Κείμενο: Γιάννης Δ. Κανατάς

Συγγραφέας, εκδότης του περιοδικού «Πολύγυρος»

Δημοσιεύθηκε στο19ο τεύχος του «Κυττάρου Ιερισσού»

Εμείς οι …νέοι ιστοριδίφες και εραστές της τοπικής ιστορίας, όπως οι Νίκος Παπαοικονόμου (Δουμπιά), Χρήστος Καραστέριος (Ιερισσός), Γιάννης Σαράφης (Άγ. Πρόδρομος), Θανάσης Γραμμένος (Παλαιόκαστρο), Δημήτρης Κύρου (Αρναία), Κώστας Χιούτης (Νεοχώρι) και ο υπογράφων, συχνά πυκνά ανταμώνουμε, όσοι μπορούμε, πότε στην Αρναία, πότε εδώ και πότε εκεί, για να συμποσιαστούμε κατ’ αρχήν και στη συνέχεια να συζητήσουμε τα θέματα που ο καθένας διαπραγματεύεται, να ανταλλάξουμε απόψεις και να βοηθήσουμε αλλήλους με πηγές, βιβλιογραφία, αρχεία κλπ. που ο καθένας διαθέτει ή γνωρίζει.

Η τελευταία ολιγομελής συνάντηση έλαβε χώρα “εις Ιερισσόν”, όπου ο συνεκδότης του περιοδικού «Κύτταρο» υποδέχθηκε τον υπογράφοντα και τον Ν. Παπαοικονόμου. Το είχαμε τάξει από καιρό και μετά από πολλές αναβολές η επίσκεψη πραγματοποιήθηκε. Η υποδοχή εγκάρδια και η ξενάγηση άψογη από τον οικοδεσπότη μας.

Από τις συναντήσεις των ιστοριοδιφών Χαλκιδικής. Από αριστερά: Γιάννης Κανατάς, Δημήτρης Κύρου, Νίκος Παπαοικονόμου,
 Κώστας Χιούτης, Ιωάννης Αικατερινάρης, Θανάσης Γραμμένος, Χρήστος Καραστέργιος

Ξεκινήσαμε από την παραλία, όπου βέβαια δεν αντικρίσαμε “την ομορφιά των γυναικών της Ιερισσού με τα μαύρα βελούδινα μάτια, με τα μαλλιά χτενισμένα ψηλά, να περιπατούν αργά, ευγενικά και να είναι αφελώς ωραίες”, όπως είχε την τύχη να αντικρύσει πριν από 80 περίπου χρόνια ο… συνάδελφος Π.Ξ. Ζαριφόπουλος. Αντικρίσαμε όμως αμέτρητες, μέτριες Βαλκάνιες με κείνα τα προκλητικά τζιν κοντομάνικα παντελονάκια και ελάχιστες ασπρουλιάρες Βορειοευρωπαίες. Ανάμεσά τους, δυο δεκαπεντάχρονες πανύψηλες Σερβίδες, ωσάν τη σίκαλη ανάμεσα στις βρώμες, έκλεψαν την προσοχή μας κι έριξαν το ηθικό μας.

Συνήλθαμε όμως γρήγορα και η ξενάγηση ξεκίνησε αργά το απόγευμα εποχούμενοι στο τζιπ του οικοδεσπότη μας: Κακούδια, παραλία υπέροχη κατειλημμένη από αμέτρητα καλάμια και πολυάγκιστρα, ωριαία περιήγηση στο Σέρβικο μετόχι στο «Μύλο» κι από κει στο εξωκλήσι του Αγ. Παύλου, όπου στα σκαλοπάτια του, όφις  μακρύς ως και δύο μέτρα μας κατατρόμαξε! Πώς κατεβήκαμε στη σπηλιά του Αγιάσματος, πώς βγήκαμε και χωθήκαμε στο αυτοκίνητο μόνο ο Άγιος το ξέρει.

Νύχτωσε για τα καλά όταν φτάσαμε στο παλιό χωριό κτισμένο στα ερείπια της αρχαίας Ακάνθου, απ’ όπου η θέα της νέας κωμόπολης και του λιμένα μας βοήθησε να ηρεμήσουμε.

Επιστρέψαμε από τα σκοτάδια του παλιού χωριού στη φωτεινή παραλία της Ιερισσού και στρωθήκαμε κατάκοποι σε παραλιακή ταβέρνα για τα… περαιτέρω. Η περιήγηση μας άνοιξε την όρεξη, πού να χορτάσεις με ψάρι, καλύτερο το ψαρονέφρι, κρασί άλφα μετά δοκιμής κι ο οικοδεσπότης μας μάλωσε, και με το δίκιο του, που το νοθέψαμε με κοκα-κόλα! Ας είναι, η φιλοξενία του υπερέβη τα εσκαμμένα, τον ευχαριστούμε πολύ και υποσχόμαστε να ανταποδώσουμε σύντομα κάπου προς τα μέρη μας.

Μιας και ο λόγος όμως για αρχαία Άκανθο και παλιό χωριό, το οποίο καταστράφηκε με το σεισμό του 1932, ως αντίδωρο της φιλοξενίας μας αντιγράφουμε αποσπασματικά από τη «Μακεδονία» τις εντυπώσεις κάποιων άλλων επισκεπτών, ένα χρόνο πριν το μεγάλο σεισμό της Ιερισσού, υπό τον τίτλο «Μακεδονικοί περίπατοι». Οι συγκρίσεις και οι παραλληλισμοί των δύο εποχών αναπόφευκτοι, απαραίτητοι και ωφέλιμοι για πολλούς λόγους!

Εφημερίδα «Μακεδονία», 2 Αυγούστου 1931.

Μακεδονικοί περίπατοι

Από Σταγείρων εις Ιερισσόν

Π.Ξ. Ζαριφόπουλου

«…. Και ξαφνικά εκεί πέρα ψηλά μπροστά μας, διαγράφονται στην κορυφή ενός από τα σταχτόμαυρα βουνά, μια μικρή πολίχνη, σταχτορόδινη, ακαθόριστη στο χρωματισμό της και την έκτασή της, σαν πόλις ονείρου, ψηλότερη ίσως εκ του γεγονότος ότι εμείς βρισκόμαστε πολύ χαμηλά.

Είναι η αρχαία Άκανθος (η Ιερισσός νυν)

Στην Άκανθο εφθάσαμε στις πέντε μ’ ένα καυτερό ήλιο από ένα σκονισμένο δρόμο. Η Άκανθος είναι σ’ όλη τη γραμμή μια κωμόπολις της παλιάς Ανατολής, για την οποία ενδιαφέρονται τα βλέμματά μας: Τετράγωνα σπιτάκια πέτρινα με μικρά παράθυρα και χαγιάτια ανατολίτικα που φαίνεται ότι τα έχει επηρεάσει η οικοδομητική των Μονών του Αγίου Όρους. Στενωποί δρομίσκοι και φωτεινοί, όπου τα ζώα γλυστρούν.

Η ομορφιά των γυναικών της Ιερισσού είναι το χαρακτηριστικό θέλγητρό της. Λευκές και ρόδινες, με κανονικά χαρακτηριστικά και μάτια μαύρα βελούδινα, έχουν τα μαλλιά χτενισμένα ψηλά, σκεπασμένα με πέπλο – το πέπλο της Παναγίας – λευκόν, πολύπτυχον. Περιπατούν αργά, ευγενικά και είναι αφελώς ωραίες κάτω από τη λευκότητα του πέπλου, ο οποίος δυναμώνει την ωραιότητά τους.

Περιπλανήθηκα στα γκρεμισμένα κάστρα της Ακάνθου κι αφέθηκε να γοητευθεί ο στοχασμός μου απ’ ό,τι όμορφο συναπάντησε η περιπλάνησίς μου.

Σε μια απ’ τις περιπλανήσεις μου απεκάλυψα – ή μάλλον εξετρύπωσα – και τον διαπρεπή Άγγλο συγγραφέα μίστερ Λοκ, ποιούμενον από διετίας τας διατριβάς του μαζί με την ευγενεστάτη κυρία του και την ακολουθία του στο ρωμαντικό κάστρο του Πύργου. Άλλη έκδοσις κι αυτή Σικελιανού, επηυξημένη και βελτιωμένη. Έχει τόσο γοητευθεί από την άφθαστη φύση του Άθωνος, ώστε απεφάσισεν οριστικώς, όπως μου είπε να μην το κουνήσει εγγραφόμενος μάλιστα και στα μητρώα του φτωχού χωριού.

Το μόνο παράπονο που έχει είναι, όπως μου είπε, ότι αναγκάζεται ακόμη να ομιλεί… αγγλικά, επειδή δεν κατόρθωσε ακόμα να μάθει την γλώσσα των θεών – την ελληνική – μολονότι αυτός και η κυρία του κατασκοτώνονται κυριολεκτικά με τους φτωχούς χωρικούς του Πύργου, να μάθουν μερικές ελληνικές λέξεις: Μα το λαρύγγι του Άγγλου, μας λέει ο κύριος Λοκ, δεν μπορεί να κελαηδήσει τις μουσικότατες ελληνικές λέξεις, τις γαργαλίζει, τις γαυγίζει, τις πετσοκόβει και τις κάνει αποτρόπαιες.

Και η απελπισία του κυρίου Λοκ, γι αυτό το ανοσιούργημα δεν περιγράφεται. Προσπαθώ να τον παρηγορήσω και να του δώσω θάρρος, ευχόμενος σ’ αυτόν ότι σ’ άλλη μας συνάντηση να μη μιλήσουμε αγγλιστί, αλλά με την γλώσσα των Ολυμπίων θεών που τόσο αγάπησε, ώστε να ενταφιασθεί στα γκρεμίσματα του χρόνου μαζί με τις κουκουβάγιες και τις νυχτερίδες. Και μάλιστα όχι μόνος, αλλά να πάρει στο λαιμό του και τη χαριτωμένη κυρία Λοκ.

Σημειωτέον ότι ο κ. Λοκ μετά της κυρίας του απετέλεσαν αληθινή σανίδα σωτηρίας για τους φτωχούς κατοίκους του Πύργου, που κυριολεκτικά ψοφούν της πένης, ζώντες με γεωργικό κλήρο πέντε στρεμμάτων μόλις. Ποικιλοτρόπως τους βοηθούν, τους περιθάλπουν, η δε κυρία Λοκ κάνει δωρεάν τον ιατρό και τον νοσοκόμο, χορηγούν φάρμακα δωρεάν, τρέχουν με προθυμία οπουδήποτε τους φωνάζουν και στη πιο μικρή χαμοκέλλα ψαρά με το αγγελικό χαμόγελο στα χείλη και το χέρι πάντα στην τσέπη κάτι να δώσουν, κάπως να ανακουφίσουν.

Όπως μυρίστηκα ο κ. Λοκ εργάζεται επισταμένα, άγρια, δουλεύει ξεθεωτικά, γιατί επείγεται να τελειώσει ένα έργο, στο οποίο φαίνεται ότι έχει βάλει όλα τα δυνατά του. Η ζωή του είναι καθ’ αυτό ασκητική. όταν κουραστεί πηγαίνει με την κυρία του σ’ ένα μικρό παραθαλάσσιο καφενεδάκι και ανοίγει ψιλοκουβέντα με τους ψαράδες Ελληνο-αγγλο-ιταλο-γαλλο-γερμανιστί…

Και οι φτωχοί ψαράδες, για να τον ευχαριστήσουν παίρνουν αγκαζέ τις καρέκλες του καφενείου και χορεύουν… τσάρλεστον υπό τους τροχισμούς κάποιου χαλασμένου γραμμοφώνου…»