Τριγλιανά Νέα Α.Φ 36   -20-3-1982
Επιμέλεια: Κοκκαλάς Αλέκος
Κάθε φορά πού διαβάζω τα «Τριγλιανά Νέα», με ευχαριστεί ιδιαίτερα το χρονογράφημα του Χατζηαναστασίου πού αυτό ανεβάζει την εφημερίδα μας παραπάνω από εφημερίδα Συλλόγου. Μου φέρνει στο μυαλό μου τον Χατζηανέστη τον μπακάλη και χαλβατζή, θυμάμαι το μαγαζί του και τη μεγάλη ξύλινη κουτάλας πού την είχε κρεμασμένη από το ταβάνι. Μ’ αυτή χτυπούσε το χαλβά, τον έκανε σαν μαντζούνι και μοσχοβολούσε όλος ό μαχαλάς.Όταν πια ήταν έτοιμος, τον αναποδογύριζε επάνω στο μαρμάρινο πάγκο και φαινόταν σαντρούλος εκκλησίας. Αλλά ό Χατζηανέστη  έκτος από το χαλβά έκανε μαντολάτο, γεμισμένο με πολλά καρύδια. Εκεί αφήναμε τα μεταλλίκια μας. Με τη βαριά μαχαίρα του μας έσπαζε ένα κομμάτι. Άλλα γλυκά πού αγοράζαμε ήταν τα λουκούμια, οι μέντες, τα κουφέτα και το πολύχρωμο μαντζούνι. Μαζί με το χαλβατζίδικο τού Χατζηανέστη περνούν από το μυαλό μου ένα σωρό άλλα επαγγέλματα της πατρίδας μου, πού για ώρες πολλές αποσπούσαν την προσοχή μου χαζεύοντας τα. Πώς μπορώ να ξεχάσω το γελαστό μπογιατζή πού κάθε Μεγάλη Πέμπτη βουτούσε στο μεγάλο καζάνι με την κόκκινη μπογιά το καλάθι μαζί με όλα τα άσπρα αυγά και βάφονταν καλάθι και αυγά κόκκινα. Μ’ αυτό το καλάθι το Μάιο μαζεύαμε τα κεράσια.

Ό μπογιατζής έκανε και σαπούνι. Οι γυναίκες του πήγαιναν τις μούργες και έπαιρναν έτοιμο σαπούνι. Άλλο επάγγελμα πού με  εντυπωσίαζε ήταν οι βαρελάδες. Τούς έβλεπα ώρες ολόκληρες με γάντζους και βαριές προσπαθούσαν γυρίζοντας γύρω – γύρω να δέσουν το βαρέλι. Τα πολύ μεγάλα βαρέλια πάνω από πεντακόσιες οκάδες τα μοντάρανε στο σπίτι γιατί δεν περνούσαν από τις δίφυλλες πόρτες των περισσότερων σπιτιών. θυμάμαι τον καλαϊτζή πού ξυπόλητος μέσα στο ταψί το έτριβε με άμμο και κεζάπι και πιασμένος από ένα τοίχο γύριζε μια από δε και μια από κει. Όταν στριφογυρίζαμε κι εμείς μπροστά στις μάνες μας, μάς έλεγαν«Τί στριφογυρίζεις σαν τον γανωτή;». Πώς να ξεχάσω και τους σιδεράδες μας. Μπροστά στο αμόνι με τη βαριά ό βοηθός και το σφυρί ό μάστορας χτυπούσαν το κοκκινισμένο σίδερο και  έκαναν λισγάρια, κασμάδες, τσάπες και κουραπάδες. Το μυτερό λισγάρι ήταν το αχώριστο εργαλείο κάθε Τριγλιανοϋ. Ό πριονάς που ακόνιζε τα πριόνια. Κάθε κλαδευτής έπρεπε να έχει τροχισμένα τα πριόνια του. Το χοντρό για τούς κορμούς, το μεσαίο για τα μέτρια κλαδιά και το ψιλό για τα λιανοκλάδια. Είχαν και το ξυλοπρίονο πού έκανε όλες τις δουλειές.Αυτό το κουβαλούσε κάθε αγρότης στο ζωνάρι του. Οι σαγματοποιοί πού έκαναν τα καπίστρια και τις πισινέλες, τα γκέμια με τις πολύχρωμες χάντρες και τα πολλά κουδουνάκια, τις χοντρές ραφές και τα γυαλιστερά κουμπιά από μπρούντζο, ήταν αληθινά έργα τέχνης.Τέλος, ήταν και οι πεταλωτήδες. Κάθε Κυριακή δεν πρόφταιναν να κουρεύουν, να πεταλώνουν και να αλείφουν τα νύχια των ζώων με κατράμι σαν να έκαναν και τα ζώα πεντικιούρ.Αλίμονο στον Τριγλιανό πού είχε αδύνατο και απεριποίητο το ζώο του. Αμέσως στο καφενείο και στο μαχαλά άρχιζε το κουτσομπολιό γι’ αυτόν και του κολλούσαν και ένα παρατσούκλι πού θα το έσερνε σ’ όλη του τη ζωή αυτός και τα παιδιά του.