Πηγή: Τριγλιανά Νέα 25-10-1975 τεύχος 1

Επιμέλεια: Κοκκαλάς Αλέκος

Θυμάμαι τις θύμησες των γονιών μας πικρές αναμνήσεις της χαμένης πατρίδας.

Μας τις λέγανε καθισμένοι στα πεζούλια και στα Μουντέρια, για να ξεδώσουνε βγάλουν το είναι τους να μας μπολιάσουνε, να πούμε πολλά να  α δ ι ά σ ο υ ν έλεγε ο Καζαντζάκης.

Και μείς; Διψασμένοι ρουφάγαμε σαν το μητρόγαλο κάθε λέξη τους και φτάναμε με την φαντασία μας στην Βαινού σεργιανούσαμε στο καζίνο προσκυνούσαμε την Παντοβασίλισσα τον Άη Στέφανο,  τους μαχαλάδες, τους ντερέδες  και τα σοκάκια τις Τρίγλιας μας. Με την ευκαιρία της εκδρομής της εφημερίδας μας ήθελα από πρώτο χέρι να μάθω μερικά πράγματά  και να είμαι έτοιμος επί το έργον.

Σο καφενείο του Καλεμκερίδη στη Ραφήνα καθισμένο σε μια πολυθρόνα, βλέπω το γέρο δάσκαλο κ, Γιώργο Νικολόπουλο 95 χρονών περίπου σήμερα γραμματέα της Εφοροδημογεροντίας Τρίγλιας το 1922.

Δεν χάνω την ευκαιρία . Καλημέρα δάσκαλε τον λέω. Γεια σου γιε μου.

Δάσκαλε θα βγει μια εφημερίδα της πατρίδας. Θα μας  πεις κάτι ότι θυμάσαι;

Σηκώνεται ο δάσκαλος. Ναι μου λέει θα σου πω, έχω πολλά να σου πω ένα βιβλίο ολάκερο έχω μέσα μου Μα… από πού να αρχίσω. Από το τέλος να αρχίσω. Από το τέλος του λέω.

Ναι απαντάει από το τέλος, κι’ αρχίζει. Στο χωριό παιδί μου το 22είχαμε στρατό Ελληνικό, ήταν θυμάμαι ο Στρατηγός Ιωάννου ήταν Ελλάδα λεύτερη εκεί.

Ήρθε ο Πρωθυπουργός ο Βασιλιάς. Αλλά αυτά είναι άλλη ιστορία γράφε για το τέλος.

Κουνάει ντο κεφάλι  ο γέρο-δάσκαλος  παίρνει  ανάσα με κοιτά στα μάτια και λέει.

Τα μαντάτα από το μέτωπο δεν ήταν ευχάριστα. Μαθαίναμε για το χαλασμό που έμελε  τις Τσέτες τους Τούρκους .Η Δημογεροντία έπρεπε να πάρει μεγάλες αποφάσεις .

Μαζευτήκαμε. Πρόεδρος ο Κονδυλένιος ο γιατρός , γραμματέας εγώ, ταμίας ο Καλπάκης και οι υπόλοιποι παίρνουμε την μεγάλη απόφαση. Θα σηκωθεί το χωριό. Δυο διωγμοί σε πέντε χρόνια αγόρι μου. Πικρές μέρες.

Δάκρυσε ο δάσκαλος, ρίγησα εγώ, αντάμωσαν οι ματιές μας και μου λέει.

Συνέχισε πρέπει να γραφτούνε αυτά. Ναύλωσα με το μοτόρι  (καϊκι) τον Κασούρη και στείλαμε μαντάτο (γράμμα) στον Καβουνή (Καβουνίδη Φίλιππα) στην πόλη.

Φίλιππε πρέπει να πάρουμε τους  χωριανούς έρχονται οι Τσέτες πρέπει να σωθούμε.

Μεγάλος πατριώτης ο Καβουνίδης παιδί μου. Αμέσως ναυλώνη το εγγλέζικο βαπόρι <<Κόρδον>>  και το στέλνει. Βάζουμε τα γυναικόπαιδα μετά στέλνει το  <<χελιδόνι>> τον  <<Ελλήσποντο>> το <<Βιθυνία>>. Αδιασέ η Τρίγλια, τελευταίοι φεύγουμε εμείς, ξεμακρύνουμε. Στην αρχή βλέπουμε τις αυλές τα σπιτάκια μας μετά το καζίνο, τα βουνά κι’ ύστερα τίποτα.

Καημένη πατρίδα.

Τα μετά είναι γνωστά, Ραιδεστό, Καλλίπολη, Τένεδος, έξι χιλιάδες ψυχές ψάχνουν να βρουν παραγώνι να κουρνιάσουνε στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα με περισσότερους στην Νέα Τρίγλια Χαλκιδικής και στη Ραφήνα.

Αυτά μας είπε ο δάσκαλος μα δεν τελειώνουμε εδώ, έχουμε πολλά να πούμε γλυκά και πικρά ζεχίρια, ιστορίες και αναμνήσεις της πατρίδας που δεν  πρέπει να τις ξεχάσουμε ποτέ.

ΘΑΝΑΣΗΣ.Π. ΓΙΑΚΟΥΑΚΗΣ

Ραφήνα 15-6-1975