Κείμενο Σταύρου Μαργαρίτη
Επιμέλεια: Κοκκαλάς Αλέκος
Οι αγροφύλακες, οι λεγόμε­νοι μπεξήδες, ή μπασκουρτσίδες πληρώνονταν από τον τόπο. Το κουβέρνο (κράτος) δεν είχε καμία σχέση με τα μισθό τους, γι’ αυτό και όποιος μπεξής δεν έκανε καλά τη δουλειά του, το χωρίο τον παρατούσε από τη θέση του.
Δεν ήταν όπως εδώ, που δεν έχει το δικαίωμα κάθε κοινότητα να κάνει ότι θέλει. Έπειτα εκεί οι άνθρωποι, κατά την εποχή εκείνη, δεν εί­χαν την εξελίξει, της σημερι­νής κοινωνίας, παρ’ όλα όμως αυτά είχαν και μια αυτοδίδαχτη πρακτική πείρα, διότι ήσαν οργανωμένοι κατά τρόπο, που δεν γινόταν κλεψιές και αν πά­λι γινόταν καμιά κλεψιά, είχαν την ικανότητα να την ανα­καλύψουν.
Παρ’ όλο που οι μπεξήδες ήταν άνθρωποι αγράμματοι, είχαν κι έναν τον όποιο έλεγαν μπασκουρτσή, δηλαδή (Αρχι­φύλακα) και ο οποίος θα καθόριζε το όλο έργο της υπηρεσίας τους. Τέτοιοι μπασκουρουτσίδες ήταν ο Τσότσομος ο Τρουψής και ο Ραφαήλ ο Μυτηλινός. Προπαντός ο Ραφαήλ, ήταν που κατέστρωνε όλα τα επιτελικά σχέδια της υπηρεσίας και τον έβλεπες να κατεβαίνει στο παζάρι (αγορά), με το σκούρο το φέσι με τη μακιά φούντα, με το μαύρο και στριμμένο μουστάκι, με το σκούρο ζουνάρι, και με το ζεντεφεδένιο κομπολόι στο χέρι, σωστός λεβεντάνθρωπος.

Οι αγροφύλακες ήσαν οπλισμένοι, με μια μεγάλη καραμπίνα, ενώ οι αρχιφύλακες, εκτός από την καραμπίνα, είχαν και από ένα πιστόλι, το οποίο τόλεγαν λιβόρβορο, είχαν και από ένα ωρολόγιο μάρκας “σερκισώφ” με διπλά καπάκια, με κλειδιά και με χοντρή καδένα, περασμένη στην μπουτονιέρα του γιλέκου. Ο Ραφαήλ τους συγκέντρωνε όλους, κατάστρωνε τα σχέδια, έδινε οδηγίες και έλεγε στους αγροφύλακες, εσύ Νικόλα Πανσβάντη θα πάεις στο τρώγο, εσύ Γιωργί Κοντόλη θα πάεις στα λιβάδια, εσύ Ζαχαρία θα πάεις στις πλατανιές, και συ Σταύρο Φράγκο θα πάεις στο καμένο, και το βράδυ που θα βραδιάσει θα ανταμωθούμε ούλοι στη Βαϊνού, απάνου στή Σούσα (δημόσιος δρόμος), που πηγαίνει στα Μουδανιά και εκεί θα σας δώσω Νέο Πρόγραμμα.
Έπειτα εκεί δεν είχε δικα­στήριο για τους παραβάτες, όπως έχει εδώ το αγρονομικό δικαστήριο. Το δικαστήριο το έ­καναν οι ίδιοι οι αγροφύλακες και όταν πιάνανε κανένα όχι για να φάει, αλλά όταν γέμιζε καλάθι με φρούτα, θα του έδι­ναν το καλάθι στο χέρι και α­πό τα κλεμμένα θα κάναν μία αρμαθιά και θα την περνούσαν στο λαιμό του κλέφτη και σε συνέχεια θα τον οδηγούσαν προς το χωριό.

Πριν όμως φθά­σουν θα γινότανε το δικαστή­ριο επί τόπου, και θα τον ανά­γκαζαν να πληρώσει δυο λίρες χρυσές, αν τις έδινε έχει κα­λώς, εάν όχι θα τον έφερναν μέσα στο χωριό και έτσι ο κατηγορούμενος αναγκαστικά υπέκυπτε. Τότε έγραφε ένα μπούσουλα (σημείωμα) και έλεγε λ.χ. πατέρα δώσε στον φέροντα το σημείωμα 2 λίρες. Τον έπαιρνε τον μπούσουλα ο ένας αγροφύλακας και πήγαινε στο χωριό να φέρει τα χρήματα και ο άλλος τον περίμενε στο λιοτόπι έπαιρναν τα χρήματα, και μετά τον αμολούσαν. Με αυτόν τον τρόπο βέβαια, δεν γίνονταν ζημιές και φυλάγονταν καλύτερα τα κτήματα του κόσμου.
Εδώ στην Νέα Τρίγλια είχαμε Αγροφύλακες από ότι θυμάμαι εγώ τον Μόσχο των Αλέκο, των Μαγκόζη Γιώργο, των Χατσηκωσταντίνο (Χατζάκος) Κώστας, των Καλαμπόκα των Νίκο,των Πανέλα των Κώστα.