Κείμενα: Μαργαρίτη Σταύρου

Επιμέλεια: Κοκκαλάς Αλέκος

Στα πρώτα χρόνια από του 1923 και εντεύθεν, το πρώτο καφενείο που λειτούργησε ήταν του Χρήστου Κιώτη (Νικολαΐδη). Ο Χρήστος ήταν παλιός καφετζής, καθαρός και πολύ μερακλής. Δίπλα στο μπουφέ ήταν η ωραία του λατέρνα, ολοστόλιστη από χάρτινα τριαντάφυλλα και στη μέση το κάντρο μιας ωραίας κοπέλας.

Στον καφενέ του Κιώτη σύχναζαν όλοι οι παλιοί Τριγλιανοί, όπως ο Θεοδόσης Μακασίκης, ο Φιλαλήθης Καμπάντριας, ο Νικόλας Τσιρακμάνης, ο Γιώργης Τσιρακμάνης, ο Αλέξανδρος Μαστραντώνης (Κάλφας), ο Δημητρός Ορφανός, ο Απόστολος Χρυσαφίδης, ο Δημήτριος Μαστραλέξης, ο Ανάστασης Αγαλής, ο Βασίλης Αλτίνης, ο Δημητρός Αραπκιλής (Μπάτσος), ο Κώστας Ντρουμπουνέτης, ο Δημητρός Μήτσου, ο Σωτήρης Μήτσου, ο Γιώργης Τακάς, ο Κώτσος Στεργίου και πολλοί άλλοι.

Από τους πρώτους πραματευτάδες που άνοιξαν μαγαζί, ήταν ο Κωτσος Στεργίου. Κουβάλησε κάμποση πραμάτεια και την είχε τοποθέτηση στο σπίτι του Δημήτρη Μαστρελέξη, όπου ήταν και το μαγαζί του, άλλα αργότερα έφυγε, διότι ήθελε να σπουδάσει τα παιδιά του.

Έτσι, στον καφενέ του Κιώτη λυνόταν όλα τα προβλήματα (γεωργικά, οικονομικά, πολιτικά) τα βράδια όταν συγκεντρώνονταν όλοι και πίνανε από κανένα ρακί. Άκουγες τις ευχές τους να λένε άντε εις υγεία, χρόνια πολλά και καλή πατρίδα, του χρόνου πια στα μέρη μας.

Αυτό το βιολί συνεχιζότανε για πολλά χρόνια… Την ήμερα πήγαιναν και φύτευαν αμπέλια και λιόδεντρα και το βράδυ στον καφενέ λέγανε άντε εις υγεία και καλή πατρίδα.

Κάποτε περνούσε ένας από το σπίτι του Γιώργη του Τακά. Εκείνη την ώρα ο Τακάς δούλευε στο μπαξέ του και φύτευε συκαμιές (μουριές). Του λέει λοιπόν: Μπρε Γιώργη, εσύ είσαι ένας άνθρωπος γραμματιζούμενος και διαβάζεις εφημερίδες και κάθε βράδυ μας λες στον καφενέ ότι θα πάμε αγλήγορεις στα μέρη μας. Εσύ τώρα που φυτεύεις αυτές τις ντουτιές (μουριές) θα προκάνεις να φάεις ντούτια (μούρα);

Κι ο Γιώργης απάντησε:

«Μη βλέπετε εγώ το τι κάνω, το τι σας λέω να κάνετε».

Δηλαδή οι παλιοί άνθρωποι είχαν την εντύπωση και την ελπίδα, ότι θα πάνε πίσω στα μέρη τους, παρ’ όλο όμως που είχαν αυτή τη γνώμη, δεν τους εμπόδιζε τι να φυτεύουν και να δημιουργούν κτήματα.

Το καφενείο του Γιορδάνη Γιακουβάκη

Όπως αναφέραμε στο προηγούμενο φύλλο μας για το καφενείο του Χρήστου Κιώτη του 1923, τώρα θα πούμε και μερικά για το καφενείο του Γιορδάνη Γιακουβάκη.

Το καφενείο του Γιορδάνη ήταν κι αυτό στο κέντρο του χωρίου στη Νέα Τρίγλια.

Ο Γιορδάνης ήταν και λίγο κυνηγός, γι’ αυτό και σύχναζαν ορισμένοι, κυνηγοί, όπως ο Πέτρος Ασκέρης, ο Στάθης Κουτούλης, ο Σταύρος Αργύρης κ.α. Όπως στου Κιώτη, το ίδιο και στου Γιακουβάκη, σύχναζαν όλο οι παλιοί Τριγλιανοί όπως ο Φίλιππας Κουλουριώτης, ο Θεοφάνης Κιουρτσής, ο Μπαλάσης Μπαρμπής, ο Στρατής Καραγιάννης, ο Γιάννης Καραθάνος, ο Ηρακλής Φούντας, ο Δήμας Μοσκοβής, ο Θόδωρος Αργυριάδης, ο Νικόλας Βουλγαράκης, ο Δημητρός Σαγμάνης, ο Δημητρός Σγουρής, ο Χρυσός Γιαννακάς, ο Διογένης Λιλλής, ο Ζαφείρης Γιατζιτζόγλης, ο Μιλτιάδης Κοκκαλάς, ο Νικόλας Μισοκοίλης, ο Γιάννης Βουλγαράκης και πολλοί άλλοι.

Στο καφενείο του Γιακουβάκη ερχότανε η πόστα (ταχυδρόμος). Δίπλα στη βρύση, ο Γιορδάνης φύτευσε ένα πλατάνι και στον κορμό του κάρφωσαν ένα ταχυδρομικό κουτί για να ρίχνει ο κόσμος τα γράμματα. Τότε λόγω της προσφυγιάς οι ξενιτεμένοι στην Αμερική, στον Καναδά, στον Παναμά κ.λπ. στέλνανε στους εδώ συγγενείς τους πολλά χρήματα. Ο ταχυδρόμος Γιώργος Μπακρατζάς, Πολυγυρινός, ήταν άνθρωπος καλοπροαίρετος και χιουμορίστας, όπως ακριβώς ο ταχυδρόμος της Παλιάς Τρίγλιας, Μουλάς (Τούρκος). Είχε ένα πελώριο κόκκινο άλογο, πού συνεχώς το είχε φορτωμένο με μεγάλες πέτσινες τσάντες, που όταν ερχότανε καλούσε τους Τριγλιανούς με μια ντουντούκα (σάλπιγκα) και έβλεπες τις γυναίκες να φωνάζει η μια την άλλη, και προπαντός αυτές που είχαν αμερικάνικα, άντες Ελένη, Μαρία ήρτε η πόστα  (ταχυδρόμος). Τώρα ο Μπακραχτζάς γνώριζε αυτούς που περνάνε μεστωμένα γράμματα και αν αργούσαν να έρθουν, το βαρυπατούσε και σφύριζε και για δεύτερη φορά με τη ντουντούκα, γιατί και το μηνιάτικο που έπαιρνε δεν τον έφθανε, γιατί ήταν άνθρωπος του πιοτού.

Χαρά του ήταν η εποχή που δούλευαν τα ρακοκάζανα. Τότε τα έπαιρνε με τη σειρά και τελευταία πια περνούσε από το ρακοκάζανο του Σταύρου Μελκή. Το άλογο πάντοτε το κρατούσε από το βοσκό (χαλινάρι) βαδίζοντας πρώτος αυτός και από πίσω το άλογο, και όταν έκανε κατά τον κατήφορο, αλλού πήγαινε το άλογο κι άλλου ο Μπακρατζάς.

Ήταν όμως άνθρωπος καλόκαρδος, κανενός καρδιά δεν χαλούσε. Αν τον ρωτούσες «Γιώργη έχω κανένα γράμμα», σου έλεγε: «Όχι, αλλά μη στεναχωριέσι, του άλλου ταξίδ θας φέρου».