Κείμενο: ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΑΡΑΣΤΕΡΓΙΟΣ
Από τους Έλληνες περιηγητές, εξέχουσα θέση για τον όγκο των γεωγραφικών κυρίως λεπτομερειών που μας δίνει, έχει το σύγγραμμα του ταγματάρχη και διοικητή του Β ́ τάγματος μηχανικού Νικολάου Θ. Σχινά.
Το βιβλίο του έχει τίτλο:
“ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΑΙ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ,
ΗΠΕΙΡΟΥ, ΝΕΑΣ ΟΡΟΘΕΤΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΗΣ
ΚΑΙ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ” ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ 1887
Η περιήγησή του στη χερσόνησο της Χαλκιδικής έγινε το 1886 και κρίνοντας από τη γραφή και τον τύπο των πληροφοριών, πρέπει να χρησιμοποιήθηκε για στρατιωτικούς κυρίως λόγους (κατασκοπεία). Πράγματι στη διάρκεια του Μακεδονικού αγώνα θεωρήθηκε πολύτιμο εγχειρίδιο για τα Ελληνικά αντάρτικα σώματα1.
Ας περιηγηθούμε λοιπόν στους δρόμους που φέρνουν στην Ιερισσό τη δεκαετία τού 1880, τότε που η περιοχή ήταν ακόμα μία μικρή Επαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Α. Οδός από Θεσσαλονίκης εις Ιερισσόν
Εν μέρει αμαξιτός
Από τη Θεσσαλονίκη αφού περάσει τις Σέδες, τα Βασιλικά, τη Γαλάτσιστα ή Γαλάτισα2 και τα Ρισιτνίκια3, φτάνει στη Λιαρίγκοβι4 όπου ο δρόμος κατηφορίζει διά μέσου τού Παληοχωρίου στο Νοβοσέλο5 και από εκεί στο Μαχαλά6 και τον Ίσβορον7.
Για όλα αυτά τα χωριά μας δίνει σημαντικές πληροφορίες.
«Ξεκινώντας από τον Ίσβορο κατηφορικός δρόμος, περνάει μετά από μισή ώρα αριστερά τρεις υδρόμυλους8 και μετά από πορεία μίας ώρας φτάνει σε ομαλό έδαφος, όπου υπάρχουν πολλές μουριές (συκαμινιές)9. Στο μέρος αυτό γίνεται η συνάντηση δύο ποταμών (από τους οποίους ο ένας έχει χρώμα νερού ερυθρό και γι αυτό ονομάζεται Κοκκινόλακκος). Έχοντας αριστερά10 το ποτάμιο ρεύμα πού προέρχεται από τη συνένωση των δύο ποταμών το διαβαίνουμε στην κοίτη αυτού και περνώντας τις καλύβες πού ανήκουν στο χωριό Ίσβορος, στα δεξιά μας βρίσκουμε τούς δύο υδρόμυλους τής μονής Χιλανδαρίου και τής μονής Ιβήρων11. Ο δρόμος είναι πολύ ομαλός μέσω της πεδιάδας όπου καλλιεργείται ο αραβόσιτος και περνώντας από τις καλύβες των χωριών Μαχαλά και Χωρούδας12 που βρίσκονται δεξιά, μετά τρείς ώρες φτάνουμε στην αποβάθρα (Σκάλα) Κλεισούρι13. Εδώ γίνεται φόρτωση ξυλείας και κάρβουνου και υπάρχουν ένα οίκημα με τρία δωμάτια και δύο παντοπωλεία.

Ο δρόμος διασχίζοντας τα αμπέλια και τα τσαΐρια τής επόμενης κωμοπόλεως διαβαίνει από πέτρινη γέφυρα το ποτάμι14 όπου δίπλα του υπάρχει τσιφλίκι15, και φτάνει στη κωμόπολη:
Ερισσόν (Ιερισσός ή Άκανθος) τουρκιστί Έρσε.
«Βρίσκεται σε ακρωτήριο στη ΝΔ ακτή του ομώνυμου και ασφαλούς λιμανιού, το οποίο σχηματίζουν τα ακρωτήρια Μαρμάρι και Πλατύ. Ο Πλατύς το προασπίζει από τούς ανατολικούς ανέμους και σ’ αυτόν βρίσκεται η αρχαία πόλη Δίον16.
Στο λιμάνι αυτό, στις 27 Μαΐου του 1821 ο Δημήτριος Παπανικολής, που έχει πατρίδα τα αθάνατα Ψαρά αφού επιτέθηκε για πρώτη φορά με πυρπολικό, που είχε κατασκευαστεί από τον Ι. Κ. Πατατούκο, εναντίον ενός οθωμανικού δικρότου εβδομηντατέσσερων πυροβόλων, το παρέδωσε στις φλόγες με μεγάλο μέρος του πληρώματός του17.
Η κωμόπολη της Ιερισσού βρίσκεται σε ακρωτήριο από γρανίτη σε ύψος σαράντα μέτρα από την επιφάνεια τής θάλασσας και στέφεται από αρχαίο οχυρό. Κατοικείται από 275 οικογένειες18 που κατοικούν συνήθως σε ισόγειες οικίες.
Οι κάτοικοι ασχολούνται κυρίως με την αλιεία, έχοντας γι’ αυτό γύρω στις 200 αλιευτικές λέμβους, χωρητικότητας 6-8 ατόμων. Άλλοι ασχολούνται με τη καλλιέργεια οπωρολαχανικών, δημητριακών, βάμβακος, σισσάμεως και οσπρίων19. Στη κωμόπολη υπάρχουν 20 μαγαζιά που 7 είναι καφενεία20 και 5 εμπορικά, μικρή εκκλησία21, σχολείο στα θεμέλια22, 4 συνηθισμένα σιδηρουργία και 4 χάνια. Είναι αξιοσημείωτο ότι όλες οι οικίες δέχονται αδιακρίτως ξένους προσφέροντας και φαγητό αντί 4 1⁄2 γρόσια για κάθε γεύμα.
Η κωμόπολη υδρεύεται από 2 πηγάδια23 και από νερό πηγής μεταφερόμενο σ’ αυτή από ύψωμα που ονομάζεται του Σταυρακιού24. Η τοποθεσία αυτή βρίσκεται ανάμεσα στη κωμόπολη και τη θέση Πλατανούδι στο κόλπο του Αγίου Όρους.»
Συνολικός χρόνος από τη Θεσσαλονίκη 24 ώρες.
Β. Από Θεσσαλονίκης εις Ιερισσόν
(Διά του χωριού Γομμάτι)
Ακολουθώντας την ίδια πορεία μέχρι τη κωμόπολη της Λιαριγκόβης, στρίβει δεξιά σε κατηφορικό δρόμο και εισέρχεται στο χωριό Ρεβενίκια25. Αφήνοντας στη συνέχεια αριστερά 3 υδρόμυλους και το αγίασμα που το προσέχουν μοναχές, περνά, με πεζοπορία 2 1⁄2 ωρών, από λίθινη γέφυρα το ρέμα του Βαθύλακκα και φτάνει στη μάνα (πηγή) του χωριού Γομάτι26 και στην εκκλησία των Αγίων Τεσσαράκοντα. Μας πληροφορεί ότι το παλιό χωριό ήταν χτισμένο ανάμεσα σε 2 ρέματα, είχε 170 οικογένειες που κατοικούσαν σε 95 οικίες, υπήρχαν 3 παντοπωλεία και 1 εκκλησία.
   «Από εδώ ο δρόμος για Ιερισσό είναι καλός αλλά πετρώδης. Διαβαίνει μικρό ρεύμα και περνώντας από αμπελώνες, έχοντας αριστερά του δασώδες βουνό περνά 2 ακόμη ρέματα που απέχουν μεταξύ τους 15 λεπτά και μετά το πέρας των 45 λεπτών από το Γομάτι φθάνει σε οικίες του μετοχίου της μονής Διονυσίου27 στο κόλπο του Αγίου Όρους. Ο δρόμος συνεχίζει πολύ καλώς έως τη θέση Γιούφτισα. Ένας ομαλός κατηφορικός δρόμος, φέρνει μετά από 20 ́ σε ρέμα28 πού φέρνει στη κωμόπολη της Ερισσού.»
Συνολικός χρόνος από τη Θεσσαλονίκη 23 3⁄4

Γ. Ημιονική οδός από Ιερισσού διά της παραλίας εις Σταυρόν
«Από τη κωμόπολη της Ιερισσού ο δρόμος ακολουθεί ομαλή πορεία κατά μήκος της παραλίας και διαβαίνοντας το ποταμό Μπιάβτσα29 που πηγάζει από το όρος Χολομώνδα φτάνει με το πέρας 2 1\2 ωρών στην εαρινή αποβάθρα Στρατώνι30.
Στη θέση αυτή υπάρχουν καλύβες γεωργών, πού υδρεύονται όπως και οι γύρω αγροί από παραρρέοντα ρεύματα.»
Ο δρόμος ανηφορικός συνεχίζει μέχρι την αποβάθρα Μαρμάρι όπου υπάρχει καλύβα και πηγάδι, διαβαίνει αμμώδη παραλία και φτάνει σε αποβάθρα στη τοποθεσία Βίνα. Εδώ γίνεται επιβίβαση οικοδομήσιμης ξυλείας και υπάρχει καλύβα δίπλα σε ρέμα.
Ακολουθώντας την ακτογραμμή ο δρόμος φέρνει στην αποβάθρα (σκάλα) Λιμπσάσδα31 αρχ. Κάπρος. Σ’ αυτή βρίσκονται 5 οικίες λιθόκτιστες και διώροφες. Χρησιμεύουν ως μαγαζιά και χάνια. Δίπλα τους υπάρχουν αποθήκες φούρνος, πηγάδι και μικρό ποτάμι που διατηρεί το καλοκαίρι το νερό.
Διαβαίνοντας το ποτάμι που κατεβαίνει από τα όρια των χωριών Μαρμάρια32 και Μαχαλά, περνά στα αριστερά κάποιες οικίες και ένα χάνι. Με τη πάροδο 8 ωρών φτάνουμε στη σκάλα του Σταυρού.»
Από το βιβλίο του ταγματάρχη Ν. Σχινά μπορούμε να αντλήσουμε και άλλες σκόρπιες πληροφορίες για την τοπογραφία της περιοχής στα τέλη του 19ου αιώνα, αλλά πιστεύω ότι οι περισσότερες είναι γνωστές.