Κείμενα: Μαργαρίτης Σταύρος

Επιμέλεια: Κοκκαλάς Αλέκος

Στην παλιά μας πατρίδα Τρίγλια υπήρχε ταχυδρομείο του τουρκικού κράτους με ταχυδρόμο Τούρκο, τον λεγόμενο Μουλά, ο οποίος φορούσε τραγιάσκα αντί φέσι. Μάλιστα στο διωγμό που φεύγαμε με τα πλοία ήρθε κι αυτός μαζί μας μέχρι τη Ραιδεστό, φοβούμενος μη τυχόν και πάθει κανένα κακό από τα ελληνικά στρατεύματα που οπισθοχωρούσαν. Αλλά μετά μερικοί είπαν ότι αυτός ήταν Τούρκος και ο καπετάνιος τον πήγε πίσω.

Αυτός ο άνθρωπος ήταν λίγο κοργιόζικος (αστείος). Όταν έκανε διανομή τα γράμματα και τον ρωτούσε καμιά γυναίκα «Μουλά έχω κανένα γράμμα;», αυτός τότε απαντούσε, με τα σπασμένα του ελληνικά: «Κοκόνα ντενέκι τώρα γκράμμα, άλλο νταξίντι εγκώ τα φέρει».

Εκτός από τον Μουλά, υπήρχε και ένας δικός μας, ο Παντής Ελευθερίου. Αυτός δεν ήταν βέβαια του κράτους, αλλά από μόνος του ανέλαβε αυτή τη δουλειά.

Η Τρίγλια είχε πολλά κορίτσια φτωχά, που δούλευαν στην Κωνσταντινούπολη ως υπηρέτριες για να κάνουν την προίκα τους, γιατί τότε η γυναίκα έπρεπε να έχει το ελάχιστο εκατό (100) χρυσές λίρες για να παντρευτεί. Έπειτα ήταν και χρονιές που δεν γινότανε μαξούλια, γι’ αυτό αναγκαζότανε να πάνε στην Πόλη για να εργαστούν.

Ο Παντής ανέλαβε λοιπόν να εξυπηρετήσει αυτόν τον κόσμο. Πήγαινε γράμματα στην Πόλη και έφερνε γράμματα πάλι από την Πόλη στο χωριό. Είχε ένα μεγάλο τσουβάλι στο οποίο έβαζε μέσα τα αμανέτια, γι’ αυτό τον λέγανε και αμανετσή. Πήγαινε δέματα από το χωριό και έφερνε πάλι δέματα από την Πόλη.

Αν και αγράμματος, όταν του έλεγες «Παντή αυτό το γράμμα θα το πάς στα Τατάβλα στο τάδε σοκάκι, στο τάδε νούμερο», το πήγαινε και σου έφερνε και χαμπάρι.

Εκτός από τα γράμματα και τα δέματα που κουβαλούσε μέσα στο τσουβάλι, έφερνε και εφημερίδες, διότι στην Κωνσταντινούπολη εκείνη την εποχή έβγαινε η εφημερίδα «Νεολόγος». Επάνω στην κάθε εφημερίδα ήταν γραμμένο το όνομα του κάθε καφετζή, όπως στην παραλία λ.χ. του Αποστολάκη Συρκιόγλη, το καφενείο του Σούρα, του Χάσικου, το σαμαρτζήδικο, της Κυψέλης το λεγόμενο αδελφάτο, του Μαθιά, του Τηγά, του Γιορδάνη, Γιακουβάκη, του Θανάση του Κουτσού, του Ηρακλή Φούντα, του Πινιώτη κ.ά.

Όταν ερχότανε ο Παντής τρέχανε ούλοι στο γιαλιό για να μάθουν τα νέα. Τότε ξεφώνιζε ο καημένος ο Παντής, που ήταν κοντός και το τσουβάλι που κουβαλούσε ήταν μεγαλύτερο από το μπόι του: «Σταήτε βρε παιδιά, μη νεγκάζεστε, να τις βγιάλο μια – μια τις εφημερίδες γιατί ύστερης θα βρω ντο μπελά μου απέ τους καφετζήδες.

Όταν έκανε διανομή τις εφημερίδες στους καφενέδες οι καφετζήδες εκτός από την τιμή της εφημερίδας, του δίνανε και μπαξίσι (δώρο). Άλλος ένα κάρτο, άλλος ένα μετζίτι κι έτσι με αυτόν τον τρόπο ο Παντής έκανε το ταξιδάκι του από Τρίγλια στην Κωνσταντινούπολη, βγάζοντας και τα καθημερινά του έξοδα.

Τα Τριγλιανά γρόσια

Στην παλιά μας πατρίδα Τρίγλια κατοικούσαν γύρω στις δέκα χιλιάδες πατριώτες, οι οποίοι έκτος απ’ την γεωργία και αλιεία, ασχολούνταν με το εμπόριο, τα γράμματα και τις τέχνες.

Η εύπορη τάξη (έμποροι, καταστηματάρχες μεσίτες) και οι διανοούμενοι (διδάσκαλοι, γιατροί, φαρμακοποιοί κλπ.) εσύχναζαν τις ελεύθερες ώρες τους στο κεντρικό, μεγάλο και ωραίο καφενείο Κυψέλη, που ήταν δίπλα στο παντοπωλείο του Αρμοδίου Στεργίου.

Το όνομα Κυψέλη δόθηκε απ’ αυτούς που σπούδαζαν στην Αθήνα, και οι όποιοι έμεναν τότε στην περιοχή της Κυψέλης.

Πιο βορρά απ’ την Κυψέλη ήταν το παλιό σχολείο, στο ισόγειο του οποίου ήταν μία μεγάλη αίθουσα, που την χρησιμοποιούσαν να δίνουν θεατρικές παραστάσεις με ηθοποιούς συμπατριώτες μας. Μάλιστα, όταν το 1920 ήλθε ο Ελληνικός στρατός, ορισμένοι στρατιώτες γνώριζαν την τέχνη του Καραγκιοζοπαίχτη και με τις παραστάσεις τους διασκέδαζαν τους Τριγλιανούς.

Στην Κυψέλη, λοιπόν, συζητούνταν όλα τα προβλήματα του χωριού και επαίρνονταν πολλές φορές οι μεγάλες αποφάσεις. Έτσι κάποια μέρα, που η δυσκολία συναλλαγής του χρήματος ήταν μεγάλη, λόγω ελλείψεως μικρών χαρτονομισμάτων (ψιλά),  ο μοναδικός Κασούρης κάλεσε τους θαμώνες της Κυψέλης κοντά του και τους είπε: Ακούτε βρε λολάγια, πρέπει να βγάλουμε γρόσια δικά μας, Τριγλιανά.

Και πριν ακόμη προλάβουν να αντιδράσουν οι έκπληκτοι ακροατές του, έδωσε εντολή να πάρουν απ’ το μπακάλικο του, που είχε συνεταιρικό με τους Τακάδες και που βρισκόταν απέναντι απ’ το παλιό σχολείο, χονδρό χαρτί και αφού μπούνε στο μοτόρι του (καράβι με μηχανή), να πάνε στην Πόλη (Κωνσταντινούπολη).

Εκεί σ’ ένα τυπογραφείο βγάλανε τα Τριγλιανά γρόσια που ήταν σε σχήμα γραμματοσήμου και η μία έκδοση είχε την φωτογραφία της εκκλησίας της Παντοβασίλισσας και η άλλη το σχολείο, που κτίσθηκε με πρωτοβουλία του αειμνήστου Χρυσοστόμου Σμύρνης.

Τα Τριγλιανά αυτά γρόσια, μοίρασε ο Κασούρης σ’ όλους τους Τριγλιανούς και έτσι μέσα στην Τρίγλια και μέχρι τα Μουδανιά η συναλλαγή μικρών χρηματικών ποσών γινόταν μ’ αυτά. Όταν όμως το ποσόν αυτών π.χ. σ’ ένα μπακάλη έφθανε μια ορισμένη τιμή, τότε γινόταν ή εξαργύρωση τους με πραγματικά τούρκικα γρόσια.

Έτσι, λοιπόν, χάρη στην εξυπνάδα και καπατσοσύνη του Κασούρη, λύθηκε και ακόμη ένα πρόβλημα των Τριγλιανών.

Ο Θανάσης Πιστικίδης  αναφέρει στο βιβλίο του «Τρίγλια Βιθυνίας» (σελ. 169-170) ότι: “Για να δημιουργεί όμως πόρους και διάφορα έσοδα ώστε ν’ ανταποκρίνεται στις ανάγκες του χωριού, η Δημογεροντία κατέφευγε στην εσωτερική φορολογία, στην επιβάρυνση δηλαδή των κατοίκων. Τέτοιοι φόροι ήσαν, η καθιέρωση φόρου στα κτήματα, για να πληρώνονται οι μπεξήδες (σ.σ. αγροφύλακες), ένας φόρος δηλαδή ακίνητης περιουσία ς (Φ.Α.Π.), με κοινωνικά όμως κριτήρια. Ήταν επίσης τα κανταριάτικα στα παζάρια, στην εξαγωγή της ελιάς, στην ψαραγορά (Μπαλουχανά) μέχρι την τιμή του κεριού στις εκκλησίες . Κάτι τέλη που καταβάλλονταν στη Δημαρχία για τη σύναψη συμβολαίων, προικοσυμφώνων, δωρεών, κληρονομιών κλπ, καθώς και η έκδοση ΤΟΠΙΚΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ, που αναγνωριζόταν  όμως μόνο μέσα στο χωριό. Για παράδειγμα, ένας αγροφύλακας ή ένας παπάς ακόμη, μπορούσε να πάρει το μισό μισθό του σε δημόσιο χρήμα (λίρα) και τ’ άλλο μισό σε τοπικό χρήμα. Μ’ αυτό το τοπικό χρήμα μπορούσε ν’ αγοράσει από τον μπακάλη τρόφιμα, από τον τσαγκάρη παπούτσια, να το δώσει στο ράφτη του, στον καφετζή του ή οπουδήποτε αλλού είχα ανάγκη. Το χρήμα αυτό κυκλοφορούσε συνεχώς μέσα στο χωριό, κατέληγε στη Δημαρχία για πληρωμές φόρων και τον διακανονισμό άλλων σχέσεων των κατοίκων με τη Δημαρχία. Για τους νόμους αυτούς της φορολογίας νομοθετούσε η Δημογεροντία. Γι’ αυτό, αν ένας νόμος κρινόταν αντιλαϊκό ς, τον άλλο χρόνο μπορούσε να διορθωθεί ή να καταργηθεί ή να επιβληθεί ένας άλλος για το ίδιο αντικείμενο, καινούργιος, προσιτότερος όμως στο Λαό. Τα έσοδα των εκκλησιών ήσαν κι’ αυτά του κοινού Ταμείου της Δημογεροντίας κι αυτή, μαζί με τις εκκλησιαστικές επιτροπές, αποφάσιζε για τις δαπάνες, τις ελλείψεις και τις ανάγκες της κάθε εκκλησίας . Φαίνεται όμως, πως, κι η ανάμιξη των Δεσποτάδων στη διαχείριση των εκκλησιαστικών πραγμάτων, ήταν πιο περιορισμένη από αυτή των σημερινών Δεσποτάδων. Αντιθέτως, έκαναν ότι μπορούσαν, για να βοηθήσουν Εκκλησίες και Χριστιανούς, και πραγματικά έχουμε πολλά τέτοια παραδείγματα. Είναι πια αλήθεια, ότι, στα χρόνια εκείνα η Εκκλησία ήταν ένας φωτεινός φάρος για τον υπόδουλο ραγιά, που τον τροφοδοτούσε ο Δεσπότης, με το όλο έργο του”.