, που τα λέγανε τσίπες και τις πουλούσαν σε χαμηλότερη τιμή.
Μόλις τελείωνε ο τρύγος, όλη η σοδειά μαζευόταν σε σάκους και με τις νταλίκες την πήγαιναν στην  αγορά της Προύσας.
Οι νταλίκες ήταν μεγάλα τετράτροχα, με σούστες, κάρα, που τα τραβούσαν δύο άλογα. Τα κάρα αυτά είχαν επάνω σκεπή, στο πίσω μέρος είχαν την σκάρα που έβαζαν οι επιβάτες τα μπαγάζια τους και στο μπροστινό μέρος, που ήταν κάπως κυρτό και το λέγανε παπουτσιλήκι, καθόταν ο άμαξας.

Στα πλευρά της νταλίκας υπήρχαν δυο ανοίγματα, που χρησιμοποιούνταν για πόρτες και τα οποία σε περίπτωση κακοκαιρίας κλείνανε με πέτσινες κουρτίνες, που κούμπωναν με τόκες. Μέσα ο χώρος των επιβατών ήταν ολοστόλιστος με φούντες και καθρεφτάκια.
Για την αγορά λοιπόν της Προύσας, όπου υπήρχαν όλα τα εργοστάσια μεταξουργίας της περιοχής, που τα είχαν κυρίως οι γιαχουντήδες, όπως συνήθιζαν να λένε οι πατριώτες μας τους Εβραίους, πρώτη θέση είχαν και οι γυναίκες, αφού αυτές ήταν κυρίως που δούλευαν για την παραγωγή των κουκουλιών.
Καλοστολισμένες ανέβαιναν με καμάρι στις νταλίκες, ακούγοντας τον άμαξα να τις φωνάζει  χαϊδευτικά  κοκόνες (κυρίες) και τα μικρά παιδιά τους να τις ζητούν να φέρουν απ’ την Προύσα σιμίτια και μπουλαμά (κουλούρια και θρυψίνη). Τον μπουλαμά, που ήταν πολύ νόστιμος και γινόταν από σταφύλια, τον διατηρούσαν σε ξύλινα στρόγγυλα κουτιά.
* Τριγλιανά Νέα, 30 Σεπτεμβρίου 1976, φύλλο 6
Άρθρο: Αλέκος Κοκκαλάς