Είναι πολύ σημαντικό να γειτνιάζεις με μια από τις  μεγαλύτερες αρχαίες πόλεις. Όμως πόσα γνωρίζεις για την ιστορία της; Την έχεις επισκεφτεί;
Ιστορικό
Η θέση της Ολύνθου, γνωστή από τον περασμένο αιώνα, ανταποκρίνεται απόλυτα στις αρχαίες πληροφορίες, σύμφωνα με τις οποίες απείχε 60 στάδια από την Ποτίδαια και 20 στάδια (2,5 χλμ.) από τη Μηκύβερνα, το επίνειό της στο μυχό του Τορωναίου κόλπου. Η Όλυνθος ήταν κτισμένη επάνω σε έναν διπλό λόφο, στο νότιο τμήμα του οποίου εντοπίζονται κατάλοιπα από τη νεότερη νεολιθική εποχή (3000 – 2500 π.Χ.). Το προελληνικό της όνομα σημαίνει αγριοσυκιά και κατά την παράδοση Κτίστης-Ήρωάς της ήταν ο Όλυνθος, γιος του Ηρακλή και της vύφης Βόλβης ή του θρακικού θεού Στρυμόνα.
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, η πόλη κτίστηκε από τους Βοττιαίους, οι οποίοι μετά την εκδίωξή τους από τους Μακεδόνες, μετοίκησαν στη Χαλκιδική. Ο συγκεκριμένος οικισμός καταστράφηκε το 479 π.Χ. από τους Πέρσες, όταν επέστρεφαν στην Ασία μετά την ήττα τους στις Πλαταιές, και παραδόθηκε στους Χαλκιδείς.

Η περίοδος ακμής της ανάγεται στους κλασικούς χρόνους. Συμμετείχε στην Α’ Αθηναϊκή Συμμαχία (Δηλιακή Συμμαχία) ως ενεργό μέλος. Το 440 π.Χ. αποστατεί εναντίον των Αθηναίων και μέσα σε δύο δεκαετίες γίνεται η πολυπληθέστερη και πλουσιότερη πόλη της περιοχής, αποδεχόμενη τα κύματα μεταναστών από την Ποτείδαια (429 π.Χ.), τη Μένδη (423 π.Χ.) και το Σίγγο (πριν το 422 π.Χ.) λόγω του Πελοποννησιακού Πολέμου και των συνεπειών του στην περιοχή της Χαλκιδικής. Το 432 π.Χ. ιδρύεται το “Κοινό των Χαλκιδεών”, συμμαχία 32 παραλιακών πόλεων της Χαλκιδικής, με έδρα την Όλυνθο, μια νέα πλέον πόλη, κτισμένη με το ιπποδάμειο σύστημα. Εξαιτίας της αυξανόμενης δύναμής της, συγκρούεται με τον Αμύντα Γ’ της Μακεδονίας (393 – 370 π.Χ.). Για τον ίδιο λόγο δέχεται και επίθεση των Σπαρτιατών (382 – 379 π.Χ.) που την πολιορκούν και την καταλαμβάνουν πρόσκαιρα.
Την περίοδο της θηβαϊκής ηγεμονίας, η Όλυνθος ανακτά το χαμένο κύρος της και έρχεται και πάλι σε ρήξη με την Αθήνα (368 – 358 π.Χ.) για την περιοχή της Αμφίπολης. Από το γεγονός αυτό προσπαθεί να επωφεληθεί ο Φίλιππος Β’. Στην αρχή (356 π.Χ.) της προσφέρει ως αντίδωρο για την φιλική της στάση την Ποτείδαια και την περιοχή της πόλης Ανθεμούντος. Η συμμαχία, ωστόσο, της Ολύνθου με το Φίλιππο δε θα διαρκέσει για πολύ, καθώς αντιτίθεται στα σχέδια του. Η πόλη γίνεται γνωστή από τους πύρινους φιλιππικούς λόγους του Δημοσθένη στην Αθήνα, ο οποίος δεν πετυχαίνει την αποστολή βοήθειας. Το 348 π.Χ. επιτίθεται ο Φίλιππος εναντίον της πρωτεύουσας του Κοινού των Χαλκιδαίων και την καταστρέφει.

Η συστηματική ανασκαφική έρευνα ξεκίνησε από την αμερικανική Αρχαιολογική Σχολή υπό τη διεύθυνση του καθηγητή D. Robinson, στο διάστημα μεταξύ των δύο Παγκοσμίων Πολέμων (δεκαετία του 1920). Στη διάρκεια τεσσάρων ανασκαφικών περιόδων ερευνήθηκε το μεγαλύτερο τμήμα της πόλης και ήρθε στο φως ένα από τα καλύτερα δείγματα πολεοδομικού σχεδιασμού, χρησιμοποιώντας το ιπποδάμειο σύστημα, και οικιστικής αρχιτεκτονικής από την κλασική εποχή. Η έρευνα έδωσε σημαντικά νέα στοιχεία για τον καθημερινό βίο των αρχαίων Ελλήνων της υστεροκλασικής περιόδου.
Το 1990 η ΙΣΤ’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων ξεκίνησε την αναστήλωση των μνημείων και την ανάδειξη τοπυ αρχαιολογικού χώρου με χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Υπουργείου Πολιτισμού. Μέχρι τώρα έχουν αναστηλωθεί και αποκατασταθεί αρκετά οικοδομικά τετράγωνα και τρία δημόσια κτήρια της κλασικής πόλης στο βόρειο λόφο και έχει προχωρήσει η ανάδειξη του αρχαιολογικού χώρου.
Στα ανατολικά του ομώνυμου χωριού, 80 χλμ. από τη Θεσσαλονίκη και 25 από τον Πολύγυρο, στο μυχό του Τορωναίου Κόλπου βρίσκεται η αρχαία Όλυνθος. Η αρχαία πόλη κτίστηκε επάνω σε έναν διπλό λόφο, έναν βόρειο και έναν νότιο. Από τους δύο, ο νότιος είχε κατοικήθηκε πρώτος. Εκεί, στα μέσα του 7ου αι. π.Χ. κτίστηκε η αρχαϊκή πόλη, που ακολουθούσε τις διακυμάνσεις του εδάφους. Η πόλη αυτή καταστράφηκε από τους Πέρσες το 479 π.Χ. Μετά την καταστροφή παραδόθηκε στον Κριτόβουλο της Τορώνης και στους Χαλκιδείς και συμπεριλήφθηκε στην ομάδα των χαλκιδικών πόλεων.

Ο αρχαιολογικός χώρος περιλαμβάνει τους δύο λόφους και έκταση στους πρόποδές τους, όπου βρίσκεται το φυλάκιο και κτήριο που στεγάζει χώρους υποδομής των επισκεπτών και συγχρόνως φιλοξενεί φωτογραφική έκθεση. Από την είσοδο του αρχαιολογικού χώρου ένα ανηφορικό μονοπάτι οδηγεί τον επισκέπτη στους δύο λόφους. Η αρχαϊκή πόλη, κτισμένη με υποτυπώδες πολεοδομικό σχέδιο καταλάμβανε σχεδόν όλο τον νότιο λόφο, στο νότιο άκρο του οποίου έχουν ανασκαφεί λείψανα οικισμού της νεότερης νεολιθικής και ερείπια πύργου του 12ου αι. μ.Χ. Από την αρχαϊκή πόλη εντοπίστηκαν δύο λεωφόροι, κατά μήκος του ανατολικού και του δυτικού άκρου της πόλης, που επικοινωνούσαν μεταξύ τους με εγκάρσιους δρόμους. Στην ανατολική λεωφόρο εντοπίστηκαν καταστήματα, μικρές κατοικίες και αποθηκευτικοί λάκκοι, ενώ στο βόρειο τμήμα του λόφου ανασκάφηκε το διοικητικό κέντρο: η αγορά και το πρυτανείο.
Η κλασική πόλη ιδρύθηκε στο πλάτωμα και την ανατολική παρειά του βόρειου λόφου Η έκταση που καταλάμβανε διαιρέθηκε σε 64 οικοδομικά τετράγωνα, τα οποία διαχωρίζονταν από οριζόντιους και κάθετους δρόμους, μερικοί από τους οποίους με κατεύθυνση βορρά – νότο είχαν πλάτος ως 7 μ. Το κάθε οικοδομικό συγκρότημα (insula) διέθετε δέκα τετράγωνης κάτοψης οικόπεδα με πέντε οικίες σε κάθε μακρά του πλευρά. Οι οικίες ήταν διώροφες στη βορεινή πλευρά τους και είχαν λιθόστρωτη αυλή. Στη βόρεια πλευρά της αυλής δημιουργείται στοά (παστάδα). Η κάθε οικία περιλάμβανε έναν επίσημο χώρο για τα συμπόσια, τον ανδρώνα, που βρισκόταν στο ισόγειο. Σε πολλές περιπτώσεις το δάπεδο του ανδρώνα κοσμούνταν με ψηφιδωτό με φυτικές, και σπανιότερα, ανθρωπόμορφες συνθέσεις. Άλλοι χώροι ήταν το “διαιτητήριον”, ο “οίκος”, το “οπτάνιον”, το “βαλάνειον” και ο “ίμερος” (θάλαμος) και ο γυναικωνίτης στον όροφο. Πολύ σημαντικές για την έρευνα είναι και οι επαύλεις, που βρίσκονταν στο αριστοκρατικό προάστιο εκτός του περιτειχισμένου τμήματος της πόλης, ανατολικά του βόρειου λόφου. Σημαντικότερες είναι η έπαυλη της Αγαθής Τύχης, του Ηθοποιού, των Διδύμων Ερώτων, ονόματα που πήραν από τα ψηφιδωτά τους δάπεδα.
Τόσο η αρχαϊκή, όσο και η κλασική πόλη ήταν οχυρωμένες. Έως τώρα δεν έχουν εντοπιστεί λείψανα από τα τείχη της αρχαϊκής πόλης. Από την οχύρωση της κλασικής πόλης στον βόρειο λόφο, έχει έρθει στο φως τμήμα του ανατολικού τείχους που ενσωματώνεται στην ανατολική σειρά κατοικιών και αποτελείται από λίθινη θεμελίωση και πλίνθινη ανωδομή.
Ανασκάφηκαν ελάχιστοι δημόσιοι χώροι στον βόρειο λόφο, μια Στοά και μια δημόσια κρήνη. Η διαμόρφωση της νότιας πλευράς του νότιου λόφου υποδηλώνει ότι ίσως υπήρχε εκεί θέατρο. Τέλος, τα νεκροταφεία της πόλης εκτείνονταν εκτός των τειχών, στα δυτικά της, κοντά στο ποτάμι, , και βόρεια αυτής. Η ανασκαφή τους έφερε στο φως σημαντικά ευρήματα, που αποδεικνύουν τον πλούτο και το υψηλό βιοτικό επίπεδο των κατοίκων της.
Φωτογραφίες,αερολήψη,επεξεργασία Ζωή Γανίτη.
Παραγωγή Σουζάνα Καζάκα.