Στη Χαλκιδική της πανδημίας και των επιπτώσεων του κορωνοϊού γεννώνται ερωτηματικά που έρχονται στο προσκήνιο πιο επίκαιρα από ποτέ. Το είδος του τουρισμού που θέλουμε, η ποιότητα απέναντι στην ποσότητα και φυσικά η προστασία του περιβάλλοντος,

Οι άνθρωποι του τουρισμού, για να ξεκινήσουμε με αυτό, αφού στις 15 Ιουνίου ανοίγει ο κλάδος, θα δουλέψουν με Βαλκάνιους για άλλη μια σεζόν. Οι ενέργειες προσέλκυσης τουριστών από την κεντρική Ευρώπη ή άλλες χώρες με υψηλά βαλάντια – μέχρι σήμερα – δεν ήταν προσδοκία παρά τις δράσεις τουριστικής προβολής. Για παράδειγμα η Αμερική ή η Γερμανία δεν σταθεροποιήθηκε ποτέ στην τουριστική ατζέντα της Χαλκιδικής, ενώ λίγες προσπάθειες ευδοκίμησαν για Αγγλία, ή Σκανδιναβία. Οι λόγοι είναι απλοί ανεξετάσει κανείς την ανθρωπογεωγραφία των επισκεπτών του νομού. Σέρβοι (χαμηλών βαλαντίων), Βούλγαροι, Ρώσοι και Ουκρανοί. Φυσικά και Σκοπιανοί. Λιγότεροι Τούρκοι μέχρι σήμερα και Ιταλοί που ήταν ευχάριστη έκπληξη. Ο κανόνας όμως ήταν και είναι οι Βαλκάνιοι. Για την Χαλκιδική οι γείτονές μας ενισχύουν και τονώνουν τις αγορές και κινούν το χρήμα των θερινών μηνών. Ωστόσο, για άλλους τουρίστες που προαναφέραμε, τα Βαλκάνια αποτελούν τροχοπέδη καθώς δεν συνάδουν πολιτισμικά ή και στην κουλτούρα ακόμη της καθημερινότητας. Με λίγα λόγια, ο Αμερικάνος δεν μπορεί να πάρει το πρωινό του σε μπουφέ ξενοδοχείου με τον Ρώσο ή τον Βούλγαρο. Εύλογα θα αντιδράσει κάποιος με το πρόσχημα της ρατσιστικής αντιμετώπισης. Όμως είναι η γυμνή αλήθεια που εμείς έχουμε αγκαλιάσει και προσαρμόσει στα μέτρα μας.

Αφήνοντας τα ξενοδοχεία, τις τουριστικές μονάδες γενικά, βλέπουμε ότι οι τουρίστες μας, έχουν γίνει ιδιοκτήτες. Δεν είναι παροδικοί επισκέπτες, είναι μόνιμοι εποχικοί κάτοικοι με Β κατοικία σε όλες τις περιοχές του νομού. Δεν είναι μόνο η Κασσάνδρα, αλλά και η Σιθωνία και περιοχές από τον δήμο Αριστοτέλη που έγιναν δεύτερη πατρίδα για Σέρβους και Βούλγαρους, αλλά και Σκοπιανούς. Οι χαμηλές τιμές των ακινήτων ήταν αρκετά θελκτικές και προσιτές συνάμα, όταν η Ελλάδα περνούσε κρίση και ξεπουλούσε όσο όσο την περιουσία τους. Τώρα γίναμε πλέον μόνιμοι γείτονες σε μια γειτονιά που μετατρέπατε σε τουριστικά γκέτο, με κλειστά σύνορα και απαγορευμένα σοκάκια για τρίτους (τουρίστες άλλων χωρών). Και ενατενίζουμε, όχι για άλλους λόγους παρά μόνο γιατί δεν ταιριάζουν τα χνώτα τους… όπως έλεγαν οι παλαιότεροι.

Στο περιβάλλον τώρα, τα γκέτο και τα κλειστά κλαμπ παίρνουν και άλλες διαστάσεις. Μια απλή περιγραφή από φίλη στη Σιθωνία. “Υπερπολυτελής βίλα, σηκώνεται μέσα σε μια νύχτα – ας εξετάσουν οι αρμόδιοι αν υπάρχει νομιμότητα ή όχι – και στη συνέχεια νοικιάζεται μερικές χιλιάδες ευρώ τη βραδιά. Σε τουρίστες φίλους μας, Ρώσους, Βούλγαρους. Στο μεταξύ έχουν κοπεί και μερικά δέντρα για να χτιστεί το οίκημα, ενώ έγιναν και κάποιες ανώδυνες παρεμβάσεις στον αιγιαλό για να εξασφαλιστεί η αναγκαία… ιδιωτική παραλία. Ανυποψίαστης Έλληνας λουόμενος δεν κατάλαβε ποτέ γιατί του έκοψαν την πρόσβαση στα καταγάλανα νερά της Σιθωνίας, στην αγαπημένη του παραλία. Οι τουρίστες – ενοικιαστές της βίλας κοιτούσαν σχεδόν απειλητικά άλλους πιο θρασείς λουόμενους που αψήφησαν τα εμπόδια και έφτασαν στην ακτή. Τελικά επιτρέπεται να υπάρχουν ιδιωτικές παραλίες; Από τη μια μέρα στην άλλη.”

Πιο πολύ πονάει η ίδια κατάσταση όταν τη βιώνουμε από Έλληνες επιχειρηματίες που μετατρέπουν τους παρθένους κολπίσκους της Χαλκιδικής σε κλειστά κλαμπ για ολίγους. Εκεί που πας για ένα μπάνιο και αναρωτιέσαι αν βρίσκεσαι σε νυχτερινό κέντρο διασκέδασης όπου ο καφές κοστολογείται όσο ένα μπουκάλι βότκα, ενώ τα παιδιά σχεδόν απαγορεύονται αν δεν ακολουθούν τα πρότυπα συμπεριφοράς ιδιωτικού κολλεγίου.

Βέβαια, αυτή η εικόνα που περιγράφουμε είναι της Χαλκιδικής των περασμένων καλοκαιριών, γιατί όπως είπαμε οι επόμενοι μήνες θα είναι διαφορετικοί. Ενδεχομένως να είναι και μια ευκαιρία για να αναλογιστούν οι κυβερνόντες τον τόπο, το είδος του τουρισμού που θέλουν, την ανάπτυξη στη Χαλκιδική των 12 μηνών και την προοπτική του αύριο με ανοιχτά σύνορα για επισκέπτες που θα τιμήσουν τον ευλογημένο αυτό νομό και θα περιφρουρήσουν τα κάλλη του ως μοναδικά. Ας ξεκινήσουμε απαντώντας σε ένα ερώτημα: Ποιά Χαλκιδική θέλουμε για τους πολίτες της και την επόμενη γενιά!