Κείμενα; Μαργαρίτη Σταύρου
Επιμέλεια; Κοκκαλάς Αλέκος

Το 1923 όταν μας μετέφεραν στο Σουφλάρι φορτηγά (τα πρώτα αυτοκίνητα) ήμασταν επτά οικογένειες μας ξεφόρτωσαν ακριβώς απέναντι από το καλογηρικό Μετόχι.

Οι καλόγηροι βέβαια γνώριζαν ποιος ήτο ο προορισμός μας, διότι ξεύρανε ότι θα γινότανε η απαλλοτρίωση των Μετοχιών και η διανομή των χωραφιών στους πρόσφυγες και στους εντόπιους ακτήμονας καλλιεργητάς γι’ αυτό βάζαν και διαβάλματα για να  σπείρουν διχόνοιες μεταξύ προσφύγων και γηγενών.

Τότε, εκείνη την εποχή, που να γνωρίζουν οι άνθρωποι το τι πρόκειται να γίνει, διότι δεν υπήρχαν τα μέσα, δεν υπήρχαν συγκοινωνίες, δεν υπήρχαν εφημερίδες εκτός από ορισμένους οι οποίοι γνώριζαν κάπως τα πράγματα, όπως ο μακαρίτης ο Αθανάσιος Αραμπατζής, επίσης ο Δημητρός Βογιατζής πατέρας του μακαρίτη του Παπαθωμού.

Μάλιστα, αυτός ο ίδιος, συμβούλευε τους πατεράδες μας και τους έλεγε να μην φύγετε από δώ, «εδώ σας έφεραν να σας δώσουν χωράφια για να γίνεται νοικοκυραίοι, που θα πάτε να γυρνάτε μες στις πόλεις οικογενειάρχες άνθρωποι» και έτσι αυτών των ανθρώπων οι συμβουλές μας ανάγκασαν να παραμείνουμε.

Έπειτα από ολίγο χρονικό διάστημα μας φέραν αντίσκηνα και άλευρα, ήτο μήνας Θεριστής. Οι καλογήροι θέριζαν τα χωράφια τους με εργάτες, τότε δεν υπήρχαν τα σημερινά μέσα. Το θέρος γινόταν με δρεπάνια. Τα Μουδανιά τότε δεν υπήρχαν, ό,τι  υπηρεσίες υπήρχαν ήσαν στην Πορταριά, εκεί ήτο

ο αστυνομικός σταθμός με Σταθμάρχη κάποιον εν ονόματι Παράσχο και όταν κάποτε μας επισκέφθηκε ο Σταθμάρχης και μας είδε να καθόμαστε κάτω από τα ελαιόδενδρα μας λέει: «Γιατί καθόσαστε;», «Τι να κάνουμε κυρ Νοματάρχα;»

«Να πάρετε δρεπάνια και να πάτε στα χωράφια να κόβετε στάχια από τα αθέριστα».

Όπως και έγινε, παίρνανε οι πατεράδες μας τους τσεκμέδες (πριόνια μικρά) και από ένα τσουβάλι στο νώμο και πήγαιναν έξω στα χωράφια και θέριζαν, μόνο τον καρπό.

Έπειτα τα φέρνανε στα τσαντίρια και από κάτω από τα ελαιόδενδρα δούλευε ο κούπανος. Έσπαγαν τα στάχια και τα βγάζανε το στάρι. Το λίχνιζαν και μετά πάλι μέσα στα σακιά και πήγαιναν στα Ελαιοχώρια στα Λούτσα. Εκεί ήσαν κάπου οκτώ νερόμυλοι στην αράδα, το άλεθαν και μετά πάλι στην πλάτη το έφερναν στα τσαντίρια και το ζύμωναν οι Τριγλιανές στους φούρνους. Εκτός από τα ψωμιά κάνανε και κάτι από το ζυμάρι, κάπως έτσι πλατύ και το πατούσαν με τα δάχτυλα τους που τις λέγανε καταχόπιτες. Και εκτός από τις καταχόπιτες  ψήνανε μες τα σινιά (ταψιά) κάτι τετράγωνα τα οποία τα έλεγαν λουκούμια. Τα λουκούμια είχαν μέσα μπαχαρικά, κανέλα, κύμινο κ.λπ. και με την όρεξη που τα τρώγαμε πράγματι μας φαινόντανε σαν πραγματικά λουκούμια.

Έπειτα από ολίγο χρονικό διάστημα ήλθαν μηχανικοί και άρχισαν να χαράζουν το σχέδιο του χωριού. Εν συνεχεία ο  Εποικισμός είχε διορίσει ως εργοδηγό τον Αλεξ. Μαστραντώνη (Κάλφα), εν συνεχεία χάραζαν τα θεμέλια και υποχρέωναν τον κάθε πατριώτη να κάνει μόνος του τα θεμέλια του σπιτιού του.

Πρώτο σπίτι κτίστηκε του Δημήτρη  Μαστραλέξη, έπειτα του Μιλτιάδη Παπαλεξανδρή, αυτά κτίστηκαν με πληθιά και εν συνεχεία και άλλα πολλά, αλλά μετά σταμάτησαν από το να κτίζουν μετά πληθιά και ο Εποικισμός έφερε άλλα σχέδια τα τύπου Γερμανικά. Ερχόντουσαν τα ξύλα έτοιμα κομματιασμένα  και ρεγουλαρισμένα, τα παίρνανε οι μαστόροι και στο πι και φι τα στήναν, μετά αρχίνιζε το κτίσιμο με μισότουβλο και γέμιζαν τα κενά όλα, τα λεγόμενα ντολμαλίκια και όταν τέλειωνε το κτίσιμο αναλάμβαναν οι σοβατζήδες.

Ήτο τότε αρχιμάστορας στους σουβάδες ο Θανάσης Μαρκεντάος από τον Πειραιά. Μπλοκάριζαν το σπίτι, ένα γύρω σύρμα δικτυωτό και μετά αρχίνιζε ο σουβάς. Έπειτα ο κόσμος, ένας-  ένας, άρχισαν να μπαίνουν μέσα στα σπίτια και κατά το 1925 ήσαν όλοι

σπιτωμένοι και άρχισε πια να φαίνεται ότι δημιουργείται χωριό. Τώρα, ο κόσμος ήθελε να εκκλησιάζεται. Εκκλησία στα νεόκτιστα δεν υπήρχε. Υπήρχε στα εντόπια ο Άγιος Αθανάσιος και ο κόσμος εκκλησιαζότανε στον Άγιο Αθανάσιο. Έπειτα δεν υπήρχε και σχολικό ίδρυμα γι’ αυτό χρησιμοποίησαν το καλογηρικό Μετόχι. Είχε δασκάλους κάποιους γέροντες Δημήτριο Καρά από την Συκιά της Σιθωνίας, την Μαρία Ζαμπογιάννη από την Άθυτο της Κασσάνδρας, είχε ένα νέο δάσκαλο εν ονόματι Βασίλη από την Πελοπόννησο και με διευθυντή τον αείμνηστο Μιλτιάδη Παπαλεξανδρή, που και αν μάθαμε καναδυό κολιβογράμματα το χρωστάμε σε αυτόν.

Κατά την εποχή εκείνη θέριζε η ελονοσία του κοσμάκη και εν συνεχεία ακολουθούσε η αιματουρία που συνεχώς ο κόσμος αποδεκατιζότανε. Δεν υπήρχε νοσοκομειακή και φαρμακευτική περίθαλψη. Το μόνο φάρμακο ήτο λίγο σουλφάτο (κινίνο) ντυλιγμένο μέσα σε τσιγαρόχαρτο φτιαγμένο σαν χάπι.

Μετά φάνηκαν οι πρώτοι γιατροί, από όλους ο Απόστολος Τσίτερ έμενε στην Πορταριά. Όλες οι υπηρεσίες ήσαν στην Πορταριά. Τα Μουδανιά ακόμα δεν ήσαν ούτε στα σπάργανα τους και έβλεπες το Τσίτερ καβάλα στο άλογο, κόκκινο άλογο, όπως ήτο και μερακλής με την φουσκωτή κιλότα και με τις πέτσινες γκέτες και με το καμουτσίκι στο χέρι έδειχνε πράγματι σωστός καβαλάρης. Όργωνε συνέχεια τ’ απέραντα  μονοπάτια της Χαλκιδικής, διότι δρόμος τότε δεν υπήρχε και όταν οι άρρωστοι τον έβλεπαν να ξεφυτρώνει μέσα από το δάσος η χαρά τους ήτο απερίγραπτη.

Αν και δεν υπήρχαν τότε τα σημερινά μέσα θεραπείας, το θάρρος μόνο που σου έδινε ο Τσιτέρ γινόσουνα καλά.

Ο γιατρός Τσίτερ αγάπησε και πόνεσε τον αγροτικό κόσμο, γιατί έζησε κοντά του, γνώρισε και έζησε τον πόνο και τον μόχθο του αγρότη. Αυτό αποδείχθηκε και στις μετέπειτα βουλευτικές εκλογές που γίνανε, έβαλε υποψηφιότητα στο αγροτικό κόμμα  του αείμνηστου Αλεξάνδρου Παπαναστασίου.