Τρία βιβλία, τρία χαλκιδικιώτικα βιβλία –γραμμένα δηλαδή από Χαλκιδικιώτες συγγραφείς – είχα τη χαρά να διαβάσω τελευταία. Για τους ίδιους ή και για διαφορετικούς λόγους, τα χάρηκα ιδιαίτερα. Επειδή μάλιστα, πιθανότατα, είναι ελάχιστα γνωστά στην κοινή γνώμη του τόπου μας, προχωρώ να τους κάνω μια μικρή παρουσίαση και να προτρέψω τους φιλαναγνώστες της Χαλκιδικής –και όχι μόνο, βέβαια –να τα γνωρίσουν από κοντά, να τα διαβάσουν.
Αρχίζω με το πιο πρόσφατο στην έκδοσή του, το μυθιστόρημα του Πολυγυρινού Δημήτρη Βασιλάκη, με τίτλο «Ο ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΑΣ». Στη συνέχεια θα παρουσιάσω το ιστορικό μυθιστόρημα του Αγιονικολάτη Δημήτρη Σμάγα, και τέλος το από πολλών ετών σε «κυκλοφορία», ωστόσο ελάχιστα γνωστό, «ΜΕΣΟΥΡΑΝΗΜΑ ΚΑΙ ΣΥΝΤΡΙΜΜΙΑ», του Ορμυλιώτη, αεροπόρου στη Μικρασία, Νικολάου Δέα.
Πρώτο βιβλίο: Ο ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΑΣ (εκδόσεις Περίπλους, σελ. 594): Όταν ο φίλος μου, συνταξιούχος τραπεζ. Υπάλληλος, Δημήτρης Βασιλάκης, είχε την καλοσύνη να μου στείλει ηλεκτρονικά το βιβλίο του αυτό, και είδα ότι είχα να κάνω με ένα …μυθιστόρημα πάνω από 600 σελίδες, δοκίμασα έκπληξη και απορία. Μα είναι δυνατόν, ο Δημήτρης, με πολλά μεν πολιτιστικά, πολιτικά, οικολογικά, καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα, χωρίς όμως προηγούμενη συγγραφική δουλειά, να εμφανίζει ξαφνικά μια «λογοτεχνική μπόμπα» και να μπαίνει στα λογοτεχνικά «σαλόνια» με τα «τσαρούχια»;
Και όμως ήταν. Γιατί ο ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΑΣ είναι ένα ολοκληρωμένο μυθιστόρημα, με πλήθος θετικά χαρακτηριστικά. Πολύ σύντομα αναφέρομαι σ’ αυτά:
Τα κύρια πρόσωπα του μυθιστορήματος, ο Πολυγυρινός Γιωργής, «φιλογερμανός» χωροφύλακας στην Κατοχή, και ο αριστερός, επίσης Πολυγυρινός φοιτητής Μιχάλης, από φύλακας – κρατούμενος (και μελλοθάνατος) που ήταν, βρίσκονται ξαφνικά δραπέτες – κυνηγημένοι και οι δυο και, χωριστά ο ένας από τον άλλο, ο μεν Γιωργής καταλήγει τσομπάνης στη Χαλκιδική*, ενώ ο Μιχάλης αντάρτης του ΕΛΑΣ στα βουνά της Μακεδονίας.
Η αφήγηση για τις περιπέτειες των δύο ηρώων εξελίσσεται παράλληλα, και ο συγγραφέας μεταφέρει τον αναγνώστη από τα μαντριά τον έναν, στα αντάρτικα λημέρια τον άλλον. Η αφήγηση είναι ζωντανή και στις δυο περιπτώσεις, με πλήθος εικόνες από τη ζωή των δύο φίλων. Σε ό,τι αφορά τον Γιωργή, τον τσομπάνη, παρακολουθεί κανείς, με απρόσμενο ενδιαφέρον, την περιγραφή άγνωστων λεπτομερειών της ζωής των κτηνοτρόφων, την οποία ο συγγραφέας φαίνεται να γνωρίζει καλά από κοντά, όπως μαρτυρούν οι εικόνες , οι λέξεις και οι λεπτομέρειες που δίνει. Οι εικόνες των προσώπων της κτηνοτροφικής ζωής, είτε αυτοί είναι τσελιγκάδες, είτε τσομπάνηδες, είναι ξεχωριστές και το βιβλίο αναδεικνύει θετικά αυτόν τον χώρο, ο οποίος, βέβαια, στην συνείδηση του κόσμου δεν βρίσκεται σε τέτοιαν εκτίμηση. Από την άλλη, με την περιγραφή της περιπέτειας του Μιχάλη, του φοιτητή – αντάρτη, ο συγγραφέας ασχολείται εκτενώς με την Αντίσταση κατά των κατακτητών, τόσο στις πόλεις (Θεσσαλονίκη), όσο και στα βουνά. Αναφέρεται μάλιστα, όχι αόριστα σε καταστάσεις και φανταστικά πρόσωπα, όσο σε συγκεκριμένες δράσεις και γεγονότα και σε πρόσωπα γνωστά, σε ορισμένα από τα οποία επιμένει και τα αναδεικνύει, δικαιώνοντάς τα ιστορικά, όπως στην περίπτωση του Καπετάν Πέτρου –του Καλανδρινού δασκάλου Χριστόδουλου Μόσχου -, του οποίου κάνει ένα πλήρες ψυχογράφημα και αναδεικνύει την προσωπικότητά του, η οποία δε νομίζω ότι έχει προηγούμενο.
Εκεί, στο αντάρτικο, αναδεικνύει και την προσωπικότητα του Φοιτητή (Μιχάλη) –με κεφαλαίο πλέον το Φ – και δίνει πλήθος πληροφορίες σχετικά με την Αντίσταση.
Σημειώνεται ότι, παρά τις 594+ 10 γλωσσάρι (χρήσιμο) σελίδες του, το μυθιστόρημα δεν ολοκληρώνεται, θα πρέπει δηλαδή να αναμένουμε και ένα, τουλάχιστον, ακόμη βιβλίο, το οποίο, όπως ο ίδιος ο συγγραφέας σημειώνει, γράφεται ήδη με γοργούς ρυθμούς. Αναμένουμε, λοιπόν, τη συνέχεια –με ενδιαφέρον οπωσδήποτε.
Σχετικά με τη γραφή του ΔΒ, ενώ φαίνεται πως επιδίδεται σε πολλές και ίσως περιττές λεπτομέρειες, στην πραγματικότητα αυτές δεν κουράζουν και δεν φαίνονται περιττές. Αυτό συμβαίνει και με το πλήθος των διαλόγων που υπάρχουν στο βιβλίο, που όμως έχουν μια ενδιαφέρουσα φυσικότητα και διαβάζονται ευχάριστα. Το ίδιο συμβαίνει και με τους όχι λίγους μονολόγους των προσώπων, που ελάχιστες φορές γίνονται κουραστικοί. Θετικό επίσης είναι το γεγονός ότι η όλη αφήγηση γίνεται με μικρές, σαφείς προτάσεις.
Η αφήγηση είναι πολύ καλή, κι αυτό που λέει κάπου ο συγγραφέας: «Γιωργή, έχεις ένα δικό σου ξεχωριστό τρόπο να περιγράφεις τα πράγματα, τα ζωγραφίζεις», μπορεί να πει κανείς ότι αναφέρονται στον δικό του τρόπο αφήγησης. Υπερβολικά, ωστόσο, χρησιμοποιεί την αιτιατική στη σύνταξη των προσωπικών αντωνυμιών («τον πέταξε ένα κομμάτι ψωμί», «τον άρπαξε τα δυο του χέρα» κλ), πράγμα που ξενίζει ειδικά τους ασυνήθιστους σ’ αυτή τη σύνταξη.
Άλλο χαρακτηριστικό του βιβλίου είναι το ισχυρό συναισθηματικό στοιχείο πολλών καταστάσεων, που συχνά φέρνει τον αναγνώστη στα όρια συγκίνησης, χωρίς ωστόσο να φαίνεται ότι αυτό το επιδιώκει ο συγγραφέας.
Το βιβλίο δίνει ενδιαφέρουσες εικόνες της ζωής στην επαρχία στα χρόνια της Κατοχής, αν και, σε έναν βαθμό, υποβαθμίζει ή αποσιωπά τις αρνητικές λεπτομέρειες της κατοχικής ζωής.
Γενικά, ο ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΑΣ του Δημήτρη Βασιλάκη είναι ένα βιβλίο που διαβάζεται ευχάριστα και, παρά τον σχετικό όγκο του –και βάρος, δυστυχώς -, ο αναγνώστης δεν δυσανασχετεί, αντίθετα το χαίρεται και το απολαμβάνει.
Είναι κρίμα που δε μπόρεσα να  βρω το βιβλίο στα βιβλιοπωλεία –αφού δεν κατάφερα να βρεθώ στην παρουσίαση – βρήκα μόνο και διάβασα ένα αντίτυπο, αυτό δώρισε ο συγγραφέας στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Πολυγύρου.
………………………………………………………….
 

  • Ασφαλώς θα διαφεύγει από τον συγγραφέα μια σημαντική σύμπτωση: Ακριβώς έναν χρόνο πριν (27 Μαρτίου 1941), από το Νοσοκομείο Άγ. Δημήτριος Θες/νίκης, δραπετεύει ένας φυλακισμένος των Γερμανών, ο Άγγλος αεροπόρος Έντουαρτ Χάουελλ, τραυματισμένος σοβαρά στη Μάχη της Κρήτης. Δραπετεύει την παραμονή που πρόκειται να σταλεί στη Γερμανία, οδεύει στα τυφλά προς τον Χορτιάτη και συναντά κι αυτός δυο μαντριά, με σκυλιά ελληνικούς ποιμενικούς κλπ Στη συνέχεια, μέσω Ζαγκλιβερίου, Ζερβοχωρίων, Αγ. Προδρόμου, Βάβδου, Καλυβών, καταλήγει στην Ορμύλια όπου και φιλοξενείται σε καταφύγιο δραπετών στο βουνό, πριν φυγαδευτεί στη Μ. Ανατολή… (αυτά και άλλα πολλά –πραγματικά γεγονότα – περιγράφει στο ωραίο βιβλίο του «Η Φυγή στη Ζωή»).

Γράφει ο Γιώργος Ζωγραφάκης