Tηλεοπτικό ταξίδι μέσα από τα γυρίσματα για το “πολιτιστικό ημερολόγιο” κάναμε στα Αρχαία Στάγειρα,ευχαριστούμε πολύ τον προϊστάμενο της εφορείας αρχαιοτήτων Χαλκιδικής και Αγίου Όρους κ.Ι.Κανονίδη και τον αρχαιολόγο Κ.Παπαστάθη για την ξενάγηση και την επιμέλεια των κειμένων.

Τα Στάγειρα, σκαρφαλωμένα στις απότομες πλαγιές μιας μικρής χερσονήσου πλάι στην Ολυμπιάδα Χαλκιδικής, ιδρύθηκαν στα μέσα του 7ου αι. π.Χ. από Ίωνες αποίκους που έφτασαν από την Άνδρο σε αναζήτηση πλούσιων κοιτασμάτων στα μεταλλοφόρα βουνά της περιοχής. Η ίδρυση τους αποτέλεσε μέρος ενός ευρύτερου αποικιστικού κύματος των Ανδρίων, οι οποίοι ταυτόχρονα εγκαταστάθηκαν σε γειτονικές οχυρές παραθαλάσσιες θέσεις ιδρύοντας την Άκανθο, τη Σάνη και την Άργιλο.
Ο Καυκανάς, το νησάκι απέναντι από τη χερσόνησο, θυμίζει πλάγια όψη αγριογούρουνου, γι’ αυτό άλλωστε στην αρχαιότητα ονομαζόταν “Κάπρος”. Το ίδιο όνομα χρησιμοποιούσαν οι Σταγειρίτες και για το λιμάνι τους, ενώ έναν δυνατό κάπρο είχαν για σύμβολο στα νομίσματά τους.

Μέχρι τους Περσικούς πολέμους τα Στάγειρα ήταν μια ελεύθερη, ανεξάρτητη και ακμάζουσα πόλη. Η υποταγή τους στον Ξέρξη αποτέλεσε μικρή παρένθεση στην ελευθερία τους, ενώ μετά την εκδίωξη των Περσών συμμετείχαν στην Α’ Αθηναϊκή Συμμαχία. Κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο όμως, το 424 π.Χ., η πόλη αποστάτησε και συμμάχησε με τους Σπαρτιάτες εξοργίζοντας τους Αθηναίους, που προσπάθησαν ανεπιτυχώς με πολιορκία να την επαναφέρουν στην αθηναϊκή σφαίρα επιρροής. Με την ειρήνη του Νικία, το 421 π.Χ., τα Στάγειρα, μαζί με άλλες πόλεις της Χαλκιδικής, ανακτούν την αυτονομία τους, με την υποχρέωση ωστόσο καταβολής φόρου στους Αθηναίους. Λίγο αργότερα προσχωρούν στο Κοινό των Χαλκιδέων, μια συνομοσπονδία πόλεων της Χαλκιδικής με πρωτεύουσα την Όλυνθο, που διαδραμάτισε ουσιαστικό ρόλο στα πράγματα της Ελλάδας κατά τη διάρκεια του 4ου αι. π.Χ.

Το 384 π.Χ. γεννιέται στα Στάγειρα ο Αριστοτέλης, γιος της Φαιστίδος και του γιατρού Νικόμαχου, φίλου του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα Γ΄, που ήταν παππούς του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Παιδί ακόμη μένει ορφανός κι από τους δύο γονείς και αναχωρεί για τον Αταρνέα της Μ. Ασίας, όπου την επιμέλειά του αναλαμβάνει ο συγγενής του, Πρόξενος. Στα δεκαοκτώ του ο άνδρας που έμελλε να αναδειχθεί σ’ έναν από τους σπουδαιότερους φιλοσόφους της ιστορίας θα επιδημήσει στην Αθήνα για να φοιτήσει στην Ακαδημία του Πλάτωνα.
Το 349 π.Χ., κατά τον Ολυνθιακό πόλεμο, ο βασιλιάς των Μακεδόνων Φίλιππος Β΄ θα ισοπεδώσει την πόλη αντιδρώντας στη βούληση των Σταγειριτών να παραμείνουν αυτόνομη πόλη-κράτος υπό την αιγίδα του Κοινού των Χαλκιδέων. Ήταν η αρχή του τέλους της δημοκρατικής αύρας που έπνεε από τις μητροπόλεις του νότου προς τις αποικίες του βορά. Στο εξής τα Στάγειρα θα είναι μια πόλη υποτελής στον Μακεδόνα βασιλιά, ο οποίος μάλιστα τα ανοικοδομεί, ύστερα από παρέμβαση του Αριστοτέλη, που στο μεταξύ είχε προσληφθεί ως δάσκαλος του γιου του, Αλεξάνδρου.
Μετά την ολοκλήρωση της εκπαίδευσης του Αλεξάνδρου στην Πέλλα και στη Μίεζα (343-340 π.Χ.), ο Αριστοτέλης εγκαθίσταται για λίγο στην πατρίδα του, την οποία θα αφήσει, οριστικά αυτή τη φορά  το 335 π.Χ. για να ιδρύσει στην Αθήνα το Λύκειο. Στα Στάγειρα δεν θα επιστρέψει παρά η τέφρα του για να ταφεί σε ηρώο εντός των τειχών της πόλης.
Παρά την ανοικοδόμηση από τον Φίλιππο (ή, σύμφωνα με κάποιες πηγές, τον Αλέξανδρο), η πόλη άρχισε να φθίνει σταδιακά και στα χρόνια του Χριστού, όπως αναφέρει ο Στράβων, ήταν ήδη ερειπωμένη.

Περίπου χίλια χρόνια αργότερα, κτίστηκε στην ίδια περιοχή ένα μικρό βυζαντινό κάστρο, το οποίο ονομαζόταν “Λιβασδιάς” ή “Λιψάσδα”, παραφράζοντας το όνομα Ολυμπιάδα, αφού, σύμφωνα με μια τοπική παράδοση, το όνομα του γειτονικού χωριού προέρχεται από την Ολυμπιάδα, μητέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, την οποία ο Κάσσσανδρος είχε εξορίσει στα Στάγειρα ή στον Κάπρο.
 
Η ανασκαφή και η ανάδειξη του αρχαιολογικού χώρου
Μια περιορισμένη ανασκαφική έρευνα έγινε το 1968 από τον αρχαιολόγο Φώτιο Πέτσα. Οι συστηματικές ανασκαφές  ξεκίνησαν το 1990 από τον αρχαιολόγο Κώστα Σισμανίδη και συνεχίστηκαν μέχρι το 1999, φέρνοντας στο φως σημαντικό μέρος των δημοσίων κτιρίων και των ιερών της αρχαίας πόλης, μικρό τμήμα του πολεοδομικού ιστού με τις ιδιωτικές κατοικίες, σχεδόν το σύνολο της οχύρωσης και την ακρόπολη. Αναστηλώσεις και εργασίες ανάδειξης πραγματοποιούνται τμηματικά από το 1994 έως σήμερα, με αποτέλεσμα τα αρχαία Στάγειρα να αποτελούν έναν θελκτικό για τον επισκέπτη αρχαιολογικό χώρο, μέσα σ’ ένα τοπίο ιδιαίτερου φυσικού κάλλους.
Η συνεισφορά των κατοίκων της Ολυμπιάδας στην ανασκαφή και την ανάδειξη των αρχαιοτήτων του τόπου τους, πολλές φορές εθελοντικά, καθώς και η διαρκής ευαισθητοποίησή τους σε θέματα διαφύλαξης της πολιτιστικής κληρονομιάς είναι η κεφαλαιοποίηση της σχέσης που έχει οικοδομήσει η Αρχαιολογική Υπηρεσία με την τοπική κοινωνία. Η σχέση αυτή επανατροφοδοτείται συνεχώς με τη διοργάνωση, από κοινού με τον οικείο Δήμο Αριστοτέλη, εκδηλώσεων στον αρχαιολογικό χώρο, ιδιαίτερα κατά τους θερινούς μήνες, με κορυφαία την αναβίωση του θεσμού των Αριστοτελείων.

Περιήγηση στον αρχαιολογικό χώρο
Νότιος λόφος.  Στους πρόποδες του νότιου λόφου, αμέσως μετά το φυλάκιο, διακρίνεται τμήμα του κεντρικού υδροδοτικού αγωγού, που τροφοδοτούσε με νερό τους κατοίκους της πόλης.
Στην κορυφή του λόφου, βρίσκεται η ακρόπολη, ένας τριγωνικός οχυρωματικός περίβολος με στρατιωτικά φυλάκια και πύργους, που χρησιμοποιούνταν για την επιτήρηση της περιοχής και προστάτευε τους κατοίκους σε περιόδους επιδρομών. Εμπρός από την πύλη υπάρχει ένα βαθύ κυκλικό πηγάδι για τη συγκέντρωση του νερού. Εσωτερικά κατά μήκος του τείχους της ακρόπολης θα πρέπει να φανταστεί κανείς έναν ξύλινο περίδρομο, πάνω στον οποίο μαχόταν η φρουρά, ενώ στο υπόστεγο που δημιουργούσε θα ήταν αποθηκευμένα τρόφιμα και όπλα. Σε μια γωνιά κοντά στον μεγάλο κυκλικό πύργο παρατήρησε μια τετράγωνη λίθινη θήκη. Κατά την ανασκαφή βρέθηκε γεμάτη με θαλασσινά όστρεα, πιθανότατα αποφάγια γεύματος της φρουράς.

Από την ακρόπολη στην αγορά
Κατηφορίζοντας το μονοπάτι που οδηγεί στην αγορά της πόλης περπατάμε εσωτερικά κατά μήκος του τείχους. Όταν κατά τον 5ο αι. π.Χ. ο πληθυσμός αυξήθηκε, η πόλη επεκτάθηκε στον νότιο λόφο. Τότε έγινε και η συνολική της οχύρωση με ισχυρό τείχος μήκους περίπου 2 χλμ., κτισμένο με πωρόλιθους, ασβεστόλιθους και μαρμαρόλιθους με διάφορα συστήματα δόμησης, που περιβάλλει και τους δύο λόφους και ενισχύεται κατά διαστήματα με τετράγωνους και κυκλικούς πύργους και εσωτερικές κλίμακες ανόδου. Παρατήρησε τις φωτοσκιάσεις, το παιχνίδισμα και τις αντιθέσεις των χρωμάτων. Η προσεγμένη αισθητική της οχύρωσης πιθανότατα αποτέλεσε αφορμή για ένα σχόλιο του Αριστοτέλη ότι τα τείχη δεν αρκεί μόνο να περιβάλλουν («οὐχ ὅτι τείχη μόνον περιβλητέον») αλλά και να δημιουργούν την εντύπωση φροντισμένης πόλης («ἀλλὰ καὶ τούτων ἐπιμελητέον»).
Η αγορά των Σταγείρων βρισκόταν στον χαμηλό αυχένα ανάμεσα στους δύο λόφους. Οι ανασκαφές στη νότια πλαγιά του βόρειου λόφου έφεραν στο φως μια μνημειακή στοά των κλασικών χρόνων κτισμένη με μαρμάρινους γωνιόλιθους.  Είναι το σημαντικότερο οικοδόμημα της πόλης, το πολιτικό της κέντρο. Εκεί συγκεντρώνονταν οι Σταγειρίτες για δημόσιες συζητήσεις και αποφάσεις, καθισμένοι σε λίθινο περιμετρικό θρανίο με θέα προς την κεντρική λατεία μέσα από μια ανοιχτή πρόσοψη με κίονες στη σειρά. Η πρόσβαση στο εσωτερικό της στοάς γινόταν από μνημειακή κλίμακα. Στον μπροστινό τοίχο της στοάς, αριστερά από την κλίμακα ανόδου, παρατήρησε τη βάση ενός λίθινου βωμού με λαξευμένη κοιλότητα που συγκέντρωνε το αίμα των θυσιαζόμενων ζώων.

Ένας κατηφορικός λιθόστρωτος δρόμος ξεκινά από τη στοά και στρίβει με κατεύθυνση προς την ακτή, διερχόμενος μπροστά από αποθήκες και καταστήματα που αναπτύσσονται σε τρία διαφορετικά επίπεδα. Στο μεσαίο παρατήρησε τις κοιλότητες και τους λάκκους που είναι λαξευμένοι στον βράχο. Πρόκειται για ένα είδος “ψυγείου” όπου ήταν τοποθετημένα μεγάλα αποθηκευτικά πιθάρια.
Από την αγορά στα ιερά
Περπατώντας κανείς στο μονοπάτι που οδηγεί από τις ανατολικές πλαγιές του βόρειου λόφου προς τα ιερά, περνά μέσα από το βυζαντινό διατείχισμα, ένα τείχος που κατασκευάστηκε περίπου χίλια χρόνια μετά την ερήμωση της αρχαίας πόλης (κατά τον 10ο αιώνα ), για να προστατεύει από την ενδοχώρα το μεσαιωνικό κάστρο στην κορυφή του λόφου.
Βρισκόμαστε στην περιοχή των ιδιωτικών κατοικιών της αρχαίας πόλης. Ένα από τα σπίτια είναι αναστηλωμένο. Αποτελείται από μια μικρή εσωτερική αυλή, μια αποθήκη, το καθιστικό με την εστία όπου έκαιγε η φωτιά (οίκος), την κουζίνα (οπτάνιον) και τον ανδρώνα, πάνω από τον οποίο θα υπήρχε ο γυναικωνίτης. Ένα στενό ανηφορικό δρομάκι διέρχεται ανάμεσα σ’ αυτό και στο γειτονικό σπίτι, θυμίζοντας τους παραδοσιακούς οικισμούς των αιγαιοπελαγίτικων νησιών.

Στην ανατολική άκρη του βόρειου λόφου, πάνω στη βραχώδη ακτή, είναι κτισμένα τα ιερά της αρχαίας πόλης. Πέντε δωμάτια γύρω από μια εσωτερική αυλή και δύο δωμάτια ανατολικότερα, από τα οποία το ένα με βωμό και εσχάρα στο εσωτερικό του, αποτελούν ένα συγκρότημα αφιερωμένο σε κάποια γυναικεία θεότητα που λατρευόταν ήδη από τον 6ο αιώνα π.Χ.
Λίγο νοτιότερα ένα κυκλικό ιερό, όπου οι πιστοί τοποθετούσαν τα θεσμά, δηλαδή τις προσφορές στη θεότητα, ήταν αφιερωμένο στη Δήμητρα. Πρόκειται για το Θεσμοφόριο που θεμελιώθηκε στα πρώτα χρόνα μετά την ίδρυση της πόλης. Από τα μέσα του 4ου αιώνα, όταν ο Φίλιππος Β΄ επανίδρυσε την πόλη, το ιερό απέκτησε εξέχουσα θέση. Τότε, το υστεροκλασικό τείχος που κατασκευάζεται στην περιοχή αυτή καταργεί το βόρειο τμήμα της κλασικής οχύρωσης, συρικνώνοντας τα όρια της πόλης, καταστρέφει τμήμα των αρχαϊκών ιερών και των βοηθητικών τους χώρων, αλλά αφήνει ανέπαφο το ιερό της Δήμητρας, ανάγοντάς το πιθανότατα σε κέντρο της λατρείας των Σταγειριτών κατά τους Ελληνιστικούς χρόνους.
Η λατρεία γυναικείων θεοτήτων στα ιερά που δεσπόζουν πάνω στον βράχο τεκμηριώνεται από πλήθος πήλινων ειδωλίων και γυναικείων προτομών που βρέθηκαν στην ανασκαφή.

 
Από τα ιερά στην κορυφή του βόρειου λόφου
Ανηφορίζοντας προς την κορυφή του βόρειου λόφου, σε διαμορφωμένο πλάτωμα διακρίνεται μεγάλο τμήμα ενός αρχαϊκού ναού του 6ου αιώνα π.Χ. με μεγάλους γωνιόλιθους από γρανίτη. Θραύσματα αρχιτεκτονικών γλυπτών που βρέθηκαν εκεί, αλλά και κομμάτια γλυπτού διακόσμου με ανθρώπινες παραστάσεις συνέθεταν την ανάγλυφη διακόσμησή του. Πιθανότατα πρόκειται για τον ναό που, σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές, ήταν αφιερωμένος στον Δία Σωτήρα και στην Αθηνά Σώτειρα.
Μεγάλο μέρος του οικοδομικού υλικού του ναού χρησιμοποιήθηκε τον 10ο αιώνα μ.Χ. για να κατασκευαστεί στην κορυφή του λόφου ένα βυζαντινό κάστρο με κυκλικούς και τετράγωνους πύργους. Στο εσωτερικό του διατηρείται το θεμέλιο του κεντρικού πύργου-παρατηρητηρίου και μια μεγάλη τετράγωνη δεξαμενή.
Κατεβαίνοντας τη νότια πλαγιά του βόρειου λόφου, στο μέσο της απόστασης μεταξύ του αρχαϊκού ναού και της στοάς, συναντάμε και πάλι το βυζαντινό διατείχισμα, το οποίο, στο σημείο αυτό, θεμελιώνεται πάνω στο τείχος της αρχαϊκής πόλης.
Στο εσωτερικό της αρχαϊκής οχύρωσης αποκαλύφθηκε δάπεδο στρωμένο με μεγάλες μαρμάρινες ψηφίδες. Η κενή ορθογώνια επιφάνεια στο κέντρο του έχει ερμηνευτεί ως βάση βωμού, που κατασκευάστηκε στους ελληνιστικούς χρόνους, δηλαδή ταυτόχρονα με το μνημειακό αψιδωτό κτίριο που βρίσκεται από την εξωτερική πλευρά του τείχους. Το εντυπωσιακό αυτό δημόσιο οικοδόμημα χτίστηκε στα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου με υλικό από την ερειπωμένη αρχαϊκή οχύρωση.
Έχει διατυπωθεί η άποψη, ότι η θέση ταυτίζεται με το “Ἀριστοτέλειον”, τον τάφο-ηρώο του Αριστοτέλη, όπου είχε τοποθετηθεί η τέφρα του Σταγειρίτη φιλοσόφου, μετά τη μεταφορά της από τη Χαλκίδα, όπου πέθανε το 322 π.Χ
.
“ἐν Χαλκίδι τελευτήσαντος, μετεπέμψαντο το σῶμα καί βωμόν ἐπέστησαν τῷ τάφῳ καί Ἀριστοτέλειον τόν τόπον ἐκάλεσαν καί ἐκεῖ τήν βουλήν ἤθροιζον”.
Vita Aristotelis Marciana, 257
Μια πύλη κι ένα μικρό τμήμα του αρχαϊκού τείχους είναι ό,τι έχει απομείνει από την πρώτη οχύρωση των Σταγείρων. Πάνω στην πύλη θα δέσποζε το μνημειακό μαρμάρινο υπέρθυρο που βρέθηκε γκρεμισμένο μπροστά της. Είναι διακοσμημένο με ανάγλυφη παράσταση κάπρου, του ιερού ζώου και συμβόλου της πόλης, αντιμέτωπου με έναν λέοντα. Στο υπέρθυρο, που εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, υπάρχει χαραγμένη επιγραφή με θέμα κάποια φορολογική ρύθμιση του 6ου αι. π.Χ., ενώ σε τμήμα του αναγλύφου που λείπει θα υπήρχε το όνομα του γλύπτη, αν κρίνουμε από τη λέξη ΕΠΟΙΕΣΕΝ κάτω από το λιοντάρι.

Στον 10ο αι. μ.Χ., μετά από περίπου 1.000 χρόνια εγκατάλειψης, πάνω στο αρχαϊκό τείχος θεμελιώθηκε το διατείχισμα του βυζαντινού κάστρου. Σ’ αυτό ανήκει ο τετράγωνος πύργος εντός του αψιδωτού κτιρίου.
Φτάνοντας στον αυχένα μεταξύ των δύο λόφων και διερχόμενος πλάι από τη στοά, ο επισκέπτης μπορεί να επιστρέψει στην ακρόπολη και στις εγκαταστάσεις υποδοχής του νότιου λόφου ή εναλλακτικά να ακολουθήσει τον δασικό δρόμο που οδηγεί στην Ολυμπιάδα, περνώντας μπροστά από τμήματα της κλασικής οχύρωσης της αρχαίας πόλης και από την παραλία της Συκιάς.
Έρευνα-παρουσίαση:Σουζάνα καζάκα
Φωτογραφία-Σκηνοθεσία: Ζωή Γανίτη