Κείμενο: ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΧΡΥΣΟΥΛΗΣ

Δημοσιεύθηκε στο 19ο τεύχος του “Κυττάρου Ιερισσού”, σ. 8

Αγροτικές σκηνές από χειρόγραφο

Στο προηγούμενο τεύχος γνωρίσαμε την οικογένεια του Στεφάνου Κουβουκλησίου, της οποίας τα μέλη ανήκαν στην ανώτερη κοινωνικά τάξη των αριστοκρατών της επαρχίας- περιφέρειας “Κάστρο- πόλις”. Στο παρών άρθρο θα έχουμε την ευκαιρία να δούμε, μέσα από τη δωρεά του ζεύγους Λαγούδη, ένα άλλο κομμάτι της κοινωνίας της μεσαιωνικής Ιερισσού, αυτό της νεοαστικής μεσαίας τάξης που οι βυζαντινές πηγές αναφέρουν ως “οἱ μεσαῖοι”.

Το περιβάλλον μέσα στο οποίο θα αναπτυχθεί η μεσαία αυτή τάξη είναι η Ρωμαίικη Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης, του δέκατου και ενδέκατου αιώνα –περίοδος, κατά την οποία έφτασε στο μέγιστο της εδαφικής της εξάπλωσης, ελέγχοντας τους κυριότερους εμπορικούς δρόμους και τα σημαντικότερα λιμάνια της Ανατολικής Μεσογείου-. Η βαθμιαία εξάλειψη της πειρατείας κατέστησε την επικοινωνία μεταξύ των διαφόρων επαρχιακών κέντρων ασφαλή και το ενδοπεριφερειακό εμπόριο επικερδές. Οι παράγοντες αυτοί, σε συνδυασμό με τη χρηστή διοίκηση των αυτοκρατόρων της Μακεδονικής δυναστείας, έδωσαν την απαιτούμενη ώθηση στην ανάπτυξη της μεσαίας τάξης, την οποία αποτελούσαν κυρίως κρατικοί υπάλληλοι, έμποροι, βιοτέχνες και παραγωγοί προϊόντων πολυτελείας (αργυροχρυσοχόοι, υφαντές μεταξωτών, μαστιχοπαραγωγοί κ.λ.π.). Η παραγωγή αυτών των προϊόντων πολλές φορές συνδύαζε τις εξειδικευμένες καλλιεργητικές τεχνικές και τη βιοτεχνική εμπειρία κατοίκων συγκεκριμένων περιοχών της Αυτοκρατορίας, δίνοντας ονομασία προέλευσης στα προϊόντα τους. Ενδεικτικά μπορούμε να αναφέρουμε τα μεταξωτά υφάσματα από τη Θήβα, τα πορφυρά νήματα της Αθήνας, το κρασί της Χερσώνας.

Από πολλές αναφορές σε αγιορείτικα έγγραφα συμπεραίνουμε ότι στην Ιερισσό αυτής της περιόδου είχε αναπτυχθεί μία σημαντική καλλιέργεια της αμπέλου και μία εκτεταμένη παραγωγή κρασιού, αρκετά προσοδοφόρα για τους κατοίκους της (έχουμε συχνές αναφορές σε αμπελώνες, πατητήρια, καλίαγρες, βαγένια κ.λ.π.). Η οινοπαραγωγική  αυτή διαδικασία ανέδειξε μία τάξη εξειδικευμένων παραγωγών, οι οποίοι θα πρέπει να διοχέτευαν τα προϊόντα τους στην γειτονική αγορά της Θεσσαλονίκης, η οποία αυτήν την εποχή έχει εξελιχθεί σε ένα διεθνές κέντρο εμπορίου ως ο κύριος οικονομικός δίαυλος της αυτοκρατορίας με τους Σλάβους της Βαλκανικής ενδοχώρας. Μέλη αυτής της τάξης ήταν και το ζευγάρι του εγγράφου “Lavra 18” που θα μας απασχολήσει εδώ, καλλιεργητές αμπελιών και παραγωγοί οίνου

Στη συνεχεία θα ακολουθήσει η νεοελληνική μεταγραφή και η ανάλυση των κυριότερων πραγματολογικών σημείων του εγγράφου.

Το έγγραφο Lavra 18 πάνω τμήμα

ΤΟ ΕΓΓΡΑΦΟ LAYRA 18:

Είναι ένα ειλητάριο λευκής περγαμηνής, γραμμένο με μαύρο μελάνι, διαστάσεων 830 Χ 272 m.m. που φυλάσσεται στα αρχεία της μονής Μεγίστης Λαύρας.

Συντάχθηκε στην Ιερισσό από τον Αρχιδιάκονο και νομικό Κωνσταντίνο με χρονολογία 6522 από κτίσεως κόσμου (1014 μ.Χ.) Είναι σε αρκετά καλή κατάσταση και στο πάνω μέρος του διακρίνονται οι ιδιόχειρες υπογραφές του Κωνσταντίνου και της Μαρίας Λαγούδη.

Το έγγραφο περιέχει τη δωρεά του συνόλου της περιουσίας του ηλικιωμένου και άτεκνου ζεύγους Λαγούδη στη μονή Μεγίστης Λαύρας, η οποία περιλαμβάνει μία Αυλή εντός του Κάστρου Ιερισσού με τις εγκαταστάσεις της και τα χρηστικά της αντικείμενα και δύο αμπελώνες στην τοποθεσία Καταδέμονα. Ως σκοπός της δωρεάς αναφέρεται η εγγραφή των ονομάτων των δωρητών στα δίπτυχα της εκκλησίας της μονής. Από το κείμενο συνάγεται ότι το ζευγάρι διατηρούσε ισχυρούς δεσμούς με το μοναστήρι, ιδίως η Μαρία, η οποία δηλώνει ότι στην παιδική της ηλικία ανατράφηκε από αυτό. Ακολουθούν οι δεσμεύσεις για την τήρηση της δωρεάς από τυχόν κληρονόμους και τα πρόστιμα που προβλέπονται στην περίπτωση προσβολής του συμβολαίου.

Το έγγραφο ολοκληρώνεται με τις υπογραφές των αξιόπιστων μαρτύρων που είναι τέσσερις κληρικοί με προεξάρχοντα τον επίσκοπο Ιερισσού Νικηφόρο και τέσσερις επιφανείς κάτοικοι του Κάστρου.

Νεοελληνική απόδοση:

Εν ονόματι του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, Κωνσταντίνος ο λεγόμενος Λαγούδης και η συμβία μου Μαρία, που ήταν σύζυγος του μακαρίτη Ιωάννη Θεσσαλονικέα, ιδιοχείρως ποιήσαμε τους τίμιους και ζωοποιούς Σταυρούς.

Με την παρούσα απλή και αμεταμέλητο δωρεά μας προς εσένα, τον Θεοδώρητο τον πνευματικό και άγιο πατέρα μας που προΐσταται της Λαύρας του Αγίου Αθανασίου και δια σου σε όλους τους πατέρες της.

Εγώ, η Μαρία, η σύζυγος του Κωνσταντίνου Λαγούδη επειδή από πάντα, σχεδόν από την κοιλιά της μητέρας μου, ανατράφηκα από τη Λαύρα και σε όλη την ζωή μου σε αυτήν κατέφευγα, έχοντας πολύ πίστη και καλή διάθεση για αυτήν, λόγω της αρετής και της φιλανθρωπίας και φιλοψυχίας των πατέρων της, που θέλουν όλοι οι άνθρωποι που προστρέχουν σε αυτήν να σωθούν και όλους τους μνημονεύουν και σε όλους δίνουν χείρα βοηθείας, μιάς και ήμαστε ηλικιωμένοι και δεν έχουμε αποκτήσει παιδιά ούτε κάποιον άλλον έχουμε πλησίον μας, ως μοναδικός σωτήριος και ψυχικός λιμένας μας απομένει να καταφύγουμε στη Λαύρα που αναλαμβάνει όλους όσους σε αυτήν καταφεύγουν, για να μας εγγράψει στα ιερά δίπτυχα της εκκλησίας της που θα μνημονεύονται, κατά τις Θείες ακολουθίες, για εξιλέωση των αμαρτιών μας.

Και για αυτό το αγαθό όλη η περιουσία μας από τη σημερινή ημέρα να παραδοθεί χαριστικώς στη Λαύρα ως τη συντέλεια του αιώνος· δηλαδή η Αυλή που βρίσκεται εντός του Θεοσώστου Κάστρου Ιερισσού, την οποία αγοράσαμε από τον Ιωάννη Ξυλοκράμβη, τον διάκονο, μαζί με όλη την περιοχή της, τα οικήματα και όλα όσα αντικείμενα υπάρχουν σε αυτήν, που είναι τα βαγένια και οι ξυλοβεραίδες και όλα τα υπόλοιπα χρειαζούμενα· τα Αμπέλια μας, το μεν ένα που βρίσκεται στην τοποθεσία Καταδέμωνα, το οποίο αγοράσαμε από τις Μαρία Μέντικα και Μαρία τη θυγατέρα της, το δε άλλο που βρίσκεται δίπλα στο προαναφερθέν και το οποίο το αγοράσαμε από τον Νικόλαο, τον γιο του Θεοδώρου από το χωρίο Ζίτηζα.     Τα παραδίδουμε όλα αυτά στη Λαύρα μαζί με τους αγοραίους χάρτας τους, για να έχει η Λαύρα από σήμερα κυριότητα και εξουσία ως το διηνεκές, μιας και πλέον έχουμε ενωθεί ψυχικώς και πνευματικώς με τους αδελφούς μας, τους πατέρες της μονής.

Και για όσο καιρό ακόμα ζήσουμε το υπόλοιπο του βίου μας, θα διατηρήσουμε σε αυτά την εξουσία και χρήση τους, επειδή δεν έχουμε άλλον τρόπο να ζήσουμε και να αποκτήσουμε τα αναγκαία για τη διατροφή μας. Μετά τον θάνατό μας να τα αναλάβει όλα η Λαύρα, όπως είπαμε, μιας και από τώρα αυτή είναι η μητέρα μας και εμείς τα παιδιά της.

Κανένας δεν έχει εξουσία να προφασιστεί και να αλλάξει την παρούσα δωρεά ούτε οικείος, ούτε κληρονόμος μας, αν όμως, μετά από καιρό, εμφανιστεί κανείς και το πράξει και θελήσει να την αλλάξει, να θεωρηθεί ξένος προς τη χριστιανική πίστη και να έχει την κατάρα των τριακοσίων δώδεκα και οκτώ αγίων πατέρων ως εχθρός και πολέμιος της ψυχικής μας σωτηρίας, ως βοηθός του διαβόλου· και να του αποδοθεί και το νόμιμο πρόστιμο πού είναι στο μεν μέρος της Λαύρας μία λύτρα χρυσού, στο δε Βασιλικό Βεστιάριο (δημόσιο) εικοσιτέσσερα (24) νομίσματα. Αυτή η ισχυρή και αμετάτρεπτος βούλησή μας, η απλή δωρεά, να μπορεί στο εξής να χρησιμοποιείται από τη Λαύρα σε οποιοδήποτε δικαστήριο για να μπορεί να κατοχυρώνεται υπέρ της .

Εγγράφει η παρούσα δια χειρός Κωνσταντίνου του ευτελούς Αρχιδιακόνου και νομικού Ιερισσού, μηνός Φεβρουαρίου ινδικτιώνος δωδέκατης (12) το έτος ςφκβ΄(1014).

 Το έγγραφο Lavra 18 κάτω τμήμα

ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ:

Από τα δεκαοκτώ ονόματα που αναφέρονται στο έγγραφο μόνο ένα δεν ανήκει σε Ιερισσιώτη, αυτό του Ηγουμένου της Μ. Λαύρας Θεοδώρητου· τα υπόλοιπα δεκαεπτά είναι ονόματα μονίμων κατοίκων της Ιερισσού. Αρχικά έχουμε το ζευγάρι των δωρητών και ακολουθούν ο συμβολαιογράφος, εννέα αξιόπιστοι μάρτυρες και αναφέρονται ακόμα πέντε ονόματα που ανήκουν σε Ιερισσιώτες της μεσαίας τάξης.

1)    ΤO ΖΕΥΓΟΣ:

Κωνσταντίνος & Μαρία Λαγούδη. Lavra. 18: ως πρόσωπα δεν αναφέρονται σε κανένα άλλο έγγραφο του χαρτοφυλακίου της Ιερισσού· υπάρχει ακόμα μία αναφορά τους στο “Lavra.40”, κατά τη διαδικασία αποσαφήνισης των ορίων της ιδιοκτησίας τους. Το ζεύγος αυτό αποτελεί δείγμα του νεοαστικού νοικοκυριού της Βυζαντινής επαρχίας του ενδεκάτου αιώνος· είναι κάτοχοι μιας Αυλής και δύο αμπελώνων, όλα προέρχονται από αγορά, δεν διαθέτουν πατρογονική περιουσία στο Κάστρο -απόδειξη ότι προέρχονται από άλλη περιοχή-, μέλη της τάξης ¨των Μεσαίων¨ που ασχολούνται αποκλειστικά με την παραγωγή οίνου, εργασία που τους εξασφάλιζε ένα μάλλον άνετο βιοπορισμό.

2)    Ο ΤΑΒΟΥΛΑΡΙΟΣ:

Κωνσταντίνος Αρχιδιάκονος και Νομικός Ιερισσού. Lavra. 18 και Iviron. 12, 13: Ο Αρχιδιάκονος Κων/ος είναι συντάκτης ακόμα τριών εγγράφων. Ο πρώτος τίτλος που φέρει είναι αυτός του αρχιδιακόνου της Επισκοπής Ιερισσού, που τον κατατάσσει στον κύκλο των στενών συνεργατών του Επισκόπου και στην κορυφή της διοίκησης της τοπικής εκκλησίας. Λειτουργικά ασκεί τα καθήκοντα του διακόνου στις αρχιερατικές ιεροπραξίες και συνοδεύει τον επίσκοπο κατά τις περιοδείες του. Ο δεύτερος τίτλος του “Νομικού Ιερισσού” υποδεικνύει αφενός ότι ήταν κατ’ επάγγελμα συμβολαιογράφος (οι όροι Νομικός, ταβουλάριος και συμβολαιογράφος είναι ταυτόσημοι αυτήν την περίοδο) και αφετέρου ότι ήταν ο κύριος συντάκτης ή ο επικεφαλής των συντακτών δικαιοπρακτικών εγγράφων στην ευρύτερη περιοχή της Ιερισσού.

3) ΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ:

α) Νικηφόρος Επίσκοπος Ερησού (Ιερισσού). Lavra 18: Ως επικεφαλής της τοπικής εκκλησίας ήταν το πλέον αξιοσέβαστο πρόσωπο στην επαρχία του. Το αξίωμα του τον κατατάσσει στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας του Κάστρου Ιερισσού. Ο ρόλος του στην βυζαντινή επαρχία του ενδέκατου αιώνα είναι πολύ σημαντικός· εκτός από τα γνωστά ιερατικά και ποιμαντικά του καθήκοντα είναι και ο οργανωτής του κοινωνικού και φιλανθρωπικού έργου της (σε μία εποχή μάλιστα που απουσιάζει εντελώς οποιαδήποτε κρατική κοινωνική μέριμνα στην επαρχία)· είναι και θεσμικά υπεύθυνος για την “εγκύκλιο” εκπαίδευση, ενώ οι δικαστικές αποφάσεις που εκδίδει έχουν την ισχύ πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Η πρακτική της χορήγησης από μέρους του των διαφόρων εκκλησιαστικών οφφικίων ήταν ο μοναδικός τρόπος κοινωνικής ανέλιξης αυτήν την περίοδο. Αντιλαμβανόμαστε, λοιπόν, ότι η παρουσία του ως μάρτυρας προσδίδει ιδιαίτερη βαρύτητα στη δωρεά.

β) Στέφανος Κουβουκλήσιος. Iviron. 4, 9, 12, 13, 16, 23 και Lavra. 18, 22: ‘Όπως είδαμε και στο προηγούμενο άρθρο, ο Στέφανος είναι ένα από τα επιφανέστερα πρόσωπα του Κάστρου Ερισσού. Είναι γόνος μίας σημαντικής αριστοκρατικής οικογένειας, με μεγάλη ακίνητη περιουσία σε γη και αστικά ακίνητα. Τα καθήκοντα του εκκλησιαστικού αξιώματος του Κουβουκλησίου, το οποίο φέρει ήδη από το 982, είναι κυρίως τελετουργικά και εθιμοτυπικά, δεν έχει συγκεκριμένες αρμοδιότητες στη διοίκηση της επισκοπής. Πρόκειται για τον πιο έμπιστο συνεργάτη του Επισκόπου.

γ) Νικόλαος Πρωτοπαπάς.  Iviron.23 και Lavra.18,22: Ως μάρτυρας υπογράφει σε ακόμα τρία έγγραφα με τον τίτλο του Πρωτοπαπά, αξίωμα που κατέχει τουλάχιστον από το 1014 μ.Χ. Είναι ο προεστός των ιερέων του καθεδρικού ναού του Κάστρου Ερισσού. Ο ρόλος του πρωτοπρεσβυτέρου στη διοίκηση της Επισκοπής είναι κεντρικός, αξιοποιείται σε διάφορες υπηρεσίες της και αναλαμβάνει σημαντικές αποστολές. Στο επίπεδο της ενορίας έχει τον πρώτο λόγο και την κύρια ευθύνη για διοικητικά – οικονομικά ζητήματα. Λειτουργικά προεξάρχει των ιερέων κατά τις ιεροπραξίες και προηγείται στις λιτανείες.

δ) Γεώργιος Ανιψιός του Επισκόπου και Προέδρου. Lavra. 13, 18, 24, Iviron.12, 13, 15, 16 και Xeropotamou. 4: Ο Γεώργιος είναι το πιο συχνά αναφερόμενο όνομα στα έγγραφα για την Ιερισσό, χωρίς όμως να έχουμε σαφή εικόνα του βίου του. Το μόνο που μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα είναι ότι ήταν ανεψιός κάποιου από τους επισκόπους Ιερισσού, που ποτέ δεν κατονομάζεται. Πάντως ο ανώνυμος επίσκοπος είχε ήδη αποβιώσει το 1007 μ.Χ.. Ίσως είχε αναλάβει τον επισκοπικό θρόνο της Ιερισσού «ἐκ μεταθέσεως» από άλλη επισκοπή και έφερε και τον τίτλο του προέδρου. Δυστυχώς αυτά τα χαρακτηριστικά δε συνάδουν με κάποιον από τους επισκόπους αυτής της περιόδου που έχουν καταγραφεί από την έρευνά μας. Η τόσο συχνή αξιοποίηση του Γεωργίου ως μάρτυρα υποδεικνύει μια σημαντική κοινωνική θέση και μια καλή μόρφωση.

ε) Βασίλειος Αποδρουγγάριος ο Ελαδικός. Iviron 4, 12, 13, 15, 16, 23 και Lavra 18, 22:  Είναι ένας από τους πλέον αξιόπιστους μάρτυρες. Το αξίωμα που φέρει μας κάνει να υποθέσουμε ότι ήταν μία από τις πιο σεβαστές προσωπικότητες του Κάστρου. Ανήκε στην ανώτερη κοινωνικά τάξη (ως Δρουγγάριος ήταν ανώτατος αξιωματικός του βυζαντινού στρατού), αν και δε φαίνεται να κατέχει σημαντική έγγειο περιουσία. Δε θα επεκταθώ, εδώ, στην ανάλυση του ονόματος «Ελλαδικός» (θα είναι το περιεχόμενο ενός μελλοντικού άρθρου).

στ) Ιωάννης υιός Στεφάνου Κουβουκλησίου.  Iviron. 12, 23 και Lavra.18, 22: Τέσσερις συνολικά αναφορές έχουμε για τον Ιωάννη από τα έγγραφα των μονών του Α.Ο.. Συνεχιστής και τελευταίος -γνωστός σε εμάς- εκπρόσωπος της μεγάλης οικογένειας, με γενάρχη των Νικηφόρο Πρωτοπαπά. Διαθέτει σημαντική ακίνητη περιουσία, κληρονομιά από τον πατέρα του.

ζ) Γεώργιος Πρεσβύτερος. Lavra. 18: το συνηθισμένο όνομά του και ο βαθμός της ιεροσύνης που φέρει δεν μας επιτρέπουν να τον ταυτίσουμε με κάποιο άλλο αναφερόμενο πρόσωπο από τα έγγραφα των Μονών του Αγίου Όρους.

η) Λέων, υιός του μακαρίτου Πρωτοπαπά. Lavra. 18 και Iviron. 15, (23;): Ο Λέων είναι και αυτός απόγονος του Νικηφόρου Πρωτοπαπά, δυστυχώς όμως τα έγγραφα δεν μας διασώζουν καμία πληροφορία για την οικογενειακή ή την οικονομική του κατάσταση.

θ) Κυριακός. Lavra. 18: μοναδική αναφορά.

Η υπογραφή του επισκόπου Νικηφόρου

4) ΑΛΛΑ ΑΝΑΦΕΡΟΜΕΝΑ ΟΝΟΜΑΤΑ:

α) Ιωάννης Θεσσαλονικέας. Lav. 18: Ο Ιωάννης αποτελεί μία άκρως ενδιαφέρουσα περίπτωση, προέρχεται  από ένα μεγάλο αστικό κέντρο της αυτοκρατορίας, όπως υποδηλώνει και το όνομά του, ο οποίος επιλέγει να εγκατασταθεί και να εργαστεί σε ένα μικρότερο περιφερειακό κέντρο. Αυτό αποτελεί ένδειξη της ασφάλειας που παρείχε το Κάστρο του Ερισού την περίοδο αυτή.

γ) Ιωάννης Ξηλοκράμβης διάκονος. Lav. 18: ο διάκονος Ιωάννης είναι ο πωλητής της Αυλής· δεν ξέρουμε τίποτα άλλο για την οικονομική του κατάσταση, το επίθετό του όμως μας αφήνει να υποθέσουμε ότι είχε ως ασχολία την παραγωγή κηπευτικών (ξηλοκράμβη είναι ένα είδος λάχανου). Θα πρέπει να ήταν και αυτός ένας εξειδικευμένος παραγωγός αγροτικών προϊόντων.

δ) Μαρία Μέντικα και Μαρία, θυγατέρα Μέντικα. Lav. 18: Και οι δύο γυναίκες δεν αναφέρονται σε κανένα άλλο έγγραφο, είναι οι πωλήτριες του ενός από τους δύο αμπελώνες. Ο αμπελώνας τους ήταν εντός της κτηματικής περιοχής της Ιερισσού γεγονός που υποδεικνύει ότι οι εν λόγω γυναίκες ανήκαν στην τάξη των ελεύθερων καλλιεργητών του Κάστρου.

στ) Νικόλαος, υιός Θεοδώρου από χωρίο Ζίτητζας. Lav. 18: Ο Νικόλαος είναι ο πωλητής του δεύτερου αμπελώνα, είναι και αυτός μικροκαλλιεργητής, μέλος της πολυπληθέστερης κοινωνικής ομάδας της Ιερισσού. Γιος του Θεοδώρου Ζίτητζα, ο οποίος έλκει την καταγωγή του από ένα χωριό της περιοχής του Στρυμόνα, κοντά στο Κάστρο Εζεβά.

ΤΑ ΑΚΙΝΗΤΑ:

Το σύνολο της περιουσίας του Ζεύγους Λαγούδη αποτελείται από μία Αυλή και δύο αμπελώνες, ενώ δε διέθεταν καθόλου σπόριμη γη. Παράγουν κρασί από τους δύο αμπελώνες τους το οποίο διοχετεύουν στην αγορά, και με αυτόν τον τρόπο  είναι σε θέση να εξασφαλίσουν τα “προς το ζην”.

1) Αυλή, εντός του Καστρου Ιερισσού. Για τη θέση και το μέγεθος της Αυλής δεν μας πληροφορεί το έγγραφο. Το μόνο που συμπεραίνουμε είναι ότι βρισκόταν εντός του οικιστικού ιστού του Κάστρου και διέθετε, εκτός από την οικία του ζεύγους Λαγούδη και κάποιες εγκαταστάσεις για την παραγωγή και αποθήκευση κρασιού. Ενδεχομένως ο χώρος θα χρησίμευε και ως πωλητήριο της παραγωγής.

2) Δύο αμπέλια στα Καταδέμονα. Η έκταση των αμπελώνων μας είναι άγνωστη γιατί αυτές

οι πληροφορίες θα περιλαμβάνονταν στους “αγοραίους χάρτες¨ τις οποίες εύλογα ο συντάκτης παραλείπει. Η θέση τους, όμως, μπορεί να εντοπισθεί με κάποια σχετική ακρίβεια. Τα αμπέλια βρίσκονταν στην περιοχή Καταδέμονα, γνωστή και από άλλα έγγραφα. Πρόκειται για τα υψώματα πάνω από το σημερινό Ξηροποτάμι.

Από την ανάλυση του εγγράφου συμπεραίνουμε ότι στη μεσαιωνική Ιερισσό του ενδέκατου αιώνα άνθησε μία εκτεταμένη παραγωγή κρασιού. Η ανάπτυξη αυτή προϋπέθετε την ύπαρξη θεσμών και υποδομών απαραιτήτων για την εύρυθμη λειτουργία της, όπως λιμενικές εγκαταστάσεις και μία οργανωμένη αγορά.  Ακόμα απαιτούνταν μία αλυσίδα εξειδικευμένων επαγγελματιών, όπως κατασκευαστές βαρελιών για την αποθήκευση του κρασιού, ναύτες για τα πλοία που θα αναλάμβαναν τη μεταφορά του, έμποροι που θα διαμεσολαβούσαν για την προώθησή του στις αγορές, κ.λ.π.

Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ότι το “Θεόσωστο Κάστρο του Ερισού” είχε αναδειχθεί σε ένα ανθηρό οικονομικό κέντρο του Θέματος Θεσσαλονίκης, διαθέτοντας ένα λιμάνι πάνω στον θαλάσσιο δρόμο του ενδοπεριφερειακού εμπορίου. Η ασφάλεια και οι σημαντικές οικονομικές προοπτικές που παρείχε αποτέλεσαν πόλο έλξης για κατοίκους άλλων περιοχών της αυτοκρατορίας, όπως το ζεύγος του εγγράφου Lavra 18, προκαλώντας μία σημαντική δημογραφική ανάπτυξη. Η καλλιέργεια της αμπέλου και το εμπόριο των προϊόντων της αποτέλεσαν τον καθοριστικό παράγοντα για τη δημιουργία μιας σημαντικής μεσαίας τάξης με αστικά χαρακτηριστικά που άφησε σημαντική παρακαταθήκη στον ιδιαίτερο τοπικό πολιτισμό της σημερινής Ιερισσού.