Από τις αναμνήσεις του Αλκιβιάδη Κούμαρου +
Επιμέλεια: Χρήστος Καραστέργιος
Κάθε χρόνο το καλοκαίρι έρχονταν τον Αύγουστο μήνα στον κόρφο της Ιερισσού 5-6 πολεμικά καράβια εγγλέζικα. Εκεί φούνταραν τις άγκυρες και μένανε 5-10 μέρες. Μετά σαλπάριζαν και έφευγαν. Ήταν τόσο μεγάλα και κάτασπρα σαν γλάροι. Εμείς τα παιδιά καθόμασταν στην παραλία και τα βλέπαμε.
Αν και ήταν τόσο μακριά νομίζαμε ότι ήταν κοντά μας και λέγαμε ο καθένας την σκέψη του: «Πόσα κανόνια έχει το καθένα;» «Πόσα μίλια τρέχουν;» «πόσους ναύτες έχουν;» και άλλες πολλές ασήμαντες ερωτήσεις. Ποτέ δεν συμφωνούσαμε! Πολλές φορές ρωτούσαμε αυτούς, που υπηρέτησαν ναύτες στο πολεμικό ναυτικό και μας βγάζαν από την απορία: «Αυτά τα πολεμικά καράβια είναι μια μοίρα από τον αγγλικό στόλο και κάμνουν γυμνάσια στο Αιγαίο πέλαγος. Βάση έχουν στο Μούδρο της Λήμνου και έρχονται εδώ να ξεκουραστούνε.
Όλο το καλοκαίρι περνούσε με παιγνίδια. Όλη μέρα κολυμπούσαμε, ακολουθούσαμε τους «γρίπους» και μαζεύαμε ψάρια να πάμε στο σπίτι μας.
Όταν ζύγωνε ο Σεπτέμβρης, ζύγωνε κι ο τρύγος, όλοι ετοιμάζονταν. Κατέβαζαν τα κρασοβάρελα στην παραλία και τα γέμιζαν με θαλασσινό νερό, για να φουσκώσουν γιατί ήταν ανοιγμένα και να φύγει από μέσα η ξινίλα για να μη χαλάσει το κρασί.
Το 1932 Αύγουστος μήνας τα καράβια δεν φάνηκαν. Κάθε μέρα αγναντεύαμε το πέλαγος και απορούσαμε γιατί. Κάποια μέρα ρωτήξαμε έναν μεγαλύτερο μας και μας έδωσε την απάντηση: «Όταν ήλθαν πέρυσι το καλοκαίρι μια βραδιά έβγαλε ένα μελτέμι με πολλά μποφόρ και ο αέρας έκοψε το σκοινί από μία βενζινάκατο, που ήταν δεμένη δίπλα στο βαπόρι. Την έριξε έξω στου Καλατζή το λάκο. Το πρωί κάποιος πέρασε από εκεί είδε την βενζινάκατο πεταμένη έξω και έβγαλε την μηχανή. Όταν ήρθαν οι Εγγλέζοι να πάρουν το σκάφος ήταν χωρίς την μηχανή. Αμέσως διαμαρτυρήθηκαν στις αρχές του χωριού. Βάλαν τελάληδες και φώναζαν:
«Όποιος πήρε την μηχανή να την παραδώσει και δεν θα πάθει τίποτα. Όποιος και αν την πήρε γι ́αυτόν είναι άχρηστη, μιας και είναι βενζινοκίνητη και βενζίνα δεν υπάρχει στην Ιερισσό». Κανείς δεν παρουσιάστηκε! Και έτσι θύμωσαν οι Άγγλοι και δεν θα ξαναρθούν!»

Η ζωή κυλούσε, όπως πάντα οι μεγάλοι με τις δικές τους έννοιες κι εμείς τα παιδιά με τα παιγνίδια μας και τα μπάνια μας και τρέχαμε πίσω από τους γρίπους για κανένα ψαράκι.
Ένα πρωί στα τέλη Αυγούστου είχαμε βγει στον Αροβίγλη να αγναντέψουμε τη θάλασσα. Είδαμε ένα μεγάλο πολεμικό καράβι να είναι φουνταρισμένο ανοιχτά κανά μίλι από την παραλία του χωριού. Τι όμορφο που ήταν, κάτασπρο, με μία μεγάλη εγγλέζικη σημαία να κυματίζει στην πλώρη του! Κάτι μεγάλα κανόνια! Στολισμένο με πολλά εξαρτήματα. Το πλήρωμα ήταν σε κίνηση.
Κατεβήκαμε στην παραλία. Ο ήλιος ανέβηκε ψηλά. Τότε μια βενζινάκατος γεμάτη ναύτες έφυγε από το καράβι κι έβαλε πλώρη για την παραλία.
Έτρεχε τόσο πολύ που η θάλασσα άφριζε στην πλώρη της. Σε λίγο άραξε πάνω στην αμμούδα. Κάτι αξιωματικοί και ναύτες βγήκαν έξω και ζήτησαν, από τον τελώνη και άλλους προύχοντες του χωριού, να δοθεί η άδεια να βγει ο ναύαρχος από το «Βασίλισσα Ελισσάβετ» και να επισκεφθεί το χωριό. Δεν ξέρω τι άλλο είπαν και οι Εγγλέζοι έφυγαν για το καράβι.
Ο πρόεδρος και όλες οι αρχές άρχισαν τις ετοιμασίες στην πλατεία του σχολείου. Τραπέζια, καθίσματα και ότι άλλο χρειάζονταν για να υποδεχτούν τον ναύαρχο με τους αξιωματικούς του. Ο δάσκαλος Νικόλαος Πέτρου θα ήταν αυτός που θα υποδέχονταν τους καλεσμένους, ήταν ο πιο θαρραλέος και δεν τα έχανε μπροστά σε τέτοιες προσωπικότητες.

Δε θυμάμαι την ώρα που βγήκε ο ναύαρχος νομίζω ήταν μετά το μεσημέρι. Πολύς κόσμος μαζεύτηκε στην παραλία, αστυνομικοί και προύχοντες ήταν εκεί μπροστά όταν άραξε η βενζινάκατος. Βγήκαν αξιωματικοί και ναύτες και κάμαν χώρο. Μετά βγήκε ο ναύαρχος. Ένας άνθρωπος αψηλός ντυμένος με άσπρη στολή και χρυσά γαλόνια, με μια κορόνα στο καπέλο και χρυσή κλάρα στο γείσο του. Ένας ωραίος άνδρας με χαμόγελο. Όλοι η ναύτες στάθηκαν προσοχή. Ο δάσκαλος του έδωσε το χέρι, κάτι του είπε και προχώρησαν όλοι μαζί για την πλατεία του σχολείου.
Όλοι οι άλλοι πήγαιναν από πίσω. Όταν φτάσαν εκεί που είχαν τις ετοιμασίες, μια δασκάλα, η Άρτεμη Αβραμίδου, του πρόσφερε μία ανθοδέσμη. Ο ναύαρχος την ευχαρίστησε μ ́ ένα χαμόγελο. Μετά άρχισε να περιστρέφει το βλέμμα του κοιτώντας το χωριό.
Ύστερα από όλα αυτά κάθισε στο τραπέζι με όλους τους άλλους. Ο δάσκαλος άρχισε να μιλά και ένας διερμηνέας του εξηγούσε. Εκεί μείναν πολλές ώρες.
Ένας αξιωματικός είδε τις εστίες που παίζαν τα παιδιά μπάλα και ζήτησε, εάν έχουμε ομάδα ποδοσφαίρου, να βγούνε ναύτες να παίξουν ποδόσφαιρο. Κάτι νέοι του χωριού είχαν μια ομάδα και δέχτηκαν. Δε θυμάμαι εάν παίξαν εκείνη την βραδιά η την άλλη. Πάντως νίκησαν η ναύτες. [η ομάδα τότε της Ιερισσού ονομαζόταν “Ανναγέννησις”]
Το καράβι έμεινε μία βδομάδα. Κάθε μέρα βγαίναν οι αξιωματικοί στο χωριό. Ο ναύαρχος έμεινε πολύ ευχαριστημένος από την φιλοξενία. Οι αρχές του χωριού του δώσανε μια καμπάνα δώρο για ενθύμιο.
Ένα πρωί σηκώθηκα, έφαγα λίγο και πήρα το δρόμο να πάω στον Αροβίγλη, να δω από εκεί ψηλά το καράβι. Όταν έφτασα εκεί απογοητεύτηκα. το καράβι δεν ήταν εκεί. έφυγε την νύχτα. Τι όμορφο που ήταν την ημέρα, αλλά και τη νύχτα, όταν είχε όλα τα φώτα αναμμένα, έμοιαζε με μία πλωτή πολιτεία. Αυτά όλα μου μείναν ένα ενθύμιο:
«Το καράβι και ο ναύαρχος».
Φωτογραφίες:
1. & 2. Το Αγγλικό θωρηκτό Βασίλισσα Ελισάβετ
3.  Ο δάσκαλος Νικόλαος Πέτρου το 1936 με τον Βασιλέα τότε της Ελλάδας Γεώργιο Β’