Κείμενο: ΜΑΡΙΑ ΧΑΣΑΠΗ- ΣΙΔΕΡΑ
Δημοσιεύθηκε στο 7ο τεύχος του πολιτισμικού περιοδικού “Κύτταρο Ιερισσού”, σ. 26
«ΙΙΙιιι, Μήτσου! Άστόισα βρε να σι πω πως μας τιλίουσι τ’ αλεύρ’! Άντι , καλέμ, να πας ζντου μύλου να αλέισ’ καμπόσου.»
   «Καλά μαρ’ γ’ναίκα, ντιπ λουλή είσι πια; Προ- παραμουνή Προυτουχρουνιά κι θα πάου ζντου μύλου;»
   «Γιατί βρέι; Τι έχ’ η μέρα; Άντι σύρι γιατί αλλιώς μήτι βασιλόπ’τα θα διούμι φέτους μήτι κ’λουρούδια θα φκιάσου για τα πιδιά.»
Κι έτσι ο μπάρμπα-Μήτσος χρονιάρες μέρες φόρτωσε το γάιδαρο με δυο σακιά στάρι και ξεκίνησε για το μύλο του Αδαμίδη να αλέσει. Έτσι κι αλλιώς άλλη επιλογή δεν είχε. Έδεσε καλά τα τσουβάλια στα πλάγια απ’ το σαμάρι, ανέβηκε κι αυτός επάνω και μια και δυο πήρε το δρόμο για τον κάμπο. Ευτυχώς ο καιρός ήταν καλός , τις τελευταίες βδομάδες δεν είχε βρέξει και ο χωματόδρομος για το Στρατώνι ήταν στεγνός. Καβάλα στο γάιδαρο ο μπάρμπα-Μήτσος και τραγουδούσε κιόλας για να περνάει η ώρα.
«Έχου βδουμάδις πάγου δυο την αγαπώ μ’ δεν είδα, κι ιψές την είδα ζντου χουρό, μες του χουρό χουρεύει κι μι του μάτ’ της έκανα κι μι τα’ αχείλ’ της λέου, μάρη νεραντζουμάγουλη κι γαϊτανουφρυδούσα…»
Σαν έφτασε στο μύλο, ξεφόρτωσε και μπήκε μέσα.
   «Καλημέρα, Γιώρ’», χαιρέτησε το μυλωνά.
   «Βρε καλώς ντου Μήτσου», ανταπέδωσε εκείνος. «Μη μι πεις πως ήρθις για να αλέ ισ’!»
   «Αμ γιατί θάρχουμαν, βρε Γιώρ, μέχρις ιδώ;» , ρώτησε ο μπάρμπα-Μήτσος.
   «Έλαμ ντε!», αναρωτήθηκε ο μυλωνάς. «Λοιπόν, άκου. Θα αργήεισ’ να φυ’εισ’, στου λέου απού τώρα. Έχου μια παραγγιλία για ντου φούρνου στου Στρατών’ κι θα μι πάρ’ σχιδόν ούλ’ ντ’ μέρα να ντ’ τιλειώσου»
   «Δεν πειράζ’ , βρε Γιώρ’», απάντησε καλόβολα ο μπάρμπα-Μήτσος. «Έτσ’ κι αλοιώς τίποτα δεν είχα να κάνου στου χουριό, στα ψάρια δεν γίν’ταν να πάου γιατί έχ’ θάλασσα, γλίτουσα κι απ’ τα’ γλώσσα τ’ς Στιριανής … Καλύτιρα ιδώ μαζί σ’ κι άμα έχ’ς κι καμμιά δ’λειά, θα σι δώσου κι ένα χερ’».
Έτσι ο μπάρμπα-Μήτσος έμεινε όλη μέρα στο μύλο, περιμένοντας να έρθει η σειρά του να αλέσει. Βοήθησε τον κυρ-Γιώργη, έριξε μια ματιά στις κότες και τα άλλα ζωντανά που είχε στην αυλή, περιεργάστηκε τη μυλόπετρα και ακολουθώντας το ποταμάκι πήγε μέχρι το Μοναστηριακό μετόχι παραπάνω κι είπε μια καλημέρα στα καλογέρια που εκείνη την ώρα ξεφόρτωναν τα ξύλα που είχαν φέρει απ το βουνό, με τα μουλάρια τους. Έκατσε μαζί τους κι έφαγε για μεσημέρι, κι αφού απόφαγαν ξεκίνησε πίσω για το μύλο.
«Φχαριστώ, γέροντα», αποχαιρέτησε το μοναχό και έφυγε χωρίς να ευχηθεί Χρόνια Πολλά ή καλή Πρωτοχρονιά, αφού για τους μοναχούς του Αγίου Όρους δεν είχαν έρθει καν Χριστούγεννα ακόμα, μια που ήταν Παλιοημερολογίτες.
Πήρε ρέμα-ρέμα το δρόμο για το μύλο κι όταν έφτασε, ο κυρ-Γιώργης είχε κιόλας ξεκινήσει να αλέθει τα σιτάρι του.
«Καλά βρε Μήτσιου, πήγις μέχρι τσ’ καλουγέρ’ κι αστόισισ’ να γυρί’εισ’» , τον αποπήρε ο μυλωνάς μόλις πάτησε το πόδι του στο μύλο.
«Αμ, τι νάφκιανα ή κουτρούλ’ς «, δικαιολογήθηκε ο μπάρμπα-Μήτσος. «Ήπιαμι μι ντου γέρουντα κανά δυο κατουσταρούδια … είμι κι ιγώ, αλλά είνι κι αυτός ένα κρασουβάριλου…»
«Α βρε πιες όσου θελ’ς , αλλά να… σκέφτουμαν πως άμα σι πάρ’ η νύχτα ζντου δρόμου για ντ’ν Ιρισσό , να μη σι παρ’ν καταπόδ’ οι Καλ’κατζαροί….», πέταξε την κουβέντα ο μυλωνάς.
«Ντιπ λουλάθ’κι’ς , αβρέ Γιώρ’!», αναπέδωσε ο μπάρμπα-Μήτσος κάνοντας την χαρακτηριστική χειρονομία της μούτζας. «Καλά ρε, δυο μέτρα άντρας με δυο ουκάδις μουστάκια κι πιστεύ’ς στ ́ς Καλ’κατζαροί;» γέλασε ο μπάρμπα-Μήτσος.
«Καλά, καλά…», μουρμούρισε ο μυλωνάς και τον βοήθησε να φορτώσει το αλεύρι στο γάιδαρο.
Ανέβηκε ο μπάρμπα-Μήτσος στο γάιδαρο, πήρε και τη βέργα για να τον χτυπάει να περπατάει πιο γρήγορα και ξεκίνησε για την Ιερισσό. Ίσα που είχε πέσει ο ήλιος πίσω απ το βουνό, κι η θάλασσα μπροστά του είχε γίνει χρυσοκόκκινη. Τα πουλιά είχαν σταματήσει να πετάνε και ετοιμάζονταν να πέσουν κι αυτά στην αγκαλιά του Μορφέα μετά τον εσπερινό. Ο μπάρμπα-Μήτσος πέρασε τον Ασπρόλακκα , το ένα από τα δυο ρέματα πριν το χωριό, την ώρα που οι σκιές της νύχτας είχαν κιόλας μεγαλώσει αρκετά για να μην μπορεί ο ίδιος να διακρίνει το δρόμο. Είχε όμως εμπιστοσύνη στο γάιδαρο του. Αυτό το ζωντανό ήξερε όλους τους δρόμους για τα γύρω χωριά και τους είχε περπατήσει πάμπολλες φορές φέρνοντας πίσω στο σπίτι του το αφεντικό του μετά από σχεδόν ολονύκτιες κρασοκατανύξεις με τους φίλους είτε στο Στρατώνι, στο Γομάτι και τη Μεγάλη Παναγία, είτε στην Ουρανούπολη ή τα Νέα Ρόδα. Πάντα στην επιστροφή ο μπάρμπα-Μήτσος έπαιρνε έναν ύπνο πάνω στο σαμάρι κι ο γάιδαρος ο φουκαράς συνέχιζε να περπατάει μέχρι που έφτανε στην αυλή του σπιτιού κι εκεί σταματούσε και μ’ ένα εξηγημένο γκααααααρρρρρ τον ξυπνούσε για να πάει να συνεχίσει τον ύπνο του δικαίου στο κρεβάτι του δίπλα στη Στεριανή, που μόλις καταλάβαινε πως ο Μήτσος της είχε επιστρέψει πια, γύριζε στο άλλο πλευρό και μουρμουρώντας «αυτό του κρασί θα σι φάει», συνέχιζε να κοιμάται.
Ήταν πια βαθύ σκοτάδι όταν ο γάιδαρος με τον μπάρμπα-Μήτσο και το αλεύρι έφτασε στον Κοκκινόλακκα. Ο αναβάτης αν και ζαλισμένος από το Αγιορείτικο κρασί δεν είχε αποκοιμηθεί αυτή τη φορά… ο νους του γύριζε στα λόγια του κυρ-Γιώργη για τους Καλικάντζαρους… «λες;», αναρωτιόταν μέσα του και μετά πάλι έλεγε, «άντε ρε, ντουν αλαφροΐσκιωτου ντου Γιώρ’…», αλλά όλον το δρόμο τον είχε βγάλει στη μούγγα… μήτε τραγούδι, μήτε τίποτα… Η αλήθεια ήταν πως όλα αυτά τα χρόνια ποτέ δεν είχε βραδιαστεί έξω απ’ το χωριό μέσα στο δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων. Θες γιατί έτυχε, θες γιατί στις γιορτές μαζεύονταν πιο πολύ στα σπίτια παρά στα καφενεία, ο μπάρμπα-Μήτσος δεν θυμόταν να είχε επιστρέψει από κανένα διπλανό χωριό τέτοιες χρονιάρες μέρες μέσα στη νύχτα.
Χαμένος μέσα στις σκέψεις του δεν κατάλαβε πως ο γάιδαρος είχε μπει κιόλας μέσα το ρέμα και περνούσε απέναντι. Τον έφερε πίσω το πλατσούρισμα από τα γαιδουροπόδαρα μέσα στο νερό κι ένα σούρσιμο μαζί μ’ ένα περίεργο ήχο… κάτι σαν τραγούδι… κάτι σαν ποίημα… δεν μπορούσε να καταλάβει ακριβώς κι έστησε αυτί ν’ ακούσει καλύτερα. Και ξαφνικά ξεδιάκρινε κάτι λέξεις, κι οι λέξεις έγιναν φράσεις και ενώ ο γάιδαρος περπατούσε πια σε στέρεο χώμα, τα πλατσουρίσματα συνέχιζαν να ακούγονται μαζί με το τραγούδι πίσω του…
   «Παρακυρή – παράκυρη – παρακυρήδις είμαστι. Πάνω γένια, κάτω γένια και στη μέση μαντραβέλια. Στη γωνιά να χ****ε, στην πιπιλιά να κα******ε. Κι έξω να μη βγαίνετε γιατί είναι χειμώνας καιρός»
Κι αμέσως μετά ένα ποδοβολητό περίεργο…
Ούτε πόδια ζώου, ούτε ανθρώπου.
Πάγωσε ο μπάρμπα-Μήτσος.
«Ρε!», σκέφτηκε… «λες;»

Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη σκέψη του και μια φωνή βαθειά, χοντρή, άγρια, ακούστηκε:
«Γάιδαρος, συντρόφια… τρέξτε… μνιαμ, μνιαμ φαΐ…»
Και ξαφνικά το σούρσιμο έγινε ποδοβολητό και μια μυρωδιά σαν από ψοφίμι, σαν από ζβουνιές γέμισε τον αέρα. Κι αμέσως μετά φωνές:
      «Ρε Καλπούση, έλα κατά δω. Έχει άνθρωπο πάνω στο γαϊδούρι»
   «Μανούλα μου! Θα φάμε καλά απόψε!!! Κωλοβελόνη, Γκατζόνη, Ασεμεκαλέ, Γκατζιγέννη, τρεχάτεεεεεεεεεεεεεεεεε, άνθρωπος στο γάιδαρο!!!!
Φαΐ!!!!»
Μέσα στο λιγοστό φως του φεγγαριού, ο μπάρμπα-Μήτσος κατάφερε να διακρίνει μορφές απαίσιες, τραγοπόδαρες υπάρξεις με γένια και τρίχες παντού, κέρατα καρφωμένα σε κεφάλια με μούρες κακομούτσουνες, μαύρες και κατσιασμένες.
Τάκανε στα βρακιά του ο μπάρμπα-Μήτσος.
Τώρα; Δε χαμπάριαζε από φόβο αλλά τούτο δω ήταν άλλο πράμα… αυτός που είχε φάει τη θάλασσα με το κουτάλι μέσα στην τράτα, που είχε πολεμήσει στην απελευθέρωση της Μακεδονίας και στον Πρώτο Παγκόσμιο, ξαφνικά δεν ήξερε τι να κάνει με τα στοιχειά. Ξάπλωσε πάνω στο σαμάρι, μάζεψε και τα πόδια και δεν έβγαλε άχνα. Αν δεν τον καταλάβαιναν, ο γάιδαρος θα τον πήγαινε ως το χωριό κι εκεί θα γλύτωνε.
Οι Καλικάντζαροι τρέχαν πάνω κάτω και γύρω- γύρω απ’ το γάιδαρο φωνάζοντας:
   «Να η μια μεριά, να κι η άλλη!!! Άνθρωπος που το λαλεί, πού είναι;»
Κι ο άνθρωπος είχε γίνει ένα με το γάιδαρο… και μόνο λίγο-λίγο τον τσιγκλούσε για να περ- πατήσει πιο γρήγορα και να φτάσει στο χωριό. Ο έρμος ο γάιδαρος ζαλισμένος από τα τρεχαλητά και τις φωνές των Καλικαντζάρων πήγαινε μια από δω και μια από κει, αλλά το δρόμο δεν τον έχανε με τίποτα. Μια σταματούσε, μια γύριζε κατά το Στρατώνι, αλλά το μυαλό του ήταν στο σπίτι, στο χωριό. Έτσι ήξερε από τις προηγούμενες φορές που έπρεπε να φέρει πίσω σώο το αφεντικό του. Όλη τη νύχτα γυρνοβολούσαν στον κάμπο και την ώρα που άρχισε να χαράζει πια κατάφεραν να φτάσουν στην αυλή του σπιτιού του μπάρμπα-Μήτσου. Οι Καλικάντζαροι ξαναμμένοι και θυμωμένοι που δεν μπορούσαν να βρουν τον άνθρωπο, χοροπηδούσαν γύρω απ’ το γαϊδούρι σαν τρελοί, ούρλιαζαν και μούγκριζαν, φώναζαν ο ένας τον άλλον και προσπαθούσαν να ανεβούν επάνω στο σαμάρι, αλλά ο μπάρμπα-Μήτσος μια τσιγκλούσε το γάιδαρο να περπατάει και μια τσιγκλούσε τα Καλικαντζάρια για να μην ανέβουν και τον βρουν.
Σαν μπήκαν στην αυλή ξεθάρρεψε κι έβαλε μια φωνή που ακούστηκε σ’ όλη τη γειτονιά:
   «Στιριανή, μαρήηηηηηηηηηηηηη!!!!! Φέρι ένα δαυλί να τσ’ κάψου στ’ διαόλ’. Μ’ έσκασαν ούλ’ ντ ́ νύχτα!!!!!!»
Η Στεριανή που από κάποια στιγμή και μετά είχε ανησυχήσει και δεν μπορούσε να κοιμηθεί –ο Μήτσος της ποτέ δεν είχε λείψει όλη τη νύχτα- άρπαξε ένα αναμμένο ξύλο απ το τζάκι και βγήκε στην αυλή κουνώντας το πέρα δώθε και ουρλιάζοντας.
   «Που είσι βρε κακοχρονουνά’εις; Ποιον θα βάλ’ς φουτιά;»
Οι Καλικάντζαροι με το που είδαν το δαυλί, λούφαξαν πίσω απ’ το γάιδαρο. Ο μπάρμπα-Μήτσος πετάχτηκε απ’ το σαμάρι που ήταν ξαπλωμένος και πριν προλάβει να αρπάξει το αναμμένο ξύλο από τα χέρια της Στεριανής έφυγαν σαν τρελοί κατά τον κάμπο οι Καλικάντζαροι.
Στο δρόμο ούρλιαζαν και καταριόταν:
   «Ώστε εκεί ήσουν κρυμμένος; Τι βλάκες είμαστε; Ωρέ Γούμπερο, τσάμπα τον χάσαμε το μεζέ σήμερις», είπε ο ένας Καλικάντζαρος και έδωσε μια φάπα στο διπλανό του.
   «Βουρβούλακα, έτσι και με ξαναβαρέσεις θα σε δαγκάσω τα μαντραβέλια», ούρλιαξε ο Γούμπερος.
    Κι ο αρχηγός τους τράβηξε από μια φάπα τον καθένα και μουλωχτά μουλωχτά ψιθύρισε:
«Σκάστε καταραμένοι και τώρα ξέρουμε πού είναι το σπίτι του μπάρμπα-Μήτσου. Κι αφού έχει τζάκι θα έχει και λουκάνικα κρεμασμένα να στεγνώσουν μπροστά. Το βράδυ θα πάμε να του τα κατουρήσουμε και να τα μαγαρίσουμε.»
Κι όλοι μαζί χάθηκαν μέσα στο Σκατόλακκα που βρίσκονταν απ την άλλη μεριά του χωριού, τραγουδώντας:
«Παρακυρή – παράκυρη – παρακυρήδις είμαστι. Πάνω γένια, κάτω γένια και στη μέση μαντραβέλια. Στη γωνιά να χ****ε, στην πιπιλιά να κα******ε. Κι έξω να μη βγαίνετε γιατί είναι χειμώνας καιρός»
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Άστοϊσα = ξέχασα
Ιψές = χτες το βράδυ
έχ’ θάλασσα = έχει φουρτούνα
Παρακυρήδις = δεν είμαστε αφεντικά, είμαστε ό,τι νάναι
κουτρούλ’ς = καημένος