Κείμενα: Μαργαρίτη Σταύρου

Επιμέλεια: Κοκκαλά  Αλέκου

Όπως σήμερα, λειτουργεί ένα οργανωμένο κράτος, ίδιο και στη Μικρασία λειτουργούσε η Τρίγλια, αν και το τουρκικό κράτος, δεν ενδιαφερότανε  βέβαια για την καλυτέρευση των χριστιανών, οι χριστιανοί όμως ήσαν καλά οργανωμένοι, ως προς την διοίκηση του κάθε τόπου.

Πρώτον, ότι ήτο το δημοτικό συμβούλιο, το οποίο ήτο μάλιστα και το εκτελεστικό όργανο του κάθε τόπου, αυτό έβαζε τους τοπικούς νόμους, τους οποίους ήσαν υποχρεωμένοι όλοι οι κάτοικοι να τους σέβονται και να τους εκτελούν. Το δημοτικό συμβούλιο όριζε μια σχολική επιτροπή η οποία ενδιαφερότανε για τον διορισμό των διδασκάλων και παιδονόμων επίσης και για τους μισθούς των, για την συντήρηση τον σχολείου, την καθαριότητα, για την υδροδότηση και οτιδήποτε άλλο το οποίο αφορούσε το σχολείο.

Δεύτερον, όριζε μια εκκλησιαστική επιτροπή, η οποία αναλάμβανε για την μίσθωση  των ιερέων, των  ψαλτάδων και των νεωκόρων, για την καθαριότητα και οτιδήποτε άλλο αφορούσε την εκκλησία.

Τρίτον, όριζε μια επιτροπή ας την πούμε αγορανομική αυτή η επιτροπή είχε πολλές απασχολήσεις, πρώτον έπρεπε να ελέγχει τους φουρναραίους, αν το ψωμί είναι κατάλληλο, αν το ψωμί είναι κατάλληλο, και προπαντός αν είναι στα ζύγια του σωστό, διότι αν τα ψωμιά δεν ήσαν σωστά στα δράμια, τους γινότανε κατάσχεση και τα μοίραζαν στους φτωχούς. Επίσης ήταν υποχρεωμένοι να βρίσκονται στην παραλία, όταν τα ψάρια τα έβγαζαν στο μεζάτι (δημοπρασία), αυτοί θα έλεγχαν τις τιμές των ψαριών και των μπακάληδων.

Τέταρτον, όριζαν μια επιτροπή η οποία ενδιαφερότανε για τα ζύγια, διότι κάβε Κυριακή γινότανε παζάρι (λαϊκή αγορά) φέρνοντας και χριστιανοί και Τούρκοι, από τα γύρω χωριά τα προϊόντα τους σιτάρι, κριθάρι, αλεύρι, κρεμμύδια, τυριά, αυγά κλπ., αυτά όλα θα ζυγιστούν από τον κανταρτζή, αυτά που πουλούν οι χωριάτες και αυτά που αγοράζουν από την Τρίγλια.

Όπου ο κανταρτζής γύριζε συνέχεια με το καντάρι στον ώμο, μέσα στην αγορά.

Πέμπτον, όριζαν μια επιτροπή η οποία ανελάμβανε να πληρώνει τους μπεξήδες (αγροφύλακες) τους μαλβάντες, (νυχτοφύλακες) και τους τσομπάνηδες, διότι στην Τρίγλια, ο κάθε νοικοκύρης είχε 2, 3, 4 κατσίκες, όπως επίσης και μεγάλα ζώα αγελάδες και κάθε πρωί άφηναν τα ζώα ελεύτερα από το σπίτι και πήγαιναν μόνα τους στο λεγόμενο Σεργί  εκεί γινότανε η συγκέντρωση των ζώων, όπου τα έπαιρναν οι τσομπάνηδες και τα πήγαιναν έξω για βοσκή και το βράδυ τα έφερναν πάλι, όπου μόνα τους, πήγαιναν το καθένα στο σπίτι, του.

Τριγλιανά νέα, Αύγουστος 1986,  φύλλο 57. Μια οργανωμένη ζωή της παλιάς Τρίγλιας, Ο τίτλος είναι όπως γράφτηκε. Είναι η περιγραφή της δυναμικής και της πολιτικής της Δημογεροντίας στην παλιά Τρίγλια.

Το είπε και ο Κασούρης

 

Στην παλιά μας πατρίδα το όνομα του Στεφανή Κασούρη έπαιρνε κι έδινε μέσα στους καφενέδες, στα σπίτια και γενικά παντού όπου σύχναζαν Τριγλιανοί.

Για οποιαδήποτε υπόθεση συζητούσαν, στο τέλος λέγανε «αμ το είπε και ο Κασούρης». Αν δηλαδή το έκρινε σωστό και ο Κασούρης, ήταν το πράγμα ορθό και λογικό.

Πράγματι είχε δίκιο ο κόσμος. Αν δεν είχε αυτά τα προσόντα και τα προτερήματα ο Στεφανής ο Κασούρης δεν θα ήταν και ισόβιος πρόεδρος της Παλιάς Τρίγλιας. Έβγαζε δικούς του νόμους, τους υπέβαλε στο δημοτικό συμβούλιο όπου όλοι οι σύμβουλοι τους έγκριναν.

Έτσι ψήφισαν ένα νόμο για το ψωμί. Η Τρίγλια είχε κάμποσους φούρνους κι ο νόμος αυτός έλεγε ότι αν κάποιος από δαύτους έβγαζε ψωμί λειψό   ξύκικο όπως το λέγανε  έπρεπε τα ψωμιά να κατασχεθούν και να τα διανέμουν στις φτωχές οικογένειες. Δεν κάνανε χατίρι σε κανέναν φούρναρη, πλούσιο ή φτωχό.

Διέταζαν τον Μουντούρη  αστυνόμο  κι αυτός έστελνε τους Τσανταρμάδες χωροφύλακες – και τα κάνανε κατάσχεση. Τα φόρτωναν μετά ούλα τα ψωμιά πάνω σε μια νταλίκα και τα πήγαιναν στο καρακόλι

Αστυνομία  οπού βγάζανε μια επιτροπή και μαζί με τον αστυνόμο γυρνούσαν παντού σε ούλο το χωριό, ακόμα και στον τουρκομαχαλά και όπου ήταν φτωχιές οικογένειες ανάλογα με τα άτομα τους τα διένεμαν.

Ήταν ένας εργένης   μπεκιάρης   με τ’ όνομα Σταυράκης στην Παλιά Τρίγλια. Αυτός ο άνθρωπος ήταν λίγο ανισόρροπος. Πήγαν λοιπόν και στο σπίτι του Σταυράκη να του δώσουν κι αυτουνού ψωμί να φάει. Χτυπούν την πόρτα, μα αυτός από μέσα φώναζε δυνατά:

– Εγώ ξύκικα ψωμιά δεν τρώω.

Οι γειτόνισσες απόξω φώναζαν:  Μπρε Σταυράκη, άνοιξε ντη πόρτα μπρε ξύκη, κακόχρονο νάχεις, να πάρεις ψωμιά να φάεις τζάμπα!

Αυτός πάλι το δικό του.   Εγώ δεν τρώω ξύκικα ψωμιά!

Όπου μετά οι γειτόνισσες αναγκάζονταν να του τα ρίξουν από το παναθύρι.

Τέτοια κι άλλα πολλά καλά έκανε ο Στεφανής Κασούρης. Γι’ αυτό κι ο κόσμος τον αγαπούσε και τον εκτιμούσε. Γιατί ήταν συν τοις άλλοις κι άνθρωπος που μπρος στο κοινό καλό παραμέριζε τ’ ατομικά του συμφέροντα

  Τριγλιανά Νέα, 20 Δεκεμβρίου 1975, φύλλο 2. Ο τίτλος στο αρχικό κείμενο  “Παλιές αναμνήσεις”.