Η αυλαία της γεμάτης ζωής του αγαπημένου ηθοποιού Κώστα Βουτσά έπεσε σήμερα τα ξημερώματα στο νοσοκομείο Αττικόν.

Ο σπουδαίος ηθοποιός δεν κατάφερε να βγει νικητής και σε αυτή τη μεγάλη μάχη που έδινε, με την υγεία του να είναι επιβαρυμένη το τελευταίο διάστημα και έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 88 ετών.

Ο Κώστας Βουτσάς εισήχθη την Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου στο νοσοκομείο με λοίμωξη του αναπνευστικού. Παρά τις τελευταίες θετικές πληροφορίες ότι η κατάσταση της υγείας του καλυτερεύει ο αγαπημένος ηθοποιός «έφυγε» σήμερα στις 04:20 τα ξημερώματα από τη ζωή.

Σημειώνεται ότι στη διάρκεια της νοσηλείας του υπεβλήθη και σε τραχειοστομία.

Ποιος ήταν ο Κώστας Βουτσάς

Γοητευτικός, πληθωρικός, στόφα μεγάλου ηθοποιού, ο Κώστας Βουτσάς διέγραψε τεράστια, επιτυχημένη καριέρα 70 ετών. Ήταν από τους σταρ που σημάδεψαν τον ελληνικό κινηματογράφο.

Σπουδαίος κωμικός, άφησε ανεξίτηλο στίγμα στο ρόλο του αγαθού Κωνσταντινουπολίτη με «Το Ανθρωπάκι» (1969) ενώ το αυθόρμητο επιφώνημα του «Φσστ μποινγκ», στο μιούζικαλ «Κάτι να καίει» (1964), έγραψε ιστορία στον εγχώριο κινηματογράφο.

Σθεναρός υποστηρικτής του, εξαρχής, υπήρξε ο σκηνοθέτης Γιάννης Δαλιανίδης, με τον οποίο τον συνέδεε μακρόχρονη φιλία κι εκτίμηση.

Ήταν το 1961, όταν με την εμφάνιση του στον «Κατήφορο» απόκτησε ευρεία αναγνωρισιμότητα για να απογειωθεί στη συνέχεια ως ο απόλυτος πρωταγωνιστής σε ταινίες που έφταναν να κόβουν έως και 650 χιλιάδες εισιτήρια την δεκαετία 60 και 70. Κι ήταν το 1984 που ο νέος ελληνικός κινηματογράφος βρήκε στο πρόσωπο του Κώστα Βουτσά τον ιδανικό ερμηνευτή που θα ενσάρκωνε τα όνειρα και τις επιθυμίες ενός καθημερινού ανθρώπου(«Ο έρωτας του Οδυσσέα», του Βασίλη Βαφέα ).

Ο Κώστας Βουτσάς (Σαββόπουλος ήταν το οικογενειακό του όνομα) γεννήθηκε τον Δεκέμβριο του 1931 στην Αθήνα, σε προσφυγική οικογένεια με καταγωγή από τους Επιβάτες της Ανατολικής Θράκης, που σήμερα ανήκουν στο έδαφος της Τουρκίας.Μεγάλωσε στην Θεσσαλονίκη, όπου εγκαταστάθηκε η οικογένεια του. Ο πατέρας του εργάστηκε ως εργάτης οδοποιΐας κι ο μικρός Κώστας επινόησε διάφορες δουλειές του ποδαριού για επιβίωση. Στα χρόνια της Κατοχής μοίραζε προκηρύξεις στους κινηματογράφους μαζί με άλλα «Αετόπουλα» της ΕΠΟΝ.

Σε ηλικία 18 ετών σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Μακεδονικού Ωδείου, συμμετείχε σε επιθεωρήσεις στο Στρατιωτικό Θέατρο Θεσσαλονίκης κι αφού περιπλανήθηκε με τα μπουλούκια δύο χρόνια σε χωριά και κωμοπόλεις της Μακεδονίας « η Καλή Καλό (καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της θεατρίνας Καλλιόπης Δαμβέργη) τον κατέβασε Αθήνα» έχει πει ο ίδιος. Έδωσε εξετάσεις για να πάρει την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος, την οποία τελικά του έδωσαν στην τρίτη προσπάθεια αφού η επιτροπή τον είχε απορρίψει δύο φορές, επειδή δεν «έκανε για ηθοποιός» όπως του είχαν πει.

Η πρώτη ταινία που συμμετείχε, ως κομπάρσος, ήταν στην κωμωδία «Ο μπαμπάς εκπαιδεύεται» (1953, του Γιώργου Λαζαρίδη).Ακολούθησε η συμμετοχή του στην ταινία του Αλέκου Σακελλάριου «Η κυρά μας η μαμή» (1958) με την οποία μπήκε πρώτη φορά στα στούντιο της Φίνος Φιλμ, «Για την αγάπη της βοσκοπούλας» του Φρίξου Ηλιάδη (1959), η «Αλίκη στο Ναυτικό»(1960, Αλέκος Σακελλάριος), «Κατήφορος» (1961, Γιάννης Δαλιανίδης), «Ο φίλος μου ο Λευτεράκης» (1962, Αλέκος Σακελλάριος ) κ.ά. Συνολικά 70 ταινίες.

Στη μικρή οθόνη πρωτοεμφανίστηκε το 1973 στο σίριαλ «Βαριετέ« της τότε ΥΕΝΕΔ.Ε για να ακολουθήσουν πολλές εμφανίσεις σε τηλεοπτικές σειρές όπως «Ο Ανδροκλής και τα λιοντάρια του», «Για μια θέση στον ήλιο», «Γιούγκερμαν», «Δέκα Μικροί Μήτσοι»,«Επτά θανάσιμες πεθερές», «Η πολυκατοικία» κ.ά.