Επιμέλεια:Κοκκαλάς Αλέκος

Μήπως ήταν όνειρο; Κάτι τέτοιο θα είναι, γιατί εγώ μια απλή νοικοκυρά, πώς βρέθηκα να κάνω κρουαζιέρα στα νησιά και στα παράλια της Μικράς Ασίας; Να με σερβίρουν στην ωραία τραπεζαρία του πλοίου «Κένταυρος » τα πλούσια και εκλεκτά φαγητά, να βρίσκουμε κάθε βράδυ στο χορό με τους πατριώτες μου; Να ξαναδώ τον τόπο που γεννήθηκα ύστερα από 56 χρόνια, το πατρικό μου σπίτι; Ν΄’ ανέβω πάλι τα σκαλιά που ανέβαινα μικρή και, που με φώναζαν να προσέχω να μην κατρακυλήσω;

Στο κεφαλόσκαλο πάντα καθόταν η μανούλα μου με την λάμπα, να φέγγει τον πατέρα να ξεφορτώσει το ζώο από τις ελιές, τα φρούτα, τα ξύλα. Να και το τζάκι μας κάτω στο κατώι, που το έλεγαν μουλκάκι. Εδώ μαγείρευαν, έβραζαν το πετμέζι, τα ρετσέλια, τον κορδάτο, τον χαλβά. Εδώ κάτω άπλωναν τα λιοπάνια και διάλεγαν τις ελιές άλλες για λάδι και άλλες για εμπόριο, ως και τα μεσάνυχτα όλη η οικογένεια. Δεν υπάρχουν πια στο κατώι κιούπια με λάδι και ελιές. Έρημο το σπίτι, αφού κατοικήθηκε 56 χρόνια από Τούρκους. Ανεβαίνουμε την σκάλα. Στο πρώτο πάτωμα η σάλα, η καλή κάμαρα με το παράθυρο στο γιαλό. Κοίταζα με δάκρυα την Προποντίδα. Από δω κοίταζε και η μανούλα μου.

Δίπλα το χειμωνιάτικο καμαράκι με το τζάκι και από δίπλα το γιουκλίκι. Η γλυκιά μας καμαρούλα, που ξεχειμωνιάζαμε είχε παράθυρο στην Ανατολή και τώρα έμπαινε ο ήλιος στο δωμάτιο, που αλίμονο ήταν αδειανό. Να η γωνιά που έβαζαν το πεσούκι και μας κουνούσαν, όταν ήμασταν μωρά. Και πάνω τα μεγάλα δωμάτια, που το καλοκαίρι έβαζαν τις ντάνες με τα κουκούλια και που τον χειμώνα το ένα χρησίμευε για κελάρι. Κλαίμε με λυγμούς και μαζί μας ο Τούρκος ο παλιός μας γείτονας, που μας συνόδευε.’

Όταν ήταν μικρός έπαιζε με τα αδέλφια μου, γιατί οι γονείς μας ήταν φίλοι. Μια τελευταία ματιά, ένας λυγμός και κλείνουμε την πόρτα. Με τι πόνο … οι δύστυχοι γονείς μας την έκλεισαν το 22, όταν αναγκάστηκαν να αφήσουν όλα τα υπάρχοντα τους και να τρέξουν να σώσουν την ζωή τους.

Τραβάμε για την Παντοβασίλισσα. Δυο βήματα από το σπίτι μας. Τα μικρά τρέχουν να φέρουν το κλειδί. Ένα μικρό πορτάκι είναι η είσοδος στην ωραία παλιά εκκλησία, που αλίμονο τα χάλια της. Στο νάρθηκα και σε ένα μέρος του ναού έχουν φυτέψει ντοματιές, πιο εκεί μια στοίβα κοπριά και στο ιερό άλλη μια στοίβα από σανίδια. Τα παραμερίζουν για να φωτογραφίσουν τις ζωγραφιές των τοίχων, όσες έμειναν, που παριστάνουν αγγέλους και τον Άη -Γιάννη. Ο τρούλος καμαρωτός στηρίζεται σε δυό κολόνες κάθε ρυθμού, Στηρίζεται πεισματικά και αγναντεύει το πέλαγος Σαν κάτι να περιμένει. Εδώ λειτούργησε άπειρες φορές ο Χρυσόστομος ο εθνομάρτυρας. Αυτός ο ναός ήταν καμάρι της περιοχής. Εδώ ο πατέρας μου ήταν επίτροπος 8 χρόνια.

0 γέρο Τούρκος που μας άνοιξε έκλαιγε με λυγμούς.

Φεύγουμε για να συνεχίσουμε την έρευνα να βρουν όλοι τα σπίτια τους, τα συγγενικά τους. Μα πάνω στου Δήμα το καζίνο, που μόνο η ωραία τοποθεσία έμεινε, γίνεται νταβατούρι. Μια νότα χαρούμενη. Οι Τριγλιανοί χορεύουν, εκεί που οι γονείς τους γλεντούσαν οικογενειακός. Τρέχουμε και μείς να συνεχίσουμε. «Χορεύετε Έλληνιδες μου, χορεύετε Ελληνίδες, δεν εμποδίζουν τον χορό σαν πρώτα μ* αλυσίδες».

Κάτω χάσκει ο γκρεμός, η κορακοφωλιά. Παίρνουμε στη μη πέτρα που γράφει στην πλάκα. Κατηφορίζουμε γιατί περνάει η ώρα. Περνάμε από το ωραίο σχολείο, που το έχτισε ο δεσπότης μας με προσωπική εργασία των Τριγλιανών ανδρών και γυναικών, ωραίες μεγάλες αίθουσες και στα τρία πατώματα. Μπαλκόνια μεγάλα. Να η αίθουσα της μουσικής, να η τάξη μου, φωνάζει ο αδελφός μου, να το πειθαρχείο. Πόσο ωραίο θα ήταν καινούριο αυτό το ωραίο κτήριο;

Βρίσκουμε τον φούρνο μας κλειστό, και στην αγορά απ’ τον φούρνο του Μπρούσαλη, που ήταν συνεταίρος του πατέρα μου, αγοράζουμε ψωμί. Βρίσκουμε παλιούς Τριγλιανούς Τούρκους, που θυμούνται τους γονείς μας, μας μιλούν με αγάπη γι* αυτούς. Πίνουμε καφέ στο καφενείο και γυρίζουμε ακόμη λίγο. Κάθε τόσο και κάποιος φωνάζει «να το σπίτι μας, να του Γιατζιτζόγλου, να ο λουτρός της θείας Αγγελικής, του θείου του Κώστα!». Και τόσα άλλα που οι μεγαλύτεροι θυμούνται. Να ο Άη- Γιώργης, τώρα σινεμά, άλλη εκκλησία αποθήκη κ.λ.π.

Η ώρα πέρασε και φεύγουμε για την Προύσα. Οι νέοι κάτοικοι της Τρίγλιας μας, μας συνοδεύουν μέχρι το αυτοκίνητο και μας χαιρετούν. Και το βραδάκι πάλι όταν ο «Κένταυρος» περνά κοντά από την Τρίγλια σφυρίζοντας για τελευταίο χαιρετισμό, όλοι οι κάτοικοι μαζεύτηκαν στην παραλία και ως πάνω στου Δήμα το καζίνο μας χαιρετούσαν με τα μαντήλια τους, ακόμα γυναίκες και παιδιά, μερικοί μας πλησίασαν με βάρκες, στις οποίες διακρίναμε νέους και γέρους.

Χαιρετούμε και μείς με πόνο τον τόπο που γεννηθήκαμε εμείς ή οι γονείς μας.

Μα η ξενάγηση συνεχίζεται από παλιότερους σε τοπία αυτή την φορά. Όλοι τα ξέρουν γιατί είχαν κτήματα, γιατί τα περπάτησαν αυτά τα μέρη. Να τα κρεμνά γεμάτα ελαιόδεντρα. Να ο Άη-Γιάννης, που ερχόμασταν εκδρομές. Εδώ ψάρευαν οι γονείς μας και οι μητέρες μας έκαναν την

μπουγάδα τους. Τώρα από μακριά βλέπουμε μια στοίβα ερείπια. Να εκεί ψηλά ήταν ο ανεμόμυλος του Κοτσύφιου. Και ο Λάμαρης; Τα ψάθινα; Πού είναι ρωτούν. Μου απαντούν: «Αυτά είναι στο βάθος, δεν φαίνονται…»

Και τα σύνορα τελειώνουν, όπως και τα όνειρα σαν αυτό που ζήσαμε έξη μέρες πάνω στο πλοίο του Καβουνίδη, στον «Κένταυρο».

(Δημοσιεύθηκε στα «Τριγλιανά Νέα», 8 Οκτωβρίου 1978)

Ποιος ήταν ο Φίλιππος Καβουνίδης https://www.irafina.gr/aftos-ine-o-efpatridis-ke-sotiras-ton-triglianon-filippos-kavounidis/