Κείμενο: ΜΟΝΑΧΟΣ ΚΟΣΜΑΣ ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΗΣ

Επιμέλεια: ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΑΡΑΣΤΕΡΓΙΟΣ

Δημοσιεύθηκε στο 19ο τεύχος του πολιτισμικού περιοδικού «Κύτταρο Ιερισσού», σ. 22

Το αρχαίο οικωνύμιο Μένδη δηλώνει πόλη της χερσονήσου της Κασσάνδρας (Παλλήνης), η οποία θεωρούνταν από τους αρχαίους συγγραφείς ως αποικία της Ερέτριας. Ανασκαφικά ευρήματα παρέχουν μαρτυρία ότι η Ερέτρια έστειλε εκεί το πρώτο κύμα αποίκων την εποχή του πρώτου ελληνικού αποικισμού, στα τέλη του 13ου – αρχές 12ου αι. π.Χ. Όσον αφορά τις απόπειρες ετυμολογικής ερμηνείας του οικωνυμίου, μέχρι πρόσφατα γίνονταν αποδεκτά τα εξής:

«Το όνομά της οφείλει η Μένδη σ’ ένα φυτό, τη μίνθη, ένα είδος άγριου δυόσμου που ακόμη φυτρώνει στα χωράφια της. Μίνθη υπήρχε και στην Ερέτρια, όπου αναφέρεται και δήμος Μινθούντος. Η μακεδονική προφορά, που τη χαρακτήριζε η υποκατάσταση των δασέων φθόγγων με τους μέσους, μετέτρεψε το όνομα σε Μίνδη και με αυτή τη μορφή το συναντούμε στα παλαιότερα νομίσματα της Μένδης του 6ου αιώνα π.Χ. Από τον 5ο αιώνα π.Χ. επικρατεί το όνομα Μένδη, ίσως από αττική επίδραση».

Η ετυμολογία αυτή υποστηρίχθηκε πρώτα από τον Οικονόμο («Μίνδη-Μένδη, η πατρίς του Παιωνίου», Αρχαιολογική Εφημερίς 1924, 27-32) και στη συνέχεια έγινε αποδεκτή από όλους τους ερευνητές. Δεν υπάρχει όμως αμφιβολία ότι το οικωνύμιο Μένδη προέρχεται από το αρχαίο θρακικό *mendi «γάιδαρος», «άλογο» < ινδοευρωπαϊκό *mend(i)‑ «άλογο», πβ. θρακικό mezēna «ιππέας, καβαλάρης» (<ινδοευρωπαϊκό *mendiānā), που απαντά σε επιγραφή χρυσού δαχτυλιδιού που βρέθηκε στην περιοχή του Ντουβανλί της Φιλιππούπολης, με τη μορφή ΜΕΖΗΝΑΙ (δοτική ενικού αρσ. γένους του θρακ. mezēna), η οποία είναι γραμμένη γύρω από την απεικόνιση ιππέα. Το όνομα Μεζηνα/ Μezēna ταυτίζεται με το όνομα της μεσαπικής θεότητος (Iuppiter) Menzana (επίσης από ινδοευρωπαϊκό *Mendiānā), το οποίο σημαίνει «ιππική θεότητα», στην οποία προσφέρονταν ως θυσίες άλογα. Από την ίδια ρίζα προέρχονται τα αλβανικά mes, mezi «επιβήτωρ ίππος», ρουμανικό mînz «επιβήτωρ ίππος» (λέξη που προέρχεται από δακικό υπόστρωμα), ιλλυρικό mandos «μικρό άλογο». Η αλλαγή του βραχέος /e/ σε /i/ μαρτυρείται στην θρακική.

Επίσης ο τύπος Μίνδη δεν εμφανίζεται στις αρχαίες πηγές ως παράλληλος τύπος του ονόματος της πόλεως Μένδη, αλλά έχει αποκατασταθεί βάσει της παρουσίας του θέματος μινδ- στην ονομασία ΜΙΝΔΑΙΟΝ (σε συντομογραφία επίσης ΜΙΝ) στα πρωιμότερα νομίσματα της πόλεως. Όμως ο πρώιμος αυτός τύπος του επιθέτου τοπικής καταγωγής μινδαίον μπορεί να εξηγηθεί ως αποτέλεσμα στένωσης του άτονου /e/ σε /i/ στο τοπικό θρακικό ιδίωμα, η οποία μαρτυρείται στους παράλληλους θρακικούς τύπους Desa-(kenthos) / Diza-(centus), Diza-(kenthos) < ινδοευρ. *dhweso «θεός», πβ. αρχ.ελλ. θεός. Επιπλέον, η περίοδος που μεσολαβεί ανάμεσα στους τύπους ΜΙΝΔΑΙΟΝ (το πρώτο νόμισμα χρονολογείται στα 520-480 π.Χ.) και ΜΕΝΔΑΙΟΝ (το πρώτο νόμισμα χρονολογείται στα 560-423 π.Χ.) είναι περίπου 60 έτη, δηλαδή όχι τόσο μεγάλη, ώστε να αποκλείει την παράλληλη ύπαρξη και των δύο τύπων. Εξάλλου τύποι σε μινδ‑ συνέχισαν να εμφανίζονται και αργότερα, παράλληλα με αυτούς σε mend. Για τους λόγους αυτούς οι τύποι σε μινδ‑ ήταν απλά παράλληλοι τύποι της ίδιας λέξης μενδαίον / μινδαίον και όχι οι αρχικοί.

Η ετυμολογία της Μένδης από την μίνθη «άγρια μέντα» είναι και φωνητικά προβληματική. Παρά το ότι η αποδάσυνση των ινδοευρ. ηχηρών κλειστών μαρτυρείται στην μακεδονική διάλεκτο της αρχαίας ελληνικής (ινδοευρ. /*bh/, /*dh/, /*gh/ > μακεδονικά /b/, /d/, /g/), η αποδάσυνση των ινδ.ευρ. άηχων δασέων (/*ph/, /*th/, /*kh/) είναι άγνωστη. Για παράδειγμα η μακεδονική λέξη ἀβροῦτες, συγγενική της αττικής ὀφρῦς, πληθ. ὀφρύες «φρύδι», που αναφέρεται από τον Οικονόμο ως ένα πράδειγμα αποδάσυνσης στη μακεδονική, προέρχεται από ινδoευρ. h3bhr(e)uH‑, δηλαδή η μακεδονική παρουσιάζει αποδάσυνση του ινδoευρ. /bh/ και όχι του ινδoευρ. /ph/. O Τζιτζιλής έχει αποδείξει την ύπαρξη δύο τάσεων στη μακεδονική διάλεκτο, μίας με ηχηροποίηση (*ἀβρῦς) και μίας άλλης χωρίς ηχηροποίηση (*ἀφρῦς). Ο τελευταίος τύπος διασώζεται σήμερα στην σύγχρονη μακεδονική διάλεκτο, που μιλιέται στην Ορεινή Πιερία, π.χ. φρούτα «πλεκτή διακόσμηση στην περιφέρεια ενός υφαντού». Και το αρχ. μακεδ. γαβαλά, συγγενικός τύπος του αττικού κεφαλή, που παρατίθεται από τον Οικονόμο ως ένα άλλο παράδειγμα αποδάσυνσης στην μακεδονική, ανάγεται σε ινδοευρ. *ghebh‑, δηλαδή σε τύπο με ηχηρά δασέα.

Η λέξη μίνθη οπωσδήποτε είναι δάνεια από μία υποστρωματική προελληνική (το πιθανότερο μη ινδοευρωπαϊκή) γλώσσα. Για τον λόγο αυτόν δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι το άηχο δασύ /th/ στην λέξη μίνθη προέρχεται από ινδοευρ. δασύ /dh/, ώστε στη μακεδονική διάλεκτο που μιλιόταν στη Μένδη να γίνει μη δασύ /d/. Εάν υπήρχε φαινόμενο αποδάσυνσης, όπως υποστηρίζουν ο Οικονόμος και η Βοκοτοπούλου, το άμεσο αποτέλεσμα θα ήταν Μίντη και όχι Μίνδη. Πέρα από αυτό, η αρχαία ελληνική δεν διαθέτει τύπο της λέξης μίνθη με /e/ στην θέση του /i/ (*μένθη), ο οποίος θα μπορούσε να εξηγήσει την διπλοτυπία Μίνδη / ΜένδηΓια τους λόγους αυτούς καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η Μένδη αποτελεί θρακικό δάνειο στα αρχαία ελληνικά.

Η ετυμολογία από το θρακικό *mend(i) «γάιδαρος» επιβεβαιώνεται από τα αρχαιολογικά ευρήματα στον τόπο της αρχαίας πόλης· 38 νομίσματα, που βρέθηκαν κατά την διάρκεια των ανασκαφών, απεικονίζουν στον εμπροσθότυπο μόνο έναν γάιδαρο, το ιερό ζώο του Διονύσου, σε διάφορες σκηνές (29 από αυτά είναι τα πρωιμότερα νομίσματα, χρονονολογούμενα μεταξύ 520-480 π.Χ.)· 12 νομίσματα απεικονίζουν στον εμπροσθότυπό τους τον Διόνυσο ή τον Ήφαιστο, ανακεκλιμένους στη ράχη ενός όνου· 5 νομίσματα απεικονίζουν Σατύρους με έναν όνο· 11 μεταγενέστερα νομίσματα απεικονίζουν μόνο την κεφαλή του Διονύσου· 2 νομίσματα απεικονίζουν την κεφαλή του Διονύσου στον εμπροσθότυπό τους και έναν όνο στον οπισθότυπό τους. Η ισχυρότατη σύνδεση του όνου με την λατρεία του Διονύσου είναι αναμφισβήτη, ενώ δεν χρειάζεται να αναφερθούμε στην διάδοση της καλλιέργειας της αμπέλου στην περίφημη για το κρασί της Μένδη. Πέρα όμως από αυτά, πρέπει να υποθέσουμε ότι στην πόλη υπήρχε και σημαντικός ναός του Διονύσου. Παρόμοια περίπτωση τόπου, που έλαβε την ονομασία του από ένα σύμβολο στενά συνδεδεμένο με την λατρεία του Διονύσου από τους Θράκες στην Χαλκιδική είναι το όρος Κισσός (ο σημερινός Χορτιάτης) και η ομώνυμη θρακική πόλη σε αυτό. Δεν χρειάζεται φυσικά να υπενθυμίσουμε την θρακική προέλευση της λατρείας του Διονύσου.

Ένα άλλο σημαντικό συμπέρασμα που προκύπτει με βάση και τα παραπάνω στατιστικά, είναι ότι το βασικό θέμα των νομισμάτων της Μένδης δεν είναι ο Διόνυσος αφ’ εαυτό, αλλά ο «ιερός όνος». Τα νέα νομίσματα με την γενειοφόρα εικόνα της θεότητος στον εμπροσθότυπο εμφανίζονται αρκετά αργότερα, περίπου στο 460 π.Χ.. Συνεπώς τον κεντρικό ρόλο στη λατρεία της Μένδης κατέχει ο όνος. Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται και από την απεικόνιση του «ιερού όνου» σε ορθογώνιο σφράγισμα κεραμίδας στέγης, που βρέθηκε στη Μένδη. Η Knoblauch υποστηρίζει ότι ο όνος έχει χρησιμοποιηθεί ως απεικόνιση του ίδιου του Διονύσου. Οι χρήστες των νομισμάτων θα μπορούσαν να τον αναγνωρίσουν μέ αυτήν την ζωομορφική απεικόνιση. Επιπλέον η ίδια ισχυρίζεται ότι ο Ήφαιστος δεν είναι μόνο μία πιθανή, αλλά η σωστή ταύτιση της ανθρώπινης μορφής στη ράχη του όνου στα νομίσματα της Μένδης. Κατά τη γνώμη της, εάν δεχθούμε ότι ο όνος αντιπροσωπεύει τον Διόνυσο, είναι πιο πιθανό ότι αυτός που βρίσκεται στην πλάτη του είναι ο Ήφαιστος. Συνδυάζοντας τη βασική σημασία που κατέχει ο όνος στη λατρεία της Μένδης με τη θρακική προέλευση του ονόματος της πόλης, είναι απαραίτητο να σκεφθούμε μήπως ο όνος ήταν αρχικά το κέντρο της λατρείας των Θρακών στη Μένδη, χωρίς σύνδεση με τον Διόνυσο. Δηλαδή, μήπως τελικά ο όνος ήταν στην πραγματικότητα μία καθαρά ιππική θεότητα (όπως ο μεσαπικός Menzana), ο οποίος μόνο σε μεταγενέστερη περίοδο ταυτίστηκε με τον Διόνυσο.

Από την ίδια θρακική ρίζα με την Μένδη προέρχεται το νεοελληνικό όνομα κυρ-Μέντιος, που χρησιμοποιείται ως επωνυμία ενός γαϊδάρου (ακριβώς όπως το όνομα κυρα-Μαριώ χρησιμοποιείται ως επωνυμία μιας αλεπούς). Το όνομα Μέντιος θα μπορούσε να προέλθει είτε από ένα επίθετο Μενδίων ή Μένδιος [ὄνος] «όνος της Μένδης», εξαιτίας της ευρείας αναγνωρισιμότητάς του μέσα από τα νομίσματά της, ως «λαλούν σύμβολον» του κύριου εξαγωγικού προϊόντος της Μένδης, του περίφημου Μενδαίου οίνου ή απευθείας από θρακικό mendi «γάιδαρος» ως επιβίωση από ένα θρακικό υπόστρωμα.

Η ορθή ετυμολογική ερμηνεία του οικωνυμίου Μένδη εμπλουτίζει τις γνώσεις μας σχετικά με την ιστορία της αρχαίας πόλης και όλης της Χαλκιδικής. Οι Ερετριείς άποικοι δεν ήταν ούτε οι ιδρυτές της Μένδης ούτε οι εισαγωγείς της λατρείας του Διονύσου. Προφανώς βρήκαν εκεί μία ανθηρή θρακική πόλη, με μία ισχυρή λατρεία του όνου, πιθανότατα σε έναν σημαντικό ναό, συνδεδεμένο ή μη συνδεδεμένο με τον Διόνυσο. Προσέλαβαν την λατρεία αυτήν από τους Θράκες και βαθμιαία της έδωσαν έναν ανθρωπομορφικό χαρακτήρα, εστιάζοντας περισσότερο στον ίδιο τον Διόνυσο, παρά στον ιερό όνο του. Ωστόσο η μνήμη του όνου παρέμεινε ισχυρή και επιβίωσε στην νεολληνική επωνυμία κυρ-Μέντιος, η οποία προέρχεται από τη Χαλκιδική.